Utøya: July 22

Σκηνοθεσία: Έρικ Πόπε

Παίζουν: Αντρέα Μπέρντζεν, Αλεξάντερ Χόλμεν, Μπρέντε Φρίσταντ

Διάρκεια: 93′

Έκλεισαν χθες (22 Ιουλίου) ακριβώς 9 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα του 2011 στη Νορβηγία. Είναι ακόμα πολύ νωπή στη μνήμη όλων, σε κάθε γωνιά του κόσμου πόσο μάλλον στην ίδια τη σκανδιναβική χώρα, η εν ψυχρώ μαζική δολοφονία από τον Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ 69 νέων αγοριών και κοριτσιών, ενώ καμιά εκατοστή ακόμα έφηβοι τραυματίστηκαν πολύ σοβαρά. Οι άτυχοι νεαροί βρίσκονταν στο νησάκι της Ουτόγια στο πλαίσιο ενός θερινού καμπ του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο ακροδεξιών αντιλήψεων τρομοκράτης παραμένει έως και σήμερα αμετανόητος, όντας κρατούμενος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας…

Η ταινία του Νορβηγού Έρικ Πόπε γυρίστηκε το 2018, το ίδιο έτος με τη “νετφλιξική” ίδιας θεματικής δουλειά του Πολ Γκρίνγκρας. Η μορφή της είναι – αναμενόμενα- αυτή ενός θρίλερ, άλλωστε όλα τα στοιχεία συνηγορούν σ’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα είναι ο τόπος. Όπως στα περισσότερα φιλμ αγωνίας, αυτό που καθιστά σχεδόν μάταιη κάθε απόπειρα διαφυγής των καταδιωκόμενων είναι η απομόνωσή τους. Η Ουτόγια είναι μια νησίδα, που ελέω των παγωμένων νερών της θάλασσας, δεν σου επιτρέπει να την εγκαταλείψεις. Είσαι υποχρεωμένος να αναζητήσεις εκεί την όποια κρυψώνα και να προσεύχεσαι ότι δεν ήρθε η ώρα σου…

Δεύτερο όπλο στα χέρια των σεναριογράφων και του σκηνοθέτη είναι το ίδιο το έγκλημα. Για ακρίβεια τα θύματα. Αμούστακα παιδιά, ανήλικα ή στο όριο ενηλικίωσης, έπεσαν νεκρά από έναν μακελάρη. Η ηλικία τους εξοργίζει ακόμα περισσότερο το θεατή, που βλέπει στο πρόσωπό τους τα δικά του τέκνα ή τα δικά του αδέλφια. Όλα ανήμπορα να προβάλλουν την παραμικρή άμυνα. Πώς να το κάνουν άλλωστε; Παρότι, όπως ξεκάθαρα αναγράφεται στα τελικά ζενερίκ, τα ονόματα στην ταινία δεν αντιστοιχούν σε αληθινά, όμως όποιος παρακολουθεί το 22 Ιουλίου νιώθει δίχως άλλο ότι βλέπει ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ.

Τρίτη επιτυχής επιλογή: Σκεπτόμενος έξυπνα, ο Πόπε δίνει στο φονικό το χρόνο που του αρμόζει. Όλα συνέβησαν σε 72 λεπτά. Τόσα μεσολάβησαν από τον πρώτο πυροβολισμό ως τη σύλληψη του Μπρέιβικ. Τόσα μεσολαβούν κι εδώ από τον πρώτο κρότο, που μοιάζει σαν πυροτέχνημα για τους απροετοίμαστους να ενταχθούν στην παράνοια της ζωής κατασκηνωτές, ως τη διάσωση των τυχερών που επέζησαν. “Τόσες ώρες γιατί δεν έρχεται κανείς να μας σώσει;” ακούγεται δύο – τρεις φορές. Λογικό! Ακόμα και για αυτόν που βλέπει το φιλμ, κάθε λεπτό μοιάζει με ώρα ατέλειωτη, καθώς συμπάσχει με τους ήρωες.

Για να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στο να “αιχμαλωτίσει” το βλέμμα μας, ο σκηνοθέτης επιλέγει τέλος να γυρίσει όλη την ταινία σαν ένα μονοπλάνο, με κάμερα στο χέρι, η οποία ακολουθεί κατά πόδας ένα συγκεκριμένο άτομο. Τη λένε Κάγια, είναι αγαπητή και αρεστή σε όλους, γι’ αυτό και θα μπορούσε (και θα ήθελε) να γίνει πολιτικός. Αυτή η κοπέλα τρέχει πέρα – δώθε για να σωθεί, αλλά και για να κατευθύνει -μάταια πάντα- στη λύτρωση όποιον συναντά, ενώ συνάμα καλείται να προστατέψει και τη μικρότερη αδελφή της, την οποία δεν είναι σε θέση να εντοπίσει.

Με το να εστιάσει σε έναν άνθρωπο, καταγράφοντας από τη δική του σκοπιά τα γεγονότα (και όχι π.χ. από τη μεριά του δολοφόνου), ο Πόπε ξεφεύγει από το σκόπελο του προδιαγεγραμμένου φινάλε. Οι θεατές γνωρίζουν το μακελειό του Μπρέιβικ, όμως η ψυχή τους σφίγγεται μέχρι τέλους για το τι θα απογίνει το κορίτσι αυτό. Η Κάγια. Έτσι συντηρείται τέλεια το σασπένς…

Δεν υπάρχει παρά μία μοναδική πολύ μακρινή λήψη του μακελάρη. Δεν γίνεται ανάλυση των κινήτρων του. Δεν απεικονίζονται στην αγριότητά τους οι σκοτωμοί. Είναι λάθος; Εξαρτάται πώς το αντιμετωπίζει κανείς. Αν ο κάθε Μπρέιβικ δεν απολαύσει ούτε λεπτό δημοσιότητας για το “ανδραγάθημά” του, αν δεν του επιτραπεί να εκφράσει την “ιδεολογία” του μετά απ’ αυτό, αν δεν αποτελέσουν αντικείμενο εντυπωσιασμού της ίριδας το άφθονο χυμένο αίμα και τα διάσπαρτα νεκρά κορμιά, υπάρχει πρόβλημα; Ας απαντήσει ο καθένας μας…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑