Σκηνοθεσία: Τζον ΜακΤίρναν
Παίζουν: Μπρους Γουίλις, Άλαν Ρίκμαν
Διάρκεια: 132’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Πολύ σκληρός για να πεθάνει»
Έτος παραγωγής: 1988
To Die Hard (1988) που όλως παραδόξως βγήκε στις αμερικάνικες αίθουσες το καλοκαίρι του 1988 και όχι στα πέριξ των Χριστουγέννων, έθεσε έναν απαράβατο κανόνα. Όταν διοργανώνεις χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν δεν προσκαλείς, σε καμία περίπτωση, τον Μπρους Γουίλις. To Πολύ σκληρός για να πεθάνει, πέρα από viral πειραγμένης X-mas movie τα τελευταία χρόνια, είναι μια ταινία που αξίζει εκτενέστερη ανάλυση απ’ όσο φαντάζεται αρχικά κανείς.
Ας ξεκινήσουμε με τον κεντρικό ήρωα. Ένας to the bone νεοϋορκέζος μπάτσος, θεματοφύλακας της παράδοσης και του παλαιού κώδικα αξιών, που ταξιδεύει Παραμονή Χριστουγέννων στο Λος Άντζελες. Προορισμός του, λοιπόν, είναι ο ναός της corporate απληστίας και της μοντέρνας αποξένωσης, με τις γυάλινες επιφάνειες και τις neon επιγραφές. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι το κτίριο όπου εκτυλίσσεται όλος ο κακός χαμός απεικονίζεται σαν ένας άλλος Πύργος του Κακού, που γεννά τον αποπροσανατολισμό και τη σύγχυση, με την ονομασία Nakatomi Tower να απηχεί έναν από τους μεγαλύτερους φόβους της ρηγκανικής Αμερικής: τη διείσδυση του αντίπαλου δέους της Ιαπωνίας στην αμερικάνικη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και της παραγωγής.
Ο Τζον ΜακΚλέιν, πάντως, δεν είναι ένας κοινότυπος υπερασπιστής του καλού. Αντιθέτως, το μακελειό που θα προκαλέσει αντανακλά την υπόγεια κραυγή του απλού ανθρώπου που δεν κατανοεί την πολυπλοκότητα του νέου κόσμου, που αρνείται να δεχτεί τα νέα ήθη, όπως πχ το γεγονός ότι μια παντρεμένη γυναίκα μπορεί κάλλιστα να ακολουθήσει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα. Ο Τζον ΜακΚλέιν, στην πραγματικότητα, επιχειρεί και καταφέρνει ένα blue-collar πλήγμα στην πανίσχυρη white-collar στρατιά. Σε κάθε περίπτωση, το Die Hard, από πολλές απόψεις και παρά τις συντηρητικές του καταβολές, γκρεμίζει μπόλικα οπισθοδρομικά στερεότυπα, ξεκινώντας από τη συνειδητοποίηση του ήρωα ότι οφείλει να στηρίξει τη γυναίκα του στην αυτόνομη επαγγελματική της πορεία.
Από εκεί και πέρα, οι επίσημες δυνάμεις της επιβολής του νόμου, διαχρονικά ηρωοποιημένες σε αμερικανικές action movies της εποχής, απεικονίζονται με τα πιο μελανά χρώματα. Οι επικεφαλής της αστυνομίας είναι ξεροκέφαλοι και όχι ακριβώς ατσίδες, ενώ οι υποτιθέμενοι ειδικοί του FBI σκιαγραφούνται ως κοινοί μπαχαλάκηδες, που νοσταλγούν τις παλιές καλές μέρες του Βιετνάμ, αδιαφορώντας πλήρως για τις αθώες ζωές που ενδέχεται να χαθούν άδικα. Διόλου τυχαία, ο εξωτερικός σύνδεσμος του ΜακΚλέιν, ο φίλος και συνοδοιπόρος του σε αυτή την άνιση μάχη, είναι ένας ασουλούπωτος Αφροαμερικανός, μια φιγούρα που ισοπεδώνει το πρότυπο του ευπαρουσίαστου και ρωμαλέου αστυνομικού της εποχής. Στα θέλγητρα της ταινίας, φυσικά, συγκαταλέγεται και ο υπέροχος Άλαν Ρίκμαν, ένας από τους πιο σοφιστικέ, στιλάτους και γοητευτικούς villains που έχει γνωρίσει ποτέ το συγκεκριμένο είδος ταινιών (μια κάποια μελαγχολία για τους τωρινούς αντίστοιχους ήρωες είναι αναπόφευκτη). Ο Ρίκμαν είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει αντιπαθής, καθώς η βελούδινη μοχθηρία του, σε συνδυασμό με το πνευματώδες χιούμορ, τον καθιστούν αυτομάτως συμπαθή.
Παρεμπιπτόντως, αναλογιστείτε ότι υπήρχε κάποτε μια εποχή όπου οι τρομοκράτες σε μια χολιγουντιανή υπέρ-παραγωγή δεν θα ήταν Άραβες, Ρώσοι ή Βορειοκορεάτες, αλλά Γερμανοί. Φυσικά, η επιλογή κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Οι Γερμανοί μακελάρηδες συμβολίζουν τον έτερο πόλο της οικονομικής απειλής για το αμερικάνικο οικοδόμημα (η ταινία είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα μίξη συντηρητικών και προοδευτικών στοιχείων, όπως προείπαμε). Στην πορεία, αφήνονται δύο αιχμηρές (και πέρα για πέρα αμερικανό-κεντρικές) υπόνοιες, καθώς αποκαλύπτεται ότι οι τρομοκράτες είναι στην πραγματικότητα αδίστακτοι ληστές και τίποτα παραπάνω: α) η πλήρης από-ιδεολογικοποίηση, σε μια εποχή όπου ο Ψυχρός Πόλεμος (και το ιδεολογικό μπρα-ντε-φερ Δύσης και Ανατολής) πνέει τα λοίσθια και έχει επί της ουσίας κριθεί, β) η πεποίθηση ότι τα πάντα περιστρέφονται, σε τελική ανάλυση, γύρω από την οικονομία και το χρήμα.
Τέλος, αξίζει να γίνει ειδική μνεία στην πανέξυπνη έμπνευση που θέλει τον Τζον ΜακΚλέιν να αναλαμβάνει δράση ξυπόλυτος και φορώντας έναν απλό λερωμένο κασκορσέ (αναρωτιέμαι αν οι νεότεροι της παρέας μας έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ αυτή τη λέξη). Ο κακός χαμός, λοιπόν, ξεσπά ακριβώς τη στιγμή της συμβολικής και αμήχανης μετάβασης σε μια νέα εποχή, που βρίσκει τον ήρωά μας ανεπαρκώς εξοπλισμένο, αλλά πάντα πρόθυμο να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του. Στην πορεία, θα αφήσει μία πρωτόλεια, πρωτόγονη, ακαταλαβίστικη και σχεδόν παγανιστική κραυγή, απότοκο ενός κόσμου που ξεθωριάζει και χάνεται. Yippee Ki Yay motherfuckers και όποιον πάρει ο χάρος.