Festivals Berlinale 2018: 4 ματιές στο Διαγωνιστικό Τμήμα!

20 Φεβρουαρίου 2018 |

0

Berlinale 2018: 4 ματιές στο Διαγωνιστικό Τμήμα!

Το «La prière» (The Prayer) του Cédric Kahn είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 52χρονος Γάλλος δημιουργός, ο οποίος ξεκίνησε την ενασχόλησή του στο σινεμά ως μοντέρ, μετά δούλεψε ως σεναριογράφος και ακολούθως ως σκηνοθέτης, ενώ συχνά πυκνά τον βλέπουμε και σε ρόλους ηθοποιού σε ταινίες συναδέλφων του. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτεται την Berlinale συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα, μετά το «Feux rouges» του 2004.

Ο Τομά είναι ένας 22χρονος τζάνκι, που βρέθηκε πολύ κοντά στο να τα τινάξει την τελευταία φορά που έκανε χρήση. Μια ακόμα ευκαιρία θα την έχει: πηγαίνει σε μια απομονωμένη κοινότητα στα γαλλικά βουνά, όπου νέοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να ξεπεράσουν το ποτό και τα ναρκωτικά. Η κοινότητα, που χωρίζεται σε «ανδρών» και «γυναικών», βρίσκεται υπό την επιστασία ενός καθολικού ιερέα. Και το καθημερινό πρόγραμμα περιλαμβάνει προσευχή, βαριές χειρωνακτικές εργασίες και δραστηριότητες που ευνοούν μια ατμόσφαιρα αλληλεγγύης.

Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν όλοι να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής εκεί πέρα. Και ο Τομά στην αρχή δυσκολεύεται πάρα πολύ, όντας και ατίθασος. Στο τσακ είναι να τα παρατήσει και να ξανακυλήσει. Ωσότου συναντά ένα κορίτσι στο παρακείμενο χωριό. Παίρνει δύναμη, κουράγιο και θάρρος και νιώθει πως καινούργιες προοπτικές ανοίγονται μπροστά του. Αυτός, ο έχων αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις για την ύπαρξη του Θεού, όχι μόνο πηγαίνει καλύτερα σε ό,τι αφορά την αποτοξίνωσή του, αλλά εντέλει επιθυμεί να γίνει ιερέας! Είναι τελικά αυτή η δεύτερη ευκαιρία που αποζητούσε;

Δεν ανακαλύπτει την Αμερική ο Cédric Kahn. Ούτε την πυρίτιδα. Δεν κάνει καν μια εξαιρετική ταινία. Ναι. Αλλά αυτό που καταφέρνει είναι να αφηγηθεί την ιστορία που θέλει να πει έντιμα, κατανοητά, στρωτά και – το καλύτερο – χωρίς να διαλέγει πλευρά. Χωρίς να προπαγανδίζει. Πολύ σημαντικό. Και σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που, με την εξαίρεση του Wes Anderson, έως τώρα η αλήθεια είναι πως δεν θέλγει με τις επιλογές του, τουλάχιστον αυτή είναι μια ταινία που δεν σου προκαλεί εκνευρισμό. Στην αρχή ο Τομά αντιμετωπίζει τον πόνο της αποτοξίνωσης, μετά είναι θυμωμένος με όλους και όλα, μετά έρχεται σε κόντρα με την εξουσία και τον ίδιο του τον εαυτό, μετά θέλει να το σκάσει, μετά «μπαίνει στη σειρά», μετά απλώς μιμείται χωρίς να πιστεύει, μετά πιστεύει και μετά καλείται να επιλέξει.

Θα υπάρξουν, φυσικά, οι haters που, λογικό είναι, θα υποστηρίξουν: «καλά, θεραπεύεται η εξάρτηση μέσω της προσευχής; Μέσω της θρησκείας;». Δεν μπορώ να ξέρω κάτι τέτοιο, να το επιβεβαιώσω ή να το διαψεύσω. Αλλά δεν μπορώ να κοροϊδέψω (θα ήταν πολύ εύκολο, πιστέψτε με) την πίστη. Θεωρώ πως όταν κάποιος πιστεύει βαθιά και ειλικρινά και το κάνει για τον εαυτό του κι όχι για το θεαθήναι, και παράλληλα διάγει βίο σε αντιστοιχία ακριβώς με αυτήν του την πίστη, αυτό όχι μόνον δεν είναι μεμπτό, είναι και τρομερά αισιόδοξο και γέρνει την πλάστιγγα προς τη σωστή πλευρά. Ο Τομά «θεραπεύεται» (και μπορείτε να διαβάσετε την λέξη κι εκτός εισαγωγικών). Γιατί αυτό που βρίσκει δεν είναι (απαραίτητα) ο Θεός. Είναι η πίστη, αρχικά. Και είναι κυρίως η αγάπη. Εν τέλει έχουμε να κάνουμε με μία μέτρια, αλλά καλοφτιαγμένη, ταινία, χωρίς υστερίες, χωρίς υπερβολές, χωρίς προσηλυτισμούς.

Το «Figlia mia» (Daughter of Mine) της Laura Bispuri, από τη γειτονική Ιταλία, είναι επιτέλους η πρώτη ταινία του διαγωνιστικού που άξιζε να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, τρία χρόνια μετά την πρώτη της, το «Ορκισμένη παρθένα» (Vergine giurata), με την οποία είχε πάρει μέρος και πάλι στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale. Και στις δύο ταινίες υπάρχει κάτι ακόμα που τις ενώνει, πέρα από τη σκηνοθέτιδα: η πρωταγωνίστρια Alba Rohrwacher.

Η Βιτόρια είναι μια 10χρονη κοκκινομάλλα που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Σαρδηνίας, το οποίο δεν έχει αλλοιωθεί από την επέλαση του τουρισμού. Είναι καλοκαίρι κι έχει πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της. Μια μέρα, σε ένα ροντέο, συναντά την Αντζέλικα, μια γυναίκα που αδιαφορεί για τις κοινωνικές συμβάσεις. Μια γυναίκα που δεν μοιάζει καθόλου με την Τίνα, τη μητέρα της Βιτόρια, που είναι (υπέρ)προστατευτική, συντηρητική, στοχοπροσηλωμένη. Αυτό που δεν γνωρίζει η Βιτόρια είναι πως τις δύο γυναίκες, την Αντζέλικα και την Τίνα, τις ενώνει ένα μυστικό.

Η Τίνα συμπαραστέκεται στην Αντζέλικα. Την βοηθάει και την επισκέπτεται συχνά στο παρατημένο της αγροτόσπιτο, μακριά σχετικά από το χωριό. Όταν τα χρέη της Αντζέλικα φτάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε να κινδυνεύει να χάσει τη φάρμα της, αποφασίζει να πουλήσει τα ζώα της και να φύγει. Όμως, η Βιτόρια την επισκέπτεται ολοένα και συχνότερα, καθώς έλκεται από το ελεύθερο πνεύμα αυτής της γυναίκας – αερικό. Αυτή είναι μια σχέση που η Τίνα δεν θέλει να τη βλέπει να εξελίσσεται. Φοβάται τις συνέπειες από την αποκάλυψη του μυστικού….

Με τη σύγχρονη κυριαρχία των ψηφιακών μέσων είναι πλέον πολύ σπάνιο να βλέπεις μια ταινία που η υφή της να είναι «κινηματογραφική» με την παλιακή έννοια. Να είναι με κόκκο, να είναι οργανικά δεμένη με τη συνολική κατασκευή, να αποπνέει έναν ρομαντισμό. Στη διεύθυνση φωτογραφίας, λοιπόν, η ταινία παίρνει άριστα. Γιατί μας μπάζει στο καλοκαίρι της Σαρδηνίας, μακριά από τουριστικά πλάνα, το οποίο νιώθεις στο πετσί σου, βυθιζόμενος στο πώς ιδρώνουν οι άνθρωποι, στο πώς λιώνουν οι γρανίτες. Πιθανότατα, τα χέρια κάποιου άλλου, «εμπορικού» σκηνοθέτη, η ταινία θα προέκυπτε ένα καθαρόαιμο μελόδραμα.

Εδώ, όμως, η σκηνοθέτιδα για οδηγεί το πράγμα σε πιο… καλλιτεχνικά μονοπάτια – και το γράφω αυτό με πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό και καθόλου υποτιμητικά. Δίνει χώρο και στους τρεις βασικούς γυναικείους χαρακτήρες να αναπτυχθούν (η αλήθεια είναι πως οι άντρες στην ταινία είναι… οπτικά εφέ – ακόμα κι ο έρημος ο Udo Kier έχει και δεν έχει ρόλο), να σκιαγραφηθούν σε βάθος, να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Η Valeria Golino έχει μεγαλώσει, έχει παχύνει, αλλά είναι πάντοτε όμορφη, πάντοτε γλυκιά, πάντοτε ελκυστική. Το τέρας υποκριτικής, όμως, είναι η Alba Rohrwacher. Είναι τρομερή ηθοποιός η άτιμη και πετυχαίνει κάτι εξ ορισμού τρομακτικό δύσκολο: εξαφανίζεται στον ρόλο.

Πάμε στην τρίτη ταινία από το διαγωνιστικό. Τίτλος της: «Toppen av ingenting» ή στα αγγλικά «The Real Estate». Είναι μια ταινία από τη Σουηδία την οποία σκηνοθέτησαν οι Axel Petersén και Måns Månsson, οι οποίοι είχαν κι άλλα πόστα στην ταινία. Αυτή ήταν μία ταινία για την οποία, πριν προβληθεί, είχαμε ακούσει πολλά καλά πράγματα. Αντισυμβατική κωμωδία, φρέσκια κινηματογραφική ματιά, τέτοια. Και επιβεβαιώθηκε, για πολλοστή φορά, ότι είναι φρόνιμο πρώτα να βλέπεις και μετά να μιλάς. Και βεβαίως, να μην πιστεύεις πάντα όσα ακούς.

Η Νότζετ είναι μια 68χρονη γυναίκα που έζησε μέσα στην πολυτέλεια και τη χλιδή όλη της τη ζωή. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ ή να κοπιάσει για οτιδήποτε. Μετά τον θάνατό του πατέρα της, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Η στρόφιγγα με τα χρήματα κλείνει. Ως κληρονομιά, της αφήνει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Στοκχόλμης. Η Νότζετ επιστρέφει από έναν ανέφελο βίο στην Ισπανία πίσω στην πατρίδα της. Κι ενώ θεωρεί ότι τα πράγματα που θα συναντήσει θα είναι απολύτως τακτοποιημένα και οργανωμένα, καλείται να αντιμετωπίσει το απόλυτο χάος!

Ο ετεροθαλής αδελφός της και ο αλκοολικός γιος του έχουν παραμελήσει (ή καλύτερα, δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου) με τις ευθύνες τους ως φροντιστές του κτιρίου – κι όπου μπόρεσαν έβγαλαν και κάποια εξτραδάκια σε χρήματα, παρανόμως. Το κτίριο έχει τα κακά του χάλια και οι ενοικιαστές είναι άνθρωποι που δεν έχουν συμβόλαια, άρα όλα είναι στον αέρα. Η Νότζετ ζητάει συμβουλές από έναν παλιό της φίλο, τον Λεξ, πρώην δικηγόρο και νυν μουσικό παραγωγό (!), που οργανώνει ένα γκαλά για τους άστεγους. Ο Λεξ της προτείνει να πουλήσει γρήγορα το κτίριο σε ένα μεσιτικό γραφείο, πριν μπλοκάρουν οι ένοικοι τις διαδικασίες. Κάτι όμως που φαίνεται εύκολο στα χαρτιά αποδεικνύεται ένας απόλυτος εφιάλτης. Και για πρώτη φορά στη ζωή της η Νότζετ πρέπει να πολεμήσει για κάτι…

Μάλλον έχω παραμεγαλώσει και δεν μπορώ εύκολα να πιάσω το… αστείο. Πώς βρέθηκε τούτη η ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale; Είναι να απορείς. Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Τι θέλει να μας πει η ταινία; Η εύκολη απάντηση είναι: πρόκειται για το πορτρέτο μιας γυναίκας που αλλιώς έζησε τη ζωής της μέχρι ένα σημείο κι αλλιώς πρέπει να μάθει να ζει εφεξής. Επίσης, κάτι προσπαθεί να ψελλίσει για το στεγαστικό πρόβλημα στη Σουηδία, με τις τιμές των διαμερισμάτων προς ενοικίαση να έχουν φτάσει στα ύψη.

Πώς θα χαρακτηρίζαμε κατασκευαστικά την ταινία; Άντε, ας το πω, για να μην αδικήσω τους δημιουργούς: επιτηδευμένα κακή! Τα close ups θαρρείς και γίνονται όχι για να δούμε μέχρι και τους πόρους του δέρματος των ηθοποιών, αλλά για να μπούμε μέχρι το μυαλό τους, να δούμε τι σκέφτονται. Αν σκέφτονται. Η φωτογραφία είναι κατασκότεινη, σε σημείο να μην μπορείς να διακρίνεις σε πολλά σημεία παρά μόνον σκιές. Οι γωνίες λήψεις είναι πάντα οι χειρότερες δυνατές. Το μοντάζ μας πετάει από τη μία σκηνή στην άλλη, έτσι, χωρίς πρόγραμμα.

Ως προς το ιδεολογικό σκέλος, τώρα, οι σκηνοθέτες μάλλον ενδιαφέρονται απλώς να μας συστήσουν αυτή τη γυναίκα. Όχι να τη συμπαθήσουμε. Όχι να ταυτιστούμε μαζί της. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμπαθήσεις έναν κατά βάση αντιπαθητικό, εγωιστή χαρακτήρα. Που στο φινάλε τραβάει τη βαλίτσα, σε βαθμό κραυγαλέο. Και η αλήθεια είναι πως κανένας χαρακτήρας στην ταινία δεν είναι συμπαθητικός: Μα υπάρχει κοινωνικός σχολιασμός, θα τολμήσουν να ψελλίσουν κάποιοι. Χαμένος όμως μέσα στην απεραντοσύνη της προβοκάτσιας! Τι να σου κάνει και ο έρημος ο Wim Mertens με τις υπέροχες μελωδίες του, που ακούγονται εντελώς παράταιρες -σε ένα επίσης ό,τι να ‘ναι σάουντρακ;

Και κλείνουμε την χορταστικότατή μας ανταπόκριση με μια ακόμα ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα. Τίτλος της: «Dovlatov». Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 42χρονος Ρώσος δημιουργός Aleksey German Jr. Να θυμίσουμε εδώ πως με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Το τελευταίο τρένο» (Posledniy poezd, 2003) είχε κερδίσει τον Χρυσό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Νοέμβριος 1971, Λένινγκραντ. Η χώρα γιορτάζει άλλη μία επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ηγέτης της χώρας είναι ο Μπρέζνιεφ. Και η χώρα δεν φαίνεται να προχωράει προς τα εμπρός, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά. Ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ είναι ένας νεαρός συγγραφέας που βιώνει στο πετσί του τη λογοκρισία από το καθεστώς. Τα γραπτά του δεν αρέσουν στους ιθύνοντες, το μυθιστόρημά του δεν προχωράει, τα ποιήματά του δεν δημοσιεύονται και υπάρχει ένας φαύλος κύκλος, καθώς δεν μπορεί να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, για να μπορέσει να εκδοθεί, αλλά για να εκδοθεί πρέπει να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων!

Είναι χωρισμένος, έχει μια μικρή κόρη στην οποία θέλει να αγοράσει μια γερμανική κούκλα, ζει με τη μητέρα του και γράφει σε μια μικρή συνδικαλιστική εφημερίδα άρθρα που δεν τον ικανοποιούν. Υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες με τους οποίους κάνει παρέα και είναι ουσιαστικά στο περιθώριο. Ένας από αυτούς είναι ο φίλος του, ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι. Βλέπουμε τη ζωή του στη διάρκεια μιας βδομάδας. Από τις συνεντεύξεις που παίρνει για την καθέλκυση ενός πλοίου μέχρι την ανακάλυψη 30 νεκρών παιδιώ που δολοφονήθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο σκηνοθέτης, έξυπνα ποιών, δεν μας παρουσιάζει τη Σοβιετική Ένωση απλώς ως μια κοινωνία φόβου και τρομοκρατίας. Εντάξει, υπήρχαν απαγορεύσεις, το πρόβλημα όμως εντέλει ήταν καθαρά… γραφειοκρατικό! Αν δεν έγραφες αυτά που ήθελε το καθεστώς, απλώς δεν υπήρχες. Ούτε σε φυλάκιζαν ούτε σε βασάνιζαν. Απλώς, βρισκόσουν στο περιθώριο. Ο German ευτυχώς καταφεύγει πολλές φορές στη βοήθεια του χιούμορ για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Ιδίως εκείνο το μοτίβο με τον τύπο που πουλάει παράνομα «δυτικά» βιβλία, τον οποίο κοροϊδεύει ο Ντοβλάτοφ λέγοντάς του πως είναι πράκτορας της KGB και πως θέλει λίστα με όλους τους πελάτες που αγοράζουν αντίτυπα της «Λολίτας» του Ναμπόκοφ, έχει πλάκα.

Έχουμε μεγάλα, υπέροχα δομημένα μονοπλάνα να κυριαρχούν στην ταινία, με μια εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας. Και παρά το γεγονός ότι οι ρυθμοί δεν χαρακτηρίζονται καταιγιστικοί κι ότι από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε παραλλαγές του ίδιου θέματος, με αναγκαστικές επαναλήψεις, ο θεατής δεν κουράζεται – κι ας μιλάμε για ταινία δύο ωρών και βάλε! Ο σκηνοθέτης στην τελική, επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του ακαδημαϊκά, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό. Κακό είναι άλλο: το γεγονός πως εκτός Ρωσίας (άρα και στην Ελλάδα) δεν υπάρχει γνώση για όλο το λογοτεχνικό κίνημα στην ΕΣΣΔ εκείνων των χρόνων. Τα μισά ονόματα και βάλε δεν τα γνωρίζουμε. Ούτε και τον Ντοβλάτοφ τον γνωρίζαμε, να πούμε την αμαρτία μας. Μέσω της ταινίας συστηθήκαμε.

Ένα ενδιαφέρον φιλμ, με μια καλά κρυμμένη, αλλά εντέλει όχι τελείως, έπαρση από μέρους του ηθοποιού. Και με έναν πρωταγωνιστή που στην τελική δεν μαθαίνουμε ποτέ κάτι περισσότερο για τον χαρακτήρα του, δεν έχουμε κάποια εμβάθυνση. Ένας όμορφος άντρας ήταν, που ήθελε όσο τίποτε άλλο να εκδοθεί και αντιμετώπιζε κάθε αναποδιά όχι με στωικότητα αλλά με ειρωνεία. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία αξίζει τον κόπο. Κι εδώ επιτρέψτε μου μια υποσημείωση και κατηγορείστε με, αν θέλετε, με χάσταγκ #metoo. Πέρα από την πανέμορφη Elena Lyadova, που πρωταγωνιστούσε στο «Λεβιάθαν» του Andrey Zvyagintsev, και κρατά ένα μικρό ρόλο, δώστε βάση στο όνομα Svetlana Khodchenkova…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑