Το Es war einmal in Deutschland… (Berlinale Special Gala) μεταφράζεται ως «Ήταν κάποτε στη Γερμανία…», ο αγγλικός τίτλος της ταινίας όμως είναι Bye Bye Germany. Είναι η φράση που χρησιμοποιούν οι Εβραίοι πρωταγωνιστές της ταινίας και κατά πως φαίνεται τη χρησιμοποιούσαν όλοι οι Εβραίοι που κατόρθωσαν να επιβιώσουν μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και είτε βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στη Γερμανία είτε επέστρεψαν εκεί, μιας που ήταν η πατρίδα τους, μετά την απελευθέρωσή τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή από τα μέρη στα οποία κρύβονταν… Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Sam Garbarski, ο άνθρωπος που 10 χρόνια πριν, και πάλι εδώ στο Βερολίνο, μας είχε προσφέρει μια από τις πιο διασκεδαστικές κινηματογραφικές εμπειρίες με το Irina Palm, όπου πρωταγωνιστούσε η Marianne Faithfull!
Φρανκφούρτη, 1946. Ο Νταβίντ Μπέρμαν είναι ένας νεαρός πρώην έμπορος, ο οποίος προσπαθεί να στήσει μια προσοδοφόρα επιχείρηση στα ερείπια μιας χώρας γονατισμένης από τον πόλεμο. Όντας Εβραίος, έχει γλυτώσει στο παρά τσακ από του χάρου τα δόντια και το μόνο που θέλει είναι να βγάλει αρκετά χρήματα και να φύγει από τη χώρα με προορισμό την Αμερική. Βρίσκει μερικούς συνοδοιπόρους, Εβραίους, που επίσης γλύτωσαν από το θάνατο και στήνουν μια μπίζνα πώλησης σεντονιών και πετσετών, η οποία αποδεικνύεται αρκούντως προσοδοφόρα. Όμως, τα πράγματα γενικώς δεν πάνε καλά για τον Νταβίντ. Μια Αμερικανίδα γερμανικής και εβραϊκής καταγωγής, μέλος του αμερικάνικου στρατού, τον ανακρίνει. Θέλει να μάθει πως ο Νταβίντ κατόρθωσε να επιβιώσει και αν τελικά ήταν συνεργάτης των Ναζί…
Συγκρίνοντας τη συγκεκριμένη ταινία με την προηγούμενη ταινία στην οποία αναφερθήκαμε στη σημερινή μας ανταπόκριση, το Django, μπορούμε με ευκολία να πούμε πως ενώ τούτη σκηνοθετικά, από άποψη φωτογραφίας, από άποψη παραγωγής, υπολείπεται σε σχέση με τη γαλλική, εντέλει κερδίζει με μεγαλύτερη ευκολία τον θεατή. Κι αυτό γιατί έχει ένα πιο καλογραμμένο σενάριο και επειδή αυτά που λέει τα λέει με… χιούμορ! Ναι, ξέρω, ταινία για το Ολοκαύτωμα, έστω, μετά το πέρας του και σε κάνει να γελάς; Γιατί όχι; Αν ο δημιουργός καταλαβαίνει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αστείο και τη γελοιοποίηση, όλα καλά. Κι εδώ έχουμε τέτοια περίπτωση. Ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο Νταβίντ, είναι ένας «ψυχαγωγός». Αυτά που λέει στην… ανακρίτριά του στα διαδοχικά ραντεβού τους είναι… απίστευτα! Επέζησε επειδή ήξερε να λέει ανέκδοτα! Κι όχι μόνον αυτό: ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης εκτιμούσε τόσο πολύ τα αστεία του ώστε τον έστειλε στο Obersalzberg, στο καταφύγιο του Χίτλερ!
Κι αυτό επειδή ενώ ο Χίτλερ τα ήξερε όλα (όπως διατείνεται ο αξιωματικός) δεν ήξερε να λέει αστεία! Οπότε, στην επικείμενη συνάντησή του με τον… χωρατατζή Μουσολίνι, χρειαζόταν να πει και ο ίδιος αστεία. Και χρειαζόταν κάποιον για να τον διδάξει πώς λέγονται. Όσα λέει ο Νταβίντ κατά τη διάρκεια των ιδιαίτερων ανακρίσεων είναι απίστευτα! Και εμμέσως ο Garbarski κάνει το σχόλιό του για το ίδιο το σινεμά! Τη μυθοπλασία! Ο Νταβίντ λέει πως αν τελικά συναντούσε τον Χίτλερ (δεν τον συνάντησε, αν δείτε την ταινία θα δείτε γιατί) είχε καταστρώσει σχέδιο να τον δολοφονήσει! Αλήθεια ή ψέμα; Τι σημασία έχει;
Κάποια στιγμή λέει ο Νταβίντ: «χρειαζόμαστε τα ψέματα γιατί διαφορετικά η ζωή είναι αβίωτη». Άδικο έχει; Όταν κάποια στιγμή λέει την πάσα αλήθεια στην ανακρίτριά του (η σχέση τους έχει ενδιαφέρον και… εξέλιξη) καταλαβαίνεις τον πόνο που βίωσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Τη φρίκη. Το μαρτύριο. Να κάνεις τον γελωτοποιό για να σώσεις τη ζωή σου. Τραγική ειρωνεία, έτσι; Όμορφη ταινία, που έκανε πολλούς Γερμανούς να γελάσουν στην αίθουσα με τα πετυχημένα αστεία της. Ο Moritz Bleibtreu στον κεντρικό ρόλο είναι άψογος, όλοι οι ηθοποιοί είναι πολλοί καλοί, γενικώς μια ενδιαφέρουσα ταινία, που στη Θεσσαλονίκη θα έπαιρνε και πολύ χειροκρότημα ή στις Κάννες ξέρω’γω. Στο Βερολίνο είμαστε παιδιά όμως, ας μην το ξεχνάμε αυτό…
Το Hostages του Rezo Gigineishvili (Panorama Special) είναι μια συμπαραγωγή Ρωσίας, Γεωργίας και Πολωνίας. Βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα το 1983 στην πρώην ΕΣΣΔ. Μια ιστορία που ακόμα και σήμερα φαίνεται να είναι μια πληγή η οποία δεν λέει να κλείσει. Αυτή είναι η 5η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Gigineishvili και η πρώτη που δεν είναι κωμωδία. Και οι εντυπώσεις που μας άφησε είναι ανάμικτες…
Μπατούμι, Γεωργία, 1983. Μια ομάδα νεαρών κάνει μπάνιο στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας έως ότου μια στρατιωτική περίπολος τους αναγκάζει να βγουν από το νερό. Στις 11 η ώρα ξεκινάει η απαγόρευση – έτσι λέει ο κανονισμός, τους λέει ένας από τους στρατιώτες της περιπόλου. Η παρέα των νεαρών καπνίζει αμερικάνικα τσιγάρα, ακούει Beatles, διασκεδάζει «δυτικά». Δομείται από γιατρούς, ηθοποιούς, έναν παπά στα σπάργανα και τους Άννα και Νίκα, που είναι έτοιμοι να παντρευτούν. Στόχος τους: να το σκάσουν από την ΕΣΣΔ και να πάνε στην Τουρκία. Πώς θα το καταφέρουν; Αμέσως μετά το γάμο, θα ανεβούν στο αεροπλάνο για την Τιφλίδα και θα κάνουν αεροπειρατεία. Μόνο που τα πράγματα δεν θα πάνε έτσι όπως τα είχαν σχεδιάσει. Και η παράτολμη κίνησή τους θα οδηγήσει σε μια εθνική τραγωδία…
Μια από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις που καλείται να απαντήσει ένας κομμουνιστής είναι η εξής: «ε, αφού περνούσαν τόσο καλά στον κομμουνισμό, γιατί όλοι ήθελαν να φύγουν και να πάνε στη δύση;». Η απάντηση δυστυχώς δεν είναι πειστική. Αλλά υπάρχουμε κι εμείς που πιστεύουμε πως τη δεύτερη φορά τα λάθη του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν θα επαναληφθούν! Στην ταινία μας τώρα. Ο σκηνοθέτης γυρίζει την ταινία με χαρακτηριστικά καθαρά φεστιβαλικά. Θέλω να πω, φανταστείτε τι χολιγουντιανή ταινία θα προέκυπτε με βάση πραγματικό γεγονός και αεροπειρατεία!
Ε, εδώ, ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει (έστω και ελλειπτικά) τα πρόσωπα πίσω από το συμβάν, να εμβαθύνει, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει. Μας δείχνει την κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση και ειδικότερα στη Γεωργία εκείνη την εποχή. Πολλοί από τους νέους καταπιεζόταν από την κατάσταση στη χώρα τους και επιθυμούσαν ελευθερία, χωρίς να φοβούνται ανά πάσα ώρα και στιγμή την εμφάνιση κάποιου πράκτορα της KGB, που θα τους έκανε τη ζωή δύσκολη.
Ο Gigineishvili χτίζει την ταινία του μεθοδικά, με υπομονή, παίρνει το χρόνο του, δεν εκβιάζει καταστάσεις. Το… κακό είναι πως η ταινία διαθέτει μόνο δύο σκηνές που πραγματικά είναι σπουδαίες. Η μία είναι η σκηνή του γλεντιού του γάμου, όπου ο σκηνοθέτης δίνει ρέστα με την κίνηση της κάμερας και τη χρήση εξαιρετικής μουσική. Και η άλλη είναι η σκηνή της αεροπειρατείας, σκηνή που βγάζει μπόλικο ρεαλισμό, ένταση, αψάδα. Ενδιαφέρουσα ως θέμα η ταινία, που θα της έπρεπε διαφορετική κινηματογραφική αντιμετώπιση.
Το Centaur του Aktan Arym Kubat από το Κιργιστάν (Panorama) είναι από εκείνες τις ταινίες που τις βλέπεις και, τελειώνοντας, νιώθεις καλύτερος άνθρωπος! Σε ένα χωριό, στα βουνά έξω από το Μπίσκεκ, την πρωτεύουσα του Κιργιστάν, ζει ο Κένταυρος. Είναι το παρατσούκλι ενός ανθρώπου που επί χρόνια ήταν ο μηχανικός προβολής στο σινεμά του χωριού. Και είναι το παρατσούκλι του επειδή του αρέσουν πολύ τα άλογα, να καλπάζει μαζί τους. Τόσο ώστε να κλέβει όποτε του δίνεται η ευκαιρία πανάκριβα άλογα – δρομείς, να τα ιππεύει για μια νύχτα και να τα αφήνει μετά ελεύθερα.
Είναι παντρεμένος με μια κωφάλαλη γυναίκα που τον αγαπάει κι είχε έναν πιτσιρικά γιο που ενώ μπορεί να μιλήσει, αρνείται. Κατά τα άλλα, δεν συμβαίνουν και πολλά άλλα στο χωριό. Κουτσομπολιό, αγροτικές εργασίες, συλλογικό χτίσιμο σπιτιών και άνοδος του ισλαμισμού αποτελούν την καθημερινότητα. Η συμπάθεια που δείχνει ο Κένταυρος σε μια χήρα και τα κρούσματα κλοπής αλόγων για τα οποία αρχικά δεν κατηγορείται ως υπεύθυνος, οδηγούν τα πράγματα σε αδιέξοδους ατραπούς…
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης κρατάει τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο του Κένταυρου, έχοντας συνυπογράψει και το σενάριο. Σοφή επιλογή, καθώς έχει τη φάτσα και το ταμπεραμέντο να παίξει τον δυνατό αυτό χαρακτήρα. Όπως λέει και μια παροιμία από το Κιργιστάν «Τα άλογα είναι τα φτερά των ανθρώπων». Γι’ αυτό και κάθε φορά που ιππεύει κάποιο άλογο που κλέβει, ανοίγει τα χέρια του διάπλατα καλπάζοντας, μοιάζοντας με τους μυθολογικούς Κενταύρους αλλά και με τον… Kevin Costner από το Χορεύοντας με τους λύκους! Ο Κένταυρος είναι δυσαρεστημένος με τους συγχωριανούς του αρχικά και με τους συμπατριώτες του γενικότερα.
Έχασαν την επαφή που είχαν με τα άλογα (όντας επί αιώνες ένας νομαδικός λαός), αστικοποιήθηκαν και ξέχασαν να πετούν! Η αλληγορία της ταινίας είναι ολοφάνερη. Μαζί με το βόλεμα στα σπίτια, οι Κιργίσιοι, χάνοντας την επαφή με τα άλογα, με τη φύση, άφησαν χώρο για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό να θριαμβεύσει. Στο φινάλε αποκαλύπτεται πως ο χώρος θρησκευτικής λατρείας, το τζαμί σαν να λέμε του χωριού, ήταν ο παλιός κινηματογράφος!
Εκεί όπου μεταξύ ινδικών υπερθεαμάτων του Μπόλιγουντ, ο Κένταυρος προέβαλε και ταινίες με… άλογα! Πραγματικά όμορφη ταινία, με τρομερά λειτουργική σκηνοθεσία, άψογες ερμηνείες, γυναίκες πέρα από την πρώτη νιότη τους που δείχνουν αγέρωχες και με βλέμμα και πρόσωπο αντίστοιχα μιας ομορφιάς που απλά παλιώνει και δεν αλλοιώνεται, δυνατά νοήματα (εδώ, το οικολογικό θέμα στη σκηνή ξεσπάσματος του Κενταύρου όταν ο αδελφός του τον ρωτάει γιατί κλέβει άλογα, είναι μεν συγκινητικό αλλά και λίγο αφελές – μικρό το κακό), χιούμορ (το τι κάνει ο Κένταυρος στις χήνες που χρησιμοποιεί ένας ιδιοκτήτης αλόγου για συναγερμό, όπως στη Ρώμη, πρέπει να το δείτε) και ένα φινάλε δραματικό, υπέροχο και πάλι φορτωμένο ιδεολογικά και συμβολικά. Δεν ξέρω αν κάποια εταιρία φέρει την ταινία ποτέ στην Ελλάδα, αλλά πραγματικά, αν σας δοθεί η ευκαιρία, να τη δείτε.