MIRUSH

Σκηνοθεσία: Μάριους Χολστ

Παίζουν: Ναζίφ Μουαράμι, Ενρίκο Λο Βέρσο, Γκλεν Αντρέ Κάαντα

Διάρκεια: 100′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Δεσμοί Αίματος”

Ο Μιρούς είναι ένα δεκάχρονο αγόρι παμπόνηρο και καπάτσο με μάτι που γυαλίζει. Προσπαθεί να τα φέρει βόλτα κάνοντας καμιά μικροκομπίνα για να δώσει και μερικά λεφτά στη μητέρα του που δουλεύει ολημερίς ως καθαρίστρια. Υπάρχει, όμως, κάτι που δεν ανέφερα ακόμη, ένα στοιχείο καθοριστικό: ο Μιρούς είχε την τύχη/ατυχία να γεννηθεί και να μεγαλώσει στο Κόσοβο, σε μια παραγκούπολη, στην οποία το ντους και η τηλεόραση είναι πολυτέλειες αστών, η ζωή κυλάει στους δρόμους και το όνειρο είναι ένα: η φυγή στο Εξωτερικό. Εξωτερικό με έψιλον κεφαλαίο, διότι για όσους νιώθουν καταδικασμένοι, οποιαδήποτε χώρα εκτός συνόρων είναι εν δυνάμει παράδεισος. Ο πατέρας του Μιρούς, μάλιστα, πριν χρόνια την έκανε για τη Νορβηγία κι εξαφανίστηκε. Ο μικρός, ρίχνοντας την ευθύνη για όλα τα κακά της μοίρας του στην ταλαίπωρη μάνα του, βρίσκει τον τρόπο και λαθραία φτάνει στη μέση του πουθενά (Νορβηγία) έχοντας ως εφόδιο τρεις λέξεις στα νορβηγικά και πέντε στα αγγλικά. Θα βρει τον πατέρα του (αυτήν τη στιγμή είμαστε στο 1/3 του χρόνου της ταινίας), αλλά αρκετά είπα. Παρόλα αυτά το συμπέρασμα είναι αυτονόητο και ήδη το γνωρίζετε ασχέτως αν δεν το παραδέχεστε. Παράδεισος δεν υπάρχει. Υπάρχει, όμως, μεγαλομανία, φιλοδοξία, επιβίωση και πόσα άλλα.

Οι «Δεσμοί αίματος» είναι ένα κοινωνικό μελόδραμα και ως τέτοιο στηρίζεται στην υπερβολή. Υπερβολή στην τραγωδία, στις κακοτοπιές, υπερβολή στα βλέμματα, στις σιωπές, στις αντιδράσεις και υπερβολή στις συμπτώσεις, στοιχείο άκρως βολικό γενικότερα στις αφηγήσεις οποιουδήποτε τύπου, αφού έτσι καλύπτονται τα όποια κενά της ιστορίας. Το μέγεθος αντοχής στην υπερβολή και κατ’ επέκταση στο μελόδραμα (ή αντίστροφα) είναι θέμα του καθενός, αλλά στην προκειμένη περίπτωση πίσω από το μελαγχολικό στιλιζάρισμα και την εσκεμμένα όχι κραυγαλέα αισθητική αντίθεση μεταξύ Κοσόβου και Νορβηγίας, υπάρχει ένα γερό θεμέλιο ιδεών. Αφενός σε πρώτο επίπεδο κυριαρχεί ένα είδος αντιστραμμένου οιδιπόδειου συμπλέγματος, με τον γιο να αποστρέφεται τη μάνα και να προσπαθεί να επικοινωνήσει με το θεϊκό πρότυπο που έχει πλάσει για τη μορφή του πατέρα του. Αφετέρου μαζί με την αναπόφευκτη κατάρρευση αυτού του προτύπου, αραδιάζεται μια σειρά από σκέψεις κι ερωτήματα. Πόσα πράγματα μπορείς να θυσιάσεις προκειμένου να πετύχεις; Τι εστί επιτυχία; Τι είναι επιτέλους αυτός ο «συμβιβασμός»; Πώς ορίζουμε το «καλύτερο» όταν αναφερόμαστε σε διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς; Εντέλει πόσο βολικό, μάταιο ή χρήσιμο είναι να εξιδανικεύουμε οτιδήποτε μη δικό μας;

Ο Νορβηγός σκηνοθέτης αποφεύγει όσο μπορεί να δώσει ξεκάθαρες ηθικοπλαστικές απαντήσεις, αλλά σίγουρα δίνει τουλάχιστον μερικές κατευθυντήριες σπρωξιές. Όσο για τα μεγάλα ατού της ταινίας που καλύπτουν επιτυχώς τις όποιες αδυναμίες, αυτά είναι ξεκάθαρα: οι δυο πρωταγωνιστές, ο γιος και ο πατέρας. Από τη μια το ταμπεραμέντο του εκπληκτικού μικρού Ναζίφ Μουαρέμι που σηκώνει σόλο το βάρος σχεδόν όλων των σκηνών και των κοντινών πλάνων, και από την άλλη το σκληροτράχηλο πρόσωπο του πατέρα Ενρίκο Λο Βέρσο, που καταφέρνει μ’ ένα βλέμμα να εκπέμψει τρυφερότητα, αγριάδα, δειλία και καταπιεσμένη οργή. Ένα ντουέτο αληθινά μαγευτικό και απρόβλεπτο.

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.

Δείτε σχετικά: εδώ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑