28 Years Later (2025)

Σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ

Παίζουν: Άλφι Γουίλιαμς, Τζόντι Κόμερ, Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον, Ρέιφ Φάινς

Διάρκεια: 115′

Ελληνικός τίτλος: “28 Χρόνια Μετά”

Είκοσι τρία (και όχι είκοσι οκτώ) χρόνια μας χωρίζουν από τη στιγμή που πρωτοαντικρίσαμε την εικόνα του Σίλιαν Μέρφι να περπατά στο ερημωμένο Λονδίνο, περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα τοπόσημα της αγγλικής πρωτεύουσας, λίγες στιγμές προτού αντιληφθεί ότι βρίσκεται υπό την παντοκυριαρχία της λύσσας. Έκτοτε, φυσικά, πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι για το σινεμά του τρόμου, ωστόσο δε θα ήταν υπερβολικό να σημειωθεί ότι κάθε επαφή με το δημιούργημα του Ντάνι Μπόιλ και του σεναριογράφου Άλεξ Γκάρλαντ αφήνει ακόμα αυτό το τραχύ αποτύπωμα που το έκανε να φαντάζει σχεδόν κοσμογονικό στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η επάνοδος των δύο δημιουργών στο σύμπαν όπου οι μολυσμένοι από τη λύσσα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και καραδοκούν σε κάθε γωνιά να επιτεθούν σε ό, τι κινείται εξαρχής λαμβάνει χώρα σε ένα διαφορετικό τερέν. Δεν είναι μόνο η σχεδόν φυσιοδιφική προσήλωση με την οποία προσεγγίζουν το απόκοσμο σκωτσέζικο σκηνικό, μακριά από εμφανή σημάδια προηγμένου αστικού πολιτισμού σε παρακμή και σήψη. Είναι η αγωνία που εκφράζουν για τη μοίρα της Μεγάλης Βρετανίας στον post-Brexit κόσμο, η άρνηση τους να αποδεχθούν τον απομονωτισμό ως μόνη εναλλακτική, η προσήλωσή τους στην αναζήτηση μίας μοίρας που κείται μακριά από τα περιχαρακωμένα όρια μιας κλειστής κοινότητας. Τα σύμβολα της ηττημένης «βρετανικότητας» είναι πανταχού παρόντα προς υπενθύμιση όλων αυτών.

Ο Ντάνι Μπόιλ αφήνει παράμερα τη DV και πιάνει τις εξελιγμένες κάμερες των τελευταίων iPhone προκειμένου να εξυπηρετήσει το δημιουργικό όραμά του, το οποίο απαιτεί ως συνήθως απροσδόκητες γωνίες λήψης, κρίσιμα freeze frame και την κινηματογράφηση σε απόσταση αναπνοής από τη δράση και τους ήρωες. Επικουρούμενη από το έξαλλο μοντάζ, η ιδιόμορφη αντίληψη του Μπόιλ για το κινηματογραφικό κάδρο προκύπτει φορτική πλην αποτελεσματική, αν και αποτελεί σύμβαση στην οποία κανείς είτε προσχωρεί είτε την απορρίπτει συλλήβδην υποφέροντας από πονοκέφαλο. Επιδεινώνει βέβαια την αίσθηση της τονικής ανισορροπίας που αποπνέει το φιλμ, αλλά η αιτία εδώ μάλλον βρίσκεται στις ατυχείς σεναριακές συλλήψεις γύρω από τις οποίες συντίθενται τα χαρακτηριστικά διαλείμματα λυρισμού μέσα στον ζόφο. Αυτά, δηλαδή, που στην αρχική ταινία λειτουργούσαν απρόσκοπτα˙ αλησμόνητη, λόγου χάρη, είναι η σκηνή με τα άλογα που διασχίζουν ελεύθερα και αγέρωχα την πεδιάδα, σαν μια μικρή νίκη απέναντι στον θάνατο, υπό το τρυφερό βλέμμα του Μπρένταν Γκλίσον. Εδώ, οι σεκάνς που καλούνται να υπηρετήσουν αντίστοιχη αφηγηματική αποστολή, στην καλύτερη περίπτωση ωχριούν.

Στον πυρήνα του 28 Χρόνια Μετά, κάτω από τις στρώσεις του πυκνού θρησκευτικού συμβολισμού και την επίφαση του τρόμου, βρίσκεται μια συγκινητική ιστορία ενηλικίωσης. Ο δωδεκάχρονος Σπάικ μεγαλώνει με τον πατέρα του και τη νοσούσα από αδιευκρίνιστη ασθένεια μητέρα του σε ένα απόμακρο σκωτσέζικο νησί που ενώνεται με τη στεριά μέσω μίας στενής λωρίδας γης, εμφανούς και προσβάσιμης μόνο όταν η φυρονεριά το επιτρέπει. Σε αυτό το ύστατο ανθρώπινο απομεινάρι, η πρωτόγονη βία είναι η μόνη αποτελεσματική άμυνα, το μόνο μέσο που διαθέτει η κοινότητα για να αντέξει απέναντι στην απειλή της λύσσας που ελλοχεύει και τους μολυσμένους που καιροφυλακτούν διαρκώς στην απέναντι στεριά.

Το τελετουργικό της ενηλικίωσης του Σπάικ, όπως αποτυπώνεται σε μία από τις πιο λειτουργικές σεκάνς της ταινίας, είναι το απόγειο αυτής της αντίληψης. Όταν οι συνθήκες ωριμάζουν, ο νεαρός, συνοδεία του μαχητικού πατέρα του, διαβαίνει το μονοπάτι και περνά κάποιες ώρες εκτός του περίκλειστου χωριού, αντιμέτωπος με κάθε λογής απειλές. Εκεί μαθαίνει να αμύνεται απέναντι στις μανιώδεις επιθέσεις, να εξοντώνει με χτυπήματα χειρουργικής ακρίβειας τους μολυσμένους εχθρούς, να επιβιώνει και να μάχεται μέχρις εσχάτων. Ο Σπάικ δυσφορεί απέναντι στον ρόλο που καλείται να επιτελέσει, αισθάνεται αποσυνδεδεμένος από τα ανδραγαθήματα που προδιαγράφονται στον δρόμο του εντός της κοινότητας. Έτσι, σταδιακά, η απόδρασή του από το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο φαντάζει μονόδρομος και το σπουδαιότερο καύσιμο για αυτή τη δύσκολη απόφαση δεν είναι άλλο από την αγάπη.

Στο πλαίσιο του αχαλίνωτου μιλιταρισμού, της σκληροτράχηλης εκπαίδευσης στον αγώνα της επιβίωσης που καταντάει αυτοσκοπός και ηδονικό καταφύγιο της αρρενωπότητας, η στοργική συμπεριφορά συνιστά επαναστατική στάση. Ο Σπάικ πλημμυρίζεται από αγάπη για τη μητέρα του και αρνείται να την κατατάξει ως «άχρηστο» σώμα, ως ένα από τα μέλη της κοινότητας που δε μπορούν να συνεισφέρουν στον αγώνα. Ουσιαστικά, αυτή ακριβώς η αγάπη γίνεται δύναμη ανατροπής των βασικών αξιών που διέπουν τη διαπαιδαγώγησή του, καθώς τον ωθούν σε μια βασική συνειδητοποίηση: αν δεν υπάρχει χώρος για την αγάπη στην πιο ειλικρινή μορφή της, τότε η όλη φιλοσοφία είναι εκ βάθρων σαθρή.

Έτσι, ο μικρός και η ασθενής μητέρα του κινούν για ένα ταξίδι με προορισμό μια αφηρημένη ελπίδα ίασης, με μόνο εφόδιο την πίστη του Σπάικ. Μέσα από την αντίξοη διαδρομή τους, ο Μπόιλ και ο Γκάρλαντ θα αποπειραθούν να πλέξουν ένα εγκώμιο στην ίδια τη ζωή, ενδίδοντας στους πειρασμούς κραυγαλέων συμβόλων (η σεκάνς της γέννας, για παράδειγμα, είναι ένα μνημείο αστοχίας από πάσα οπτική), αλλά έχοντας κάτι το ευγενές στον νου. Η ζωή συνεχίζεται ακόμα και μέσα στην ηγεμονία του θανάτου, επειδή ακριβώς ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής, αλλά η φυσική της απόληξη.

Ως σίκουελ, το φιλμ (προς τιμήν του) δε στέκει έρμαιο των προγενέστερων επιλογών. Η καταγωγή του μεταδοτικού ιού έχει πλέον χαθεί στα βάθη των δεκαετιών, ελάχιστα μας απασχολεί η αποσάθρωση των κοινωνιών στη Μεγάλη Βρετανία και όσα συνέβησαν στην ενδιάμεση δεύτερη ταινία, ενώ αντιστέκεται και στο fan service. Δε θα βρούμε εδώ κρυμμένες εκπλήξεις για τους πολύ παρατηρητικούς, ή ακόμα και αν υπάρχουν, δε στήθηκε ολόκληρη η ταινία γύρω τους.

Αυτό δε σημαίνει ότι ξεστρατίζει από τον νοηματικό πυρήνα του 28 Μέρες Μετά, η λύσσα εξακολουθεί να είναι πρωτίστως μια τυραννία για τους νοσούντες και ο υπαινιγμός ότι τα «τέρατα» και οι άνθρωποι, όσο αυτοί εγκύπτουν στον μιλιταρισμό, δε διαφέρουν και τόσο πολύ, υφέρπει σταθερά. Παράλληλα, ο Μπόιλ παραθέτει αποσπάσματα από πολεμικά επίκαιρα υπό τον ήχο της απαγγελίας του ποιήματος Boots του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ σφηνωμένα στην αφήγηση, παραλληλίζοντας εύστοχα τη συνθήκη των επιβιωσάντων με αυτή ενός έθνους σε πόλεμο.

Όσο για το αμφιλεγόμενο φινάλε, μοιάζει μάλλον βγαλμένο από το τρέιλερ μιας πιθανής συνέχειας, αλλά μια απολαυστική υφολογική ανακολουθία δεν πληγώνει σημαντικά τη συνολική εικόνα της ταινίας. Αυτοτελώς, λοιπόν, το φιλμ εμφορείται από όμορφες ιδέες που διεκδικούν τον χώρο τους ανάμεσα σε ένα σενάριο που δεν αφιερώνεται ιδιαιτέρως στις λεπτομέρειες και μια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που σφραγίζει την αφήγηση. Σε κάθε περίπτωση, μια καλοδεχούμενη και γοητευτική προσθήκη, με όλες τις έκδηλες ατέλειές της.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑