What's On A Quiet Place

6 Απριλίου 2018 |

0

A Quiet Place

Σκηνοθεσία: Τζον Κραζίνσκι

Παίζουν: Έμιλι Μπλαντ, Τζον Κραζίνσκι, Νόα Τζουπ, Μίλισεντ Σίμοντς, Κέιντ Γούντγουορντ

Διάρκεια: 90′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Ένα Ήσυχο Μέρος”

Το μεγάλο πλεονέκτημα του κινηματογράφου του Φανταστικού (αλλά και του Φανταστικού στην τέχνη εν γένει) είναι η, σχεδόν υποχρεωτική, συνάφειά του με την αλληγορία και τον συμβολισμό. Ένα κοινωνικό δράμα λέει αυτό που λέει και είναι όλα όσα έχει να πει. Ο ρεαλισμός είναι ένας ταλαίπωρος δούλος στην υπηρεσία της πιο σκληρής και άσχημης αφέντρας: της πραγματικότητας. Αντίθετα, μια ταινία τρόμου (ακριβέστερα, μια καλή ταινία τρόμου -αυτό το σπάνιο πια είδος), έχοντας το δικαίωμα να μη δεσμεύεται από τις απαιτήσεις του ρεαλισμού,είναι εκείνα που δεν λέει, είναι όσα υπονοεί, υποβάλλει και μεταμφιέζει σε παραδοξότητες και λογικές ανωμαλίες. Εξ αυτού, το φιλμ που παρακολουθείς -και στην περίπτωση του “A Quiet Place”, απολαμβάνεις- επί της οθόνης, μόλις τελειώσει χρειάζεται κάτι σαν ανατομία. Πρέπει να το “ανοίξεις” για να δεις τι υπάρχει εκεί μέσα και το κάνει να λειτουργεί σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο.

Το “A Quiet Place”, έχει την -εξαιρετική- σεναριακή ιδέα (σ’ ένα κοντινό μέλλον, η εισβολή τερατόμορφων πλασμάτων που εντοπίζουν τα θύματά τους απ’ τους ήχους που βγάζουν, έχει αποδεκατίσει τον ανθρώπινο πληθυσμό: μια οικογένεια επιζώντων προσπαθεί να προσαρμοστεί στην κατάσταση και να συνεχίσει να ζει όσο το δυνατόν πιο κανονικά), τους καταπληκτικούς ηθοποιούς (ιδιαίτερα μια υπέροχη Έμιλι Μπλαντ που στο πρόσωπό της διαβάζουμε την τρυφερότητα, τη δύναμη, τον φόβο, την ευγνωμοσύνη και την αγάπη στον άνδρα-προστάτη της, την εγκαρτέρηση, όλο το πολύπλοκο συναισθηματικό φάσμα μιας γυναίκας που καλείται να ανταπεξέλθει στον ρόλο της μητέρας σε μια τέτοια συνθήκη• δεν είναι απλώς μια γυναίκα, είναι Η Γυναίκα, στην αρχετυπική ουσία της, αυτή που δίνει ζωή στον κόσμο και του προσδίδει νόημα μόνο με την παρουσία της), την εικαστική κομψότητα, το σασπένς χιτσκοκικό και υπερχειλίζον, τη σκηνοθετική προσέγγιση μετρημένη και θαυμάσια υποβλητική, τα έχει όλα αυτά μ’ ένα τέτοιο momentum και μια τόσο άψογη αίσθηση της αφηγηματικής οικονομίας, που κατευθείαν σε κερδίζει. Στο δεκάλεπτο επάνω, του έχεις παραδοθεί, λες “εδώ είμαστε” και απολαμβάνεις σινεμά. Αφού το έχεις παρακολουθήσει με κομμένη την ανάσα μέχρι το τελευταίο πλάνο, συνειδητοποιείς ότι η “άλλη” ταινία, στο εσωτερικό αυτής που είδες, έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Ο σκηνοθέτης, Τζον Κραζίνσκι (μια συμπαθητική φατσούλα που κάτι σου θυμίζει, και μάλλον την έχει πάρει το μάτι σου σε αστείες ρομαντικές κομεντί της χολιγουντιανής φόρμουλας), αποδεικνύεται μεγάλο ταλέντο στη δημιουργική επεξεργασία του διφορούμενου και τη σημειολογική του αξιοποίηση. Πέρα απ’ το γεγονός ότι χτίζει με σιγουριά φτασμένου μαέστρου ένα αρραγές σύμπαν λεπτομερειών και ιδιαίτερων στοιχείων που προσδίδουν απ’ την αρχή αληθοφάνεια, ξεχωριστή ταυτότητα και πυκνότητα ατμόσφαιρας στην ταινία του (αυτό σ’ ένα φιλμ του Φανταστικού είναι θεμελιώδες -τι νομίζετε ότι έκανε τόσο σπουδαίο τον Κάρπεντερ ή τον Κάμερον στο ξεκίνημά του; ), ο άνθρωπος έχει αυτί και μάτι για τις μπόλικες κοινωνικοπολιτικές αλλά και υπαρξιακές συνδηλώσεις του σεναρίου (το οποίο συνυπογράφει με τους Μπράιαν Γουντς και Σκοτ Μπεκ), πράγμα επίσης σημαντικότατο.

Το concept του “έβγαλες κιχ και πέθανες” δεν μπορεί παρά να μιλά μεταφορικά για έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι τρέμουν στον ήχο της δικής τους φωνής. Όπου οι οικογένειες μεγαλώνουν τα παιδιά τους διδάσκοντάς τα να μένουν σιωπηλά και ήσυχα, σε κάθε περίπτωση, αν θέλουν να επιβιώσουν. Όπου οφείλεις, επί ποινή θανάτου, να αποφύγεις να κάνεις τον οποιοδήποτε “θόρυβο” θα μπορούσε να προδώσει ότι είσαι ζωντανός, ότι υπάρχεις. Όπου καλείσαι να φτιάξεις μια άλαλη ζωή και να μάθεις και τα παιδιά σου να είναι έτσι, άλαλα, για να τα προστατέψεις από τα σαρκοβόρα “τέρατα” που είναι τυφλά (προσέξτε ιδιαίτερα αυτόν τον μοναδικό συμβολισμό) αλλά αντιδρούν σε κάθε ήχο, κατασπαράζουν οτιδήποτε ζωντανό παράγει δυνατό ήχο, δηλαδή δηλώνει την παρουσία του.

Το “A Quiet Place” είναι μια πικρή δυστοπία για τους θορυβώδεις, σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο αλλά απογοητευτικά σιωπηλούς στο επίπεδο της ατομικής ύπαρξης, καιρούς μας, και τους χειρότερους καιρούς που έρχονται. Παρά το μελαγχολικό της κέλυφος, όμως, ο νοηματικός πυρήνας της ταινίας είναι αισιόδοξος. (Spoiler alert: ακολουθούν αποκαλύψεις σε σχέση με την πλοκή του φιλμ) Η Μητέρα-Μπλαντ, θα γεννήσει μόνη της, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από τον σύζυγό της, ένα μωρό, αψηφώντας τον κίνδυνο που σηματοδοτεί ο ερχομός του στον κόσμο (τα μωρά κλαίνε κι οι μητέρες φωνάζουν από τους πόνους -η δημιουργία ζωής δεν μπορεί να είναι μια “ήσυχη” διαδικασία), και λίγο αργότερα, .θα υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα παιδιά της, πατώντας τη σκανδάλη, πυροβολώντας, κι ας τραβάει ο κρότος τα τέρατα να επιτεθούν ομαδικά. Είναι μια δήλωση γενναιότητας κι ελευθερίας αυτή, ανάλογης σημασίας με εκείνη την τελευταία κραυγή του πατέρα, την κραυγή της αυτοθυσίας που σώζει τα παιδιά αλλά και την κραυγή που διατρανώνει μια απόφαση να βγεις από το καθεστώς της σιωπής με κάθε κόστος, να φωνάξεις ότι είσαι ζωντανός ακόμα κι αν αυτό σημαίνει θάνατο.

Η μητέρα γεννάει (και φωνάζει), ο πατέρας πεθαίνει (και φωνάζει), η μητέρα πυροβολεί• τρεις στιγμές μιας ιδιότυπης επανάστασης, μιας περήφανης αντίστασης κι αντίθεσης στη σιωπή, στην αφωνία, στην υποδούλωση στον εν ζωή θάνατο ενός “ήσυχου μέρους”. Προσέξτε το αποφασισμένο βλέμμα της Μπλαντ στο φινάλε: είναι το βλέμμα μιας άλλης πλέον γυναίκας. Μιας γυναίκας που αποφάσισε να αγωνιστεί, να πολεμήσει το Κακό αντί να ψάχνει τρόπους να συμβιώνει μ’ αυτό ήρεμα, πασχίζοντας να μην τραβήξει την προσοχή του. Είναι κάτι που, ενδεχομένως, μας ενοχλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, μας προβλημάτιζε χωρίς να μπορούμε επακριβώς να το προσδιορίσουμε: γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν πολεμάνε; Γιατί δεν προσπαθούν να σκοτώσουν τα τέρατα αντί να εμμένουν στη διατήρηση μιας “κανονικής ζωής”, περικυκλωμένης και διαρκώς επαπειλούμενης από αυτά;

Όταν ο πατέρας -που οργάνωνε στις λεπτομέρειές της αυτή την οικογενειακή επιβίωση στο χείλος της καταστροφής- πεθαίνει, η μάνα γίνεται, θέλοντας και μη, το ύστατο ανάχωμα. Αυτός ο φοβικός και φοβισμένος πολιτισμός που φλερτάρει εδώ και καιρό με το τέλος του, θα σωθεί μόνο όταν η πηγή της ζωής, η Γυναίκα, αποφασίσει να τον υπερασπιστεί γενναία. Θέλουν να μας πουν ότι η πατριαρχία πνέει τα λοίσθια; Μπορεί. Φεμινιστικό ή μετα-φεμινιστικό (γιατί βλέπουμε και την κόρη να είναι πολύ πιο ατρόμητη και μαχητική απ’ τον γιο του ζευγαριού), το φιλμ δηλώνει πίστη στον άνθρωπο. Κι αυτός δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο πιο βασικός λόγος που το “A Quiet Place” είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑