What's On Nosferatu (2024)

13 Ιανουαρίου 2025 |

Nosferatu (2024)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Έγκερς

Παίζουν: Λίλι-Ρόουζ Ντεπ, Mπιλ Σκάρσγκαρντ, Νίκολας Χουλτ, Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον, Έμα Κόριν, Γουίλεμ Νταφό

Διάρκεια: 132′

Come to me. Come to me.
A guardian angel.  A spirit of comfort.
Spirit
of any celestial sphere.
Anything.
Hear my call.

Στην εισαγωγική σεκάνς του Νοσφεράτου, η Έλεν, βασανισμένη από την πνευματική αναταραχή, απευθύνει ένα υπερφυσικό κάλεσμα προς μια οντότητα που κείται πέραν του απτού κόσμου. Εγκαινιάζει έτσι τον δεσμό της με τον απέθαντο κόμη Ορλόκ, ο οποίος θα τη συνοδεύει σε όλη της τη ζωή. Κάποια χρόνια αργότερα, η Έλεν είναι πλέον παντρεμένη με τον Τόμας και ενώ η ροπή της προς το έρεβος του Ορλόκ τελεί σε ύφεση, ο σύζυγός της τής ανακοινώνει ότι θα χρειαστεί να μεταβεί στα βάθη των Καρπαθίων, έναντι εντυπωσιακής αμοιβής, προκειμένου να επισφραγίσει μια συναλλαγή με έναν μυστηριώδη ευγενή της ανατολικής Ευρώπης. Το σκοτεινό σκίρτημα στον νου της Έλεν φουντώνει εκ νέου, αλλά παρά τις επίμονες παρακλήσεις της, ο Τόμας κινεί για το μακρινό ταξίδι και ο κόμης αναμένει την ευκαιρία του να σπείρει τον πανικό στη μικρή γερμανική πόλη και να συναντήσει από κοντά τη γυναίκα την οποία στοιχειώνει εδώ και χρόνια.

Ήδη από την πρώτη επαφή με το κείμενο της ταινίας, είναι εμφανές ότι ο Έγκερς αναβαθμίζει τον ρόλο της γυναικείας παρουσίας στον μύθο του Νοσφεράτου/Δράκουλα σε πρωταρχικής σημασίας ενεργητικό παράγοντα της δράσης και, αντίστοιχα, το θέμα της γυναικείας σεξουαλικής επιθυμίας σε καίριο ζήτημα του έργου. Κινούμενος ανάμεσα στον εμφατικό τρόμο του Φ.Β. Μούρναου, όπως ενδυναμώθηκε από την πεσιμιστική ανάγνωση του Χέρτζογκ, και τον γοτθικό ρομαντισμό του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Έγκερς συνθέτει μια αφήγηση που αντλεί στοιχεία από τις προηγούμενες επιφανείς διασκευές, επιχειρώντας παράλληλα να χαράξει μια δική του παράκαμψη στο πολυσύχναστο κινηματογραφικό μονοπάτι του Δράκουλα.

Στη δική του προσέγγιση, ο τρωκτικόμορφος Ορλόκ είναι μια αφαιρετική εικόνα του αιώνιου θανάτου που παραμονεύει και περιμένει να ξεχυθεί στους δρόμους αθροίζοντας θύματα, συνδεδεμένος και πάλι με την επιδημία της πανούκλας. Δεν είναι, όμως, μια ρωμαλέα φιγούρα που σπέρνει τον πανικό με τη θανατερή δράση του. Η φωνή του είναι σπηλαιώδης και εύθραυστη ταυτόχρονα, η όψη του αποκρουστική μα και αδύναμη, απεικόνιση της μεταιχμιακής συνθήκης μεταξύ ζωής και θανάτου στην οποία παραμένει εγκλωβισμένος. Ως φορέας ενός αρχέγονου κακού, κινείται στην επικράτεια του εφιάλτη, δεν καλείται να επιβάλλει την θέλησή του κατανικώντας τις αντιστάσεις των ζώντων, η παρουσία του και μόνο σχεδόν παραλύει την ανθρώπινη συνείδηση. Είναι η μοιραία σκιά του θανάτου που θα απλωθεί πάνω από τον καθένα, εξ ορισμού ανίκητη και αναπόφευκτη. Αντίστοιχα, η θέση του στην αφήγηση δε χρωματίζεται με ρομαντικές αποχρώσεις (όπως αυτές που φέρει ο Δράκουλας του Κόπολα) και η έλξη του προς την Έλεν δε συνοδεύεται από τις νότες της πλήρωσης ενός ειδυλλίου που υπερβαίνει τον χωροχρόνο. Ακόμα και το δάγκωμά του έχει αποκοπεί από την εγγενή ερωτική του ενέργεια, δεν παραπέμπει σε κάποιο ηδονικό «φιλί του θανάτου».

Ως αντικείμενο, λοιπόν, των φαντασιώσεων της νεαρής γυναίκας, ο Νοσφεράτου δε διαθέτει τίποτα το σαγηνευτικό, ενώ η θηρευτική στάση του απέναντί της ουδέποτε κάμπτεται ή παραγνωρίζεται. Σε αυτή τη συνθήκη εδράζεται η αυτοτελής θέση της ταινίας του Ρόμπερτ Έγκερς στην κινηματογραφική καταγραφή του Δράκουλα/Νοσφεράτου. Η Έλεν υφίσταται την καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας σε όλη της τη ζωή, αντιμέτωπη διαρκώς με κορσέδες, δεσμά και γιατροσόφια, με την ταμπέλα της «υστερικής», εξορισμένη από τη σφαίρα της σεξουαλικότητάς της σε βαθμό που δαιμονοποιεί την ίδια της την επιθυμία. Η γυναικεία σεξουαλικότητα, άλλωστε, αποτέλεσε διαχρονικά φορέα στίγματος, με το βάρος της ντροπής να συνθλίβει τις ποικίλες διαβαθμίσεις της, ένα πεδίο διαρκών απαγορεύσεων και επιταγών που εξοστρακίζουν την έκφραση του πάθους.

Ο φροϋδικός υπερβατικός δεσμός της Έλεν με τον Ορλόκ διαμορφώνεται στο πολλαπλά ανεξερεύνητο τοπίο της γυναικείας επιθυμίας, περιβεβλημένος με τη γοητεία του απαγορευμένου καρπού. Ο τρόμος της γυναίκας απέναντι σε όσα εκπορεύονται από το σώμα και το πνεύμα της, ο οποίος καθρεφτίζεται στον φόβο του θανάτου που συνοδεύει τον Νοσφεράτου, της προσδίδει την αύρα της τραγικής ηρωίδας. Είναι εκείνη που δύναται να υπερνικήσει το δαιμονικό κακό, με τίμημα μία αδικαίωτη αυτοθυσία που θα δώσει τέλος στην κυριαρχία του θανάτου. Παρά την αναμφίβολη επίρρωση της γυναικείας θέσης στην αφήγηση του Έγκερς, η διαιώνιση του μοτίβου της γυναίκας που καλείται να θυσιαστεί και άρα να παραμείνει αποκλεισμένη από τις γήινες ηδονές και τις απολαύσεις εγείρει ορισμένες ενστάσεις ως προς τον παρωχημένο χαρακτήρα του. Ωστόσο, ιδωμένο ως μια στιγμιαία πλήρωση της έμφυτης ανάγκης του ανθρώπινου ψυχισμού για ελευθερία, σαν μια συνειδητή επιλογή με βαρύ τίμημα, δεν διαταράσσει τον συμπαγή φιλοσοφικό χαρακτήρα της ταινίας.

Ο Ρόμπερτ Έγκερς είναι μια περίπτωση δημιουργού που αναζητά με σπάνια επιμέλεια τον κατάλληλο κινηματογραφικό τόνο. Στο Nosferatu, αντικρίζουμε μερικά από τα ωραιότερα κάδρα του, στα οποία η φρίκη και η ομορφιά συνυπάρχουν την ίδια ακριβώς στιγμή. Αυτή η συνθήκη αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου, η απόκοσμη όψη του στην οποία το κάλλος έχει απειλητικές διαστάσεις και τα χρώματα μοιάζουν να έχουν μαραθεί από την πνοή του Θανάτου, χάρη στη σπουδαία δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκι. Η αρτιότητα των κάδρων βρίσκει ανταπόκριση στο θεσπέσιο μοντάζ της Λουίζ Φορντ, που εντάσσει τα ως επί το πλείστον αχρείαστα jump scares στη ροή με ομαλότητα, καθότι δεν στήνονται ολόκληρες σκηνές πάνω τους, αλλά αυτά παρεισφρέουν σαν μικρές εκρήξεις τρόμου. Γενικώς, πάντως, είναι σαφές ότι ο Έγκερς έχει μεγάλο βαθμό σύνδεσης με το μυθικό υλικό του αλλά και σκηνοθετικά κέφια που έλειψαν, κατά τη γνώμη του γράφοντος, από το ακριβώς προηγούμενο πόνημά του, το Northman (2022). Φτάνει να παρατηρήσει κανείς ορισμένες από τις εναλλαγές των καταληκτικών και των εναρκτήριων πλάνων μεταξύ των σκηνών ή κάποιες σεκάνς ανθολογίας όπως εκείνη στην οποία συστήνεται ο κόμης Ορλόκ.

Βέβαια, η παγιωμένη εμμονή του σε χαρακτηριστικά κοστούμια και λεπτομερή σκηνικά δεν είναι λειτουργική στον απόλυτο βαθμό, καθώς υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες η ταινία αποπνέει την αίσθηση ενός costume drama/folk horror υβριδίου που πλατειάζει. Αναλόγως, η επιμονή του σε παραθέσεις δοξασιών, δεισιδαιμονιών και λοιπών φολκλορικών στοιχείων ως πιθανών τρόπων αντιμετώπισης του Κακού δεν εντάσσεται αρμονικά στην αφήγηση, όσο κεφάτος και αν είναι για μια ακόμα φορά ο Γουίλεμ Νταφό ως άτυπος Βαν Χέλσινγκ. Μεγάλο κερδισμένο στοίχημα της ταινίας, πάντως, είναι η ψυχωμένη παρουσία της Λίλι – Ρόουζ Ντεπ, η οποία παραδίδει μια ερμηνεία ικανή να δημιουργήσει μια κινηματογραφική σταρ στο πρόσωπό της, όπως έχει άλλωστε ξανασυμβεί σε ταινία του Έγκερς με την Άνια – Τέιλορ  Τζόι στο The VVitch.

Συνολικά, το Nosferatu του Ρόμπερτ Έγκερς διεκδικεί με αξιώσεις τη θέση του τόσο στην πλούσια κινηματογραφική μυθολογία του Κόμη Δράκουλα/Νοσφεράτου όσο και εντός της εκλεκτής φιλμογραφίας του δημιουργού. Ο Έγκερς κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη βαριά σκιά των προπατόρων και τη δική του γλωσσική και εικονοπλαστική ιδιορρυθμία χωρίς να καινοτομεί ιδιαίτερα, παραθέτοντας την ψύχραιμη -σε βαθμό συστολής- προσωπική του οπτική. O, τι υπολείπεται σε αφηγηματική οικονομία, άλλωστε, το κερδίζει σε ατμοσφαιρικότητα και καλλιέπεια.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑