Σκηνοθεσία: Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
Παίζουν: Μπρους Γουίλις, Σάμιουελ Τζάκσον, Τζέιμς ΜακΑβόι
Διάρκεια: 129′
Λίγο καιρό μετά την απαγωγή των τριών κοριτσιών και την εμφάνιση του Κτήνους, η πολυδαίδαλη προσωπικότητα του Κέβιν Γουέντελ Κραμπ εξακολουθεί να επιδίδεται σε παρεμεφερείς εγκληματικές δραστηριότητες, τιμωρώντας άτομα που δεν έχουν βιώσει τον πόνο στη ζωή τους. Η δράση του όμως υποπίπτει στην αντίληψη του Ντέιβιντ Νταν, του προ εικοσαετίας σχεδόν ανακηρυχθέντα Άφθαρτου, ο οποίος διατηρεί με το γιο του μία δικιά του επιχείρηση security και παράλληλα χρησιμοποιεί τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του για να αντιμετωπίσει το έγκλημα.
Η σύγκρουση των δύο ωστόσο διακόπτεται απρόοπτα, καθώς επεμβαίνει η αστυνομία και τους συλλαμβάνει. Αντί να βρεθούν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, οδηγούνται σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα όπου συναντούν τον παλιό γνώριμο του Νταν, τον Mr. Glass και κατά κόσμον Ελάιτζα Πράις. Οι τρεις τους αποτελούν το αντικείμενο μίας (εξαιρετικά θολής) μελέτης της ψυχιάτρου δρ. Έλι Στέιπλ σχετικά με μία ψυχική διαταραχή που κάνει τους ανθρώπους να θεωρήσουν ότι διαθέτουν υπερηρωικές δυνάμεις. Όπως αναμενόταν, το πείραμα δεν εξελίσσεται ομαλά και αυτή η τριμερής σύμπραξη βγαίνει εκτός ελέγχου.
Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι ένας δημιουργός ο οποίος, με τις ελάχιστες εξαιρέσεις της θρυλικής Έκτης Αίσθησης, αλλά και των δύο πρόσφατων ταινιών του The Visit (που δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα) και Split, δημιουργεί σύγχυση στους απανταχού promoters. Συλλαμβάνει οράματα ευρείας κλίμακας και απήχησης, αλλά σαν auteur τα εκτελεί με τρόπο βαθύτατα προσωπικό, σε σημείο να καθίσταται το θέαμα ιδιοσυγκρασιακό, άρα και εξ ορισμού περιορισμένης τελικά εμβέλειας.
Θιασώτης εν μέρει του Χιτσκοκισμού στο σύγχρονο σινεμά, από τις αρχές της καριέρας του έγινε γνωστός για τις ευρηματικές ανατροπές που ορίζουν τα φινάλε των ταινιών του, ώσπου οι εμπνεύσεις άρχισαν να τυγχάνουν της ολοένα και αυξανόμενης αποδοκιμασίας του κοινού. Στην τρέχουσα δεκαετία, ωστόσο, η καριέρα του γνώρισε μία νέα εμπορική και ποιοτική άνθηση, αρκετή ώστε να περιμένει ο σινεφίλ κόσμος με κάποια αγωνία το νέο του τόλμημα που (έπρεπε να) είναι και το πιο προσωπικό όλων.
Τούτων λεχθέντων, πρέπει να γίνει σαφές εξ αρχής ότι το Glass δεν είναι μία ταινία σούπερ ηρώων στην οποία μπορεί κανείς να ρωτά τον διπλανό του ποιος είναι ο κάθε χαρακτήρας, να λαμβάνει μία απάντηση και να συνεχίζει απρόσκοπτα τη θέασή της. Απευθύνεται, τουλάχιστον εκ του αποτελέσματος κρινόμενη, σε ένα κοινό που είναι εξοικειωμένο με τη χαρακτηρολογία των δύο προηγούμενων μερών της παντελώς ξαφνικής αυτής τριλογίας που άρχισε το 2000 με το αξιέπαινο Unbreakable και συνεχίστηκε το 2016 με το απρόσμενο Split.
Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να θυμάται κανείς κατά γράμμα την πλοκή των δύο ταινιών για να αντιληφθεί τα τεκταινόμενα, αλλά είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό το δραματουργικό περιβάλλον των συγκρούσεων χωρίς τη γνώση των ειδικών χαρακτηριστικών των ηρώων και του περιεχομένου της προσωπικής ιστορίας του καθενός.
Δυστυχώς όμως, σε ένα φιλμ που υπόσχεται την ένωση δύο καθόλα αυτοτελών εγχειρημάτων που θα διαπνέεται από το ενιαίο όραμα του Σιάμαλαν, δεν προστίθεται απολύτως κανένα νέο στοιχείο στους ήδη πλήρεις και ενδιαφέροντες χαρακτήρες που αναπτύχθηκαν επαρκώς στο παρελθόν.
Παράλληλα, η σύσταση του νέου χαρακτήρα της ψυχολόγου αναλώνεται στη χρήση της ως όχημα για ένα παιδαριώδες exposition που αδυνατεί να καλύψει τα κενά της πλοκής. Μπορεί σχεδόν κάθε σενάριο του Σιάμαλαν να είναι διάτρητο και να μην αντέχει σε ενδελεχή ανάγνωση δίχως να παρουσιάσει προβλήματα, αλλά όταν τα υπόλοιπα στοιχεία λειτουργούν ο καλοπροαίρετος θεατής προτίθεται να μη σταθεί σε αυτό.
Εν προκειμένω, οι τροπές του φινάλε υφίστανται μία άγρια κατάχρηση σε σημείο να οδηγούν στην πλήρη αποσύνδεση του θεατή με το έργο, οι σκηνές δράσης διαθέτουν ελάχιστη ένταση και οι μεγαλεπήβολες διαθέσεις αυτής της δημιουργίας γκρεμίζονται λόγω της εκκωφαντικής έλλειψης συνεκτικού δεσμού των ετερόκλητων στοιχείων της. Την εντυπωσιακή εσωτερική ατμόσφαιρα και την περίτεχνη αμηχανία του Άφθαρτου διαδέχεται εδώ μία άνευ δραματικού βάρους εξέλιξη του Ντέιβιντ Νταν.
Ομοίως, το ψυχολογικό φορτίο του Διχασμένου, την ευφάνταστη ανάγνωση ενός τσακισμένου ψυχισμού που οδηγείται σε πολλαπλό διχασμό για αντιπαρέλθει τα τραύματά του, ακολουθεί μία επίπεδη εξιστόρηση αναμασημένης τροφής που ξοδεύει και το εντυπωσιακό ερμηνευτικό βάθος του βιρτουόζου Τζέιμς ΜακΑβόι.
Το Glass ουσιαστικά αποτελεί διπλό σίκουελ των προηγούμενων ταινιών παρά κλείσιμο μίας τριλογίας. Ο δεσμός μεταξύ των αυτοτελώς εύστοχος Unbreakable και Split, ούτως ή άλλως ασθενής, αποδεικνύεται ανεπαρκής βάση για ένα ενιαίο κινηματογραφικό οικοδόμημα. Το τελικό αποτέλεσμα δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια το προγενέστερο δραματικό βάθος, ενώ και υφολογικά μοιάζει με άνευρο μείγμα δύο πολύ διαφορετικών κινηματογραφικών προσεγγίσεων.
Το μόνο που απομένει από την ανισορροπία και τη μεγάλης κλίμακας αστοχία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι κάποιες αξιόλογες προσεγγίσεις σχετικά με την κουλτούρα των υπερηρώων, απηχούσες την περιπαικτική διάθεση του δημιουργού προς τη φρενίτιδα της σημερινής (κινηματογραφικής) εποχής του μαρβελικού σύμπαντος, και την (μη) έκθεση των ψυχικών τραυμάτων εντός μίας κουλτούρας που η πληροφορία μεταδίδεται άμεσα και σε τεράστιο όγκο. Τις ιδέες αυτές, όμως, ο ίδιος δημιουργός τις έχει εκμεταλλευτεί πολύ πιο εύστοχα στο παρελθόν.