What's On A Quiet Place Part II

12 Ιουνίου 2021 |

0

A Quiet Place Part II

Σκηνοθεσία: Τζον Κραζίνσκι

Παίζουν: Έμιλι Μπλαντ, Μίλισεντ Σίμοντς, Κίλιαν Μέρφι, Νόα Τζουπ

Διάρκεια: 97’

Ελληνικός Τίτλος: «Ένα Ήσυχο Μέρος 2»

Συνεχίζοντας τις περιπέτειές της ακριβώς από εκεί που τελείωσε το πρώτο μέρος, η αποδεκατισμένη οικογένεια Άμποτ αποφασίζει να εγκαταλείψει το κρησφύγετό της προκειμένου να συναντήσει τυχόν άλλους επιζήσαντες. Με τα εξωγήινα τέρατα να καραδοκούν και κάθε ήχο να σημαίνει θανάσιμο κίνδυνο, οι Άμποτ διασχίζουν το δάσος και καταφθάνουν στο καταφύγιο του σκληροτράχηλου ερημίτη Έμετ, πάλαι ποτέ οικογενειακού φίλου ο οποίος έχασε τους οικείους του κατά την επέλαση των τεράτων. Εκεί θα έρθουν αντιμέτωποι με μία ακόμα σκληρότερη όψη του αγώνα για επιβίωση, αναζητώντας παράλληλα μία οριστικότερη διέξοδο από την τυραννία του άηχου τρόμου.

Η ταινία εκκινεί με ένα καθηλωτικό πρελούδιο που ανατρέχει στην πρώτη ημέρα της έλευσης της θανατηφόρου απειλής, μία σπουδαία σεκάνς α λα Στίβεν Σπίλμπεργκ την οποία ο Κραζίνσκι δομεί με μαεστρία. Χρησιμοποιεί κατά βάση μονοπλάνα τα οποία του επιτρέπουν να κάνει αυτή την αναδρομική αφήγηση της κοινωνικής ομαλότητας να ρέει με φυσικότητα, ενώ οι στιγμές που έπονται της εξωγήινης επίθεσης παρατίθενται με κατακλυσμιαία ένταση. Είναι μία σεκάνς ανθολογίας που κομίζει πολλαπλά οφέλη στο φιλμ: προσφέρει μία όμορφη προοικονομία και εμπλουτίζει τη συναισθηματική σύνδεση του κοινού με την οικογένεια, ενώ παράλληλα κατορθώνει να μαγνητίσει το βλέμμα του πριν ακόμα τους τίτλους αρχής. Είναι η αξιοποίηση της σπουδαιότερης αρετής που ανέδειξε το πρώτο μέρος σε απρόσμενα μεγάλη επιτυχία: η ευφυής κατασκευή των σεκάνς που βασίζονται στο πολυπόθητο αγνό σασπένς, το οποίο συνιστά τον πρωταρχικό σκοπό του genre.

Ως προς το κινηματογραφικό είδος και το ύφος πάντως, ενώ στο πρώτο μέρος κυριαρχούσε η αίσθηση της κλειστοφοβίας εντός του οίκου, με τα τέρατα να αποτελούν περισσότερο έναν ελλοχεύοντος  κινδύνου και όχι άμεσης απειλής, εδώ ο Κραζίνσκι εμπιστεύεται έναν πιο καθαρό post-apocalyptic δρόμο. Τα όντα με την οξυμένη ακοή είναι κυριαρχικά και πανταχού παρόντα, οι εξωτερικές σκηνές ουσιωδέστερες και η μετατόπιση προς το horror σημαντική. Ο Αμερικανός δημιουργός χρησιμοποιεί περισσότερο τα jump scares, αν και πάλι το κάνει με σύνεση, ενώ βιάζεται αισθητά να ακολουθήσει και τη συνηθέστερη σύμβαση της μεταποκαλυπτικής κινηματογραφικής θεματολογίας, αποτυπώνοντας έναν αποσαθρωμένο κοινωνικό ιστό μεταξύ των όσων ακόμα επιβιώνουν (πλην των Άμποτ και του Έμετ), παρουσιάζοντάς τους σε αγελαία σύνθεση και έτοιμους να επιτεθούν αναίτια.

Το δεύτερο μέρος του «A Quiet Place» είναι συναρπαστικότερο από το πρώτο, επειδή ακριβώς είναι απαλλαγμένο από τα άχαρα καθήκοντα μίας ταινίας που υποχρεούται να στήσει ένα δικό της σύμπαν. Διαθέτει ένα συμπαγέστερο σενάριο χάρη στο οποίο αποφεύγει τις όποιες κακοτοπιές σημειώθηκαν στο προηγούμενο, όπως τις βολικές επιλογές που υπηρετούν το στήσιμο της πλοκής ή τις ασυνέπειες ως προς το απειλητικό πλαίσιο στο οποίο διαβιεί η οικογένεια. Στην τρίτη πράξη, ο Κραζίνσκι (που υπογράφει εδώ μόνος του το σενάριο) επιλέγει να «σπάσει» την πλοκή σε τρία επίπεδα, χρησιμοποιώντας θαρρετά το σπουδαίο παράλληλο μοντάζ του Μάικλ Σόβερ. Παρότι εκεί εντοπίζεται το μόνο σημαντικό σεναριακό ατόπημα του φιλμ, με έναν χαρακτήρα να προβαίνει στη μία λανθασμένη επιλογή μετά την άλλη προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο κίνδυνος, η αφήγηση παραμένει ευρηματική και ο ρυθμός αψεγάδιαστος.

Εάν η πρώτη ταινία ψηλαφούσε τον τρόμο της γονικής ιδιότητας για ένα ζευγάρι («ποιοι είμαστε αν δε μπορούμε να τα προστατέψουμε» όπως σημειώνει η μητέρα), στη δεύτερη το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στα τέκνα που διανύουν την εφηβεία τους. Η μητέρα Έβελιν παραδίδει τα σκήπτρα της στη Ρέγκαν, την κωφή κόρη της οικογένειας, η οποία προσφέρει το μεγαλύτερο συναισθηματικό βάθος στο φιλμ. Από την αγωνία δύο ανθρώπων που ορίζονται μέσα από την επιβίωση των τέκνων τους, η εστίαση περνάει στην ανάγκη για διαρκή εξερεύνηση, στην ανυπότακτη ορμή της εφηβικής καρδιάς που αναζητά τον τρόπο να υπερβεί το κακό που διαφεντεύει την τύχη του. Στο προηγούμενο μέρος, κινητήριος μοχλός της πλοκής ήταν η ανάγκη των γονέων να προφυλάξουν τα παιδιά τους από τη βάναυση απειλή, ενώ σε αυτό βασικός άξονας είναι η γενναιότητα και η δημιουργική ευστροφία της Ρέγκαν που αποσκοπεί σε μία μόνιμη απαλλαγή από τον καθηλωτικό τρόμο των εξωγήινων πλασμάτων. Σε αυτή του τη θεώρηση, το A Quiet Place part II” συνιστά μία ασυνήθιστη ταινία ενηλικίωσης, αφού αιχμαλωτίζει εκείνη τη στιγμή που η ανάγκη ενός ανθρώπου να διαφεντεύει την τύχη του τον μετατρέπει από ανήλικο σε «ενήλικο», ακόμα και αν το αριθμητικό δεδομένο της ηλικίας του δε συνηγορεί σε αυτό.

Άντιστοιχα, η Έμιλι Μπλαντ παράγει για ακόμα μία φορά πολύτιμη κινηματογραφική υπεραξία, διαθέτοντας τουλάχιστον δύο καίριες και απαιτητικές σκηνές τις οποίες φέρνει εις πέρας με απαράμιλλη ένταση, ωστόσο είναι η ανερχόμενη Μίλισεντ Σίμοντς που λάμπει στην ταινία. Η νεαρή ηθοποιός, στην τρίτη εμφάνισή της, αποδεικνύεται μία σπουδαία ερμηνεύτρια, εκμεταλλεύεται όλο τον χώρο που της αφήνει ο Κραζίνσκι και με άξιο αρωγό τον καλοδεχούμενο και συγκινητικό Κίλιαν Μέρφι, δικαιώνει τον δημιουργό που επέλεξε να μεταφέρει το κέντρο βάρους στον χαρακτήρα της.

Συνολικά, το «Ένα Ήσυχο Μέρος 2» είναι έργο ενός ανθρώπου που έχει εμπιστοσύνη στο σκηνοθετικό του όραμα και καταφέρνει να το διατηρήσει ελεύθερο από περιττές αναδιπλώσεις της πλοκής. Φαντάζει εύκολο, ωστόσο με δεδομένο ότι δεν επρόκειτο για κάποιο franchise που δημιουργήθηκε με την ιδέα να αποκτήσει πολλαπλά κεφάλαια, δεν είναι διόλου αυτονόητο. Ο Τζον Κραζίνσκι αποτυπώνει κάθε περίτεχνη σκέψη του σε σκηνοθετική καινοτομία την οποία εντάσσει σε ένα ήδη δημιουργημένο αφηγηματικό πλαίσιο τρόμου, διατηρώντας παράλληλα απλή την ιστορία. Με λίγα λόγια διασχίζει εύστροφα το ναρκοθετημένο πεδίο του σίκουελ στον κινηματογράφο του τρόμου και εμφανίζεται όχι απλώς «αρτιμελής», αλλά μάλλον ισχυρότερος ως σκηνοθέτης.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑