Reviews Looper

27 Σεπτεμβρίου 2012 |

0

Looper

Σκηνοθεσία: Ρίαν Τζόνσον

Παίζουν: Τζόζεφ Γκόρντον – Λεβίτ, Μπρους Γουίλις, Έμιλι Μπλαντ, Τζεφ Ντάνιελς, Νόα Σίγκαν

Διάρκεια: 118’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Αντιμέτωποι με τον χρόνο»

Ο Άιζακ Νιούτον (ή όπως αρεσκόμαστε εδώ να τον αποκαλούμε, Ισαάκ Νεύτωνας), μεταξύ πολλών άλλων, υπήρξε ο πρώτος επιστήμονας που παρουσίασε ένα μαθηματικό μοντέλο που επιχειρούσε να εξηγήσει ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τι είναι αυτός ο ρημαδιασμένος ο χρόνος τελικά; Στην καθημερινότητά μας φυσικά, ο χρόνος δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους δείκτες που αλλάζουν στα ρολόγια μας και από τις ημέρες που σβήνονται από τα ημερολόγιά μας, μέχρι τη στιγμή που θα τα κακαρώσουμε. Ευτυχώς ή δυστυχώς όμως, το σύμπαν ξεπερνά τα πάρα πολύ στενά όρια της ζωής και των βιωμάτων του κάθε ανθρώπου. Ο «νευτώνειος χρόνος» συνδυαζόταν μεν με τον χώρο για να χτίσει ένα γήπεδο όπου παίζονταν τα γεγονότα αυτού του κόσμου, χωρίς όμως το γήπεδο να επηρεάζεται από την εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο χρόνος θεωρούταν παντοτινός και αιώνιος. Υπήρχε ανέκαθεν και θα υπάρχει εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Όλα αυτά μέχρι το 1915, όταν ο κύριος Αλβέρτος Αϊνστάιν διετύπωσε τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, η οποία βάζει τη διάσταση του χρόνου και τις τρεις διαστάσεις του χώρου να κάνουν παρέα και να παίξουν μαζί, σχηματίζοντας τον περίφημο «χωροχρόνο». Ο χώρος και ο χρόνος έκτοτε, από θεατρική σκηνή για το μεγάλο έργο της ύπαρξης, μετατράπηκαν σε ισότιμοι πρωταγωνιστές. Όπως κάθε μεγάλο breakthrough που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας περισσότερο έθεσε νέα ερωτήματα παρά έδωσε έτοιμες απαντήσεις. Σε ποιο βαθμό εξαρτάται το σύμπαν μας από τον χρόνο; Μπορούμε άραγε να επέμβουμε σε αυτόν και πώς;

Το σούρτα-φέρτα στον χρόνο πάντως είναι ένα διαχρονικό όνειρο σχεδόν κάθε ανθρώπινου μυαλού. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε φανταστεί είτε να πηγαίνουμε προς τα πίσω για να αλλάξουμε το παρελθόν είτε να κινούμαστε προς τα εμπρός για να δούμε τι μας επιφυλάσσει το άγνωστο μέλλον; Επομένως, η νέα ταινία του Ρίαν Τζόνσον πατάει πάνω σε μία οικουμενική και σταθερή ανθρώπινη φαντασίωση, την οποία προσαρμόζει σε πάμπολλα σημεία στις ανάγκες της. Κάπου εκεί εντοπίζεται δυστυχώς και το κυριότερο πρόβλημα της. Στο φουτουριστικό σύμπαν της ταινίας, το ταξίδι στον χρόνο είναι μεν μία εφικτή υπόθεση, από την άλλη όμως είναι γεμάτο με υποσημειώσεις και αστερίσκους ούτως ώστε να βολευτεί η σεναριακή πλοκή που μπάζει νερά από μπόλικες τρύπες.

Κρίμα πάντως, διότι η αρχική μαγιά έδειχνε νοστιμότατη, σε δύο ιδιαίτερα σημεία. Πρώτον, στη μάχη μεταξύ του τωρινού και του μελλοντικού «εαυτού» του κεντρικού ήρωα, οι οποίοι συνυπάρχουν στον ίδιο χωροχρόνο. Ακούγεται τραβηγμένο, στην ουσία όμως του πράγματος δεν είναι καθόλου. Ας πούμε, όταν αναλογιζόμαστε σφάλματα και παραλείψεις του παρελθόντος, πολλές φορές αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν να φερθήκαμε με αυτό τον τρόπο και επικρίνουμε αλύπητα τον τότε «εαυτό» μας. Αντιστοίχως, όταν οραματιζόμαστε το μέλλον, είναι συχνά σχεδόν αδύνατον να φανταστούμε ποιοι θα είμαστε, τι θα σκεφτόμαστε και πώς θα ζούμε σε 20 χρόνια από το «τώρα» που βιώνουμε. Καθώς τσαλαβουτάμε στα νερά του χρόνου, υπάρχουν πολλοί «εαυτοί» μας, ενίοτε ολότελα διαφορετικοί ο ένας με τον άλλο. Δεν είναι περίεργο πολλές φορές να λατρεύουμε ή να μισούμε έναν αλλοτινό εαυτό, σε σύγκριση με την τωρινή εκδοχή μας. Στο πλαίσιο της ταινίας μας, είναι απολύτως λογικό ο παρόντας Τζο και ο μελλοντικός Τζο να εκνευρίζουν λιγάκι ο ένας τον άλλο. Ο παρόντας θέλει να ζήσει τη ζωή του όπως ο ίδιος θα επιλέξει και όχι με βάση αυτά που του επιβάλλει ο μελλοντικός, ο οποίος θέλει να διασώσει τα δικά του βιώματα. Στον αντίποδα, ο μελλοντικός βλέπει στον παρόντα ένα ανώριμο παιδαρέλι, με τις αδυναμίες που του πήρε καιρό να ξεπεράσει, ο οποίος μάλιστα αδιαφορεί επιδεικτικά για το όσα έπονται στο μέλλον. Δυστυχώς, ο Τζόνσον δεν δίνει έμφαση σε αυτή τη σύγκρουση, την αφήνει ημιτελή, άνευρη και προσχηματική.

Δεύτερο σημείο που θα μπορούσε να απογειώσει την ταινία είναι η αίσθηση πως οι τόσο οι μνήμες μας όσο και τα μελλούμενα δεν είναι παρά συγκεκριμένες εκδοχές άπειρων πιθανοτήτων. Η ζωή λοιπόν, ως ένα δυναμικό σύστημα που διαμορφώνει τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα δεν έχουν ακόμη συμβεί κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν είναι βέβαιο, όλα υπόκεινται σε επανεξέταση και αναθεώρηση. Ένα σκέτο χάος δηλαδή που αποπνέει υπέρτατη γοητεία και ένταση. Ως ένα –έστω ανά στιγμές διεκπεραιωτικό– βαθμό, το δεύτερο αυτό σημείο βρίσκει  εφαρμογή, τουλάχιστον μέχρι να κατεδαφιστεί από ένα φινάλε πρόχειρο και κακογραμμένο. Εφόσον όλη η ταινία έχει χτιστεί στη σαγήνη των πιθανοτήτων, προς τι οι αφόρητες λογικές βεβαιότητες της τελικής λύσης; Μάλλον για να βρει δίοδο η μαρτυρική και ηρωική αυτοθυσία, η οποία είναι υποχρεωτικό να μείνει ως τελευταία γεύση στο στόμα. Η οποία, πέρα από νερόβραστη, είναι και παντελώς αταίριαστη με την όλη χαρακτηρολογία, όπως έχει αυτή αναπτυχθεί μέχρι εκείνο το σημείο.

Από εκεί και πέρα, σημαντική έλλειψη, η οποία μάλιστα χτυπάει κόκκινο, είναι το βιαστικά δοσμένο κοινωνικό σχόλιο, τόσο σε όρους αισθητικής απεικόνισης όσο και ως ανάγνωση του «κειμένου» της ταινίας. Πού είναι η πατροπαράδοτη και αγαπημένη φουτουριστική δυστοπία διάβολε; Το πεσιμιστικό μελλοντολογικό σχόλιο υπάρχει απλώς για να διαπιστώσουμε εμείς ότι υπάρχει και να βάλουμε ένα «τικ» στα καθήκοντα μιας καλής sci-fi ταινίας. Αν είναι να γίνει πρόχειρα και ατημέλητα, καλύτερα να μην υφίσταται καθόλου και να δεσπόσει η αγνή και νταβραντισμένη περιπέτεια. Ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λεβίτ κατά τη γνώμη μου είναι ταμάμ για εύθραυστους και ευαισθητούληδες χαρακτήρες, όπως αυτούς που ερμηνεύει στα «500 μέρες με τη Σάμερ» και «50-50», αλλά όχι για τέτοιου είδους ρόλους. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, βέβαια. Ο Μπρους Γουίλις από την άλλη, έχει άπλετο χώρο για να παίξει το action hero κομμάτι του, το οποίο φυσικά κατέχει στην εντέλεια. Αυτά.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑