Σκηνοθεσία: Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι
Παίζουν: Κόσιμο Ρέγκα, Σαλβατόρε Στριάνο, Τζοβάνι Αρκούρι
Διάρκεια: 76’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει»
Η θεατρική παράσταση μόλις έχει ολοκληρωθεί. Τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές σείουν το έδαφος. Οι πρωταγωνιστές αποθεώνονται. Η αναγνώριση των κόπων τους. Η συγκίνηση, οι ευχαριστίες, η υπόκλιση. Τα φώτα χαμηλώνουν. Η σκηνή μένει άδεια και γυμνή, οι ηθοποιοί αποχωρούν. Το παλκοσένικο προκαλεί αυτό το συναίσθημα ακραίας αμηχανίας σχεδόν αυτόματα. Οι μέχρι πρότινος ήρωες που βιώνουν τη μέθεξη του ρόλου τους, ξάφνου μετατρέπονται σε κοινοί θνητοί. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, η προσγείωση είναι ακόμη πιο ανώμαλη. Αυτοί οι πρωταγωνιστές, αντί για καμαρίνια, θα αποσυρθούν στα κελιά τους, όντας τρόφιμοι μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας.
Βρισκόμαστε στις φυλακές Ρεμπίμπια, στα περίχωρα της Ρώμης, και μόλις έχουμε παρακολουθήσει, στο θεατράκι του σωφρονιστικού καταστήματος, το ανέβασμα του έργου Ιούλιος Καίσαρας, του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η παρακολούθηση μιας τέτοιας παράστασης ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα στα τρομερά αδέρφια Ταβιάνι να σπάσουν μία παρατεταμένη σκηνοθετική σιωπή. Ο Πάολο και ο Βιτόριο, λοιπόν, επέστρεψαν δριμύτατοι στο κινηματογραφικό προσκήνιο, αποδεικνύοντας πως όχι μόνο δεν έχουν σκουριάσει, αλλά ότι οι γηραιοί κόκορες έχουν (όντως) το ζουμί. Η Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο, η πιο γλυκιά ανταμοιβή για δύο 80χρονους (83 και 81 ετών αντιστοίχως, την εποχή της ταινίας), οι οποίοι κινηματογραφούν με πάθος οκτώ 20χρονων.
Από τα έντονα αρχικά χρώματα της παράστασης, περνάμε στο ανάγλυφο και ατμοσφαιρικό ασπρόμαυρο που ενδύει το κάστινγκ, τις πρόβες, τις οντισιόν, τις τελευταίες προετοιμασίες για τη μεγάλη πρεμιέρα. Ένα ασπρόμαυρο ιδανικό για μία τόσο ιδιαίτερη και γοητευτική μίξη της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία, του ωμού ρεαλισμού με την υπερβατικότητα της τέχνης. Με ένα προσεγμένο σχήμα κύκλου θα επιστρέψουμε στη στιγμή της παράστασης. Θα δούμε βήμα προς βήμα πώς φτάσαμε ως εκεί. Θα κρατάμε το χέρι των πρωταγωνιστών σε κάθε σπιθαμή της ζόρικης διαδρομής τους.
Το περιεχόμενο του έργου βρίσκει εφαρμογή σε έναν γκρίζο μικρόκοσμο, στο περιθώριο της ζωής. Η συντροφικότητα και η προδοσία. Η δίψα για εξουσία και ο αλτρουισμός. Η τιμωρία και η ενοχή. Όλα αυτά τα σαιξπηρικά δίπολα θα βρουν διέξοδο σε ένα διαφορετικό σανίδι, στους διαδρόμους και το προαύλιο μιας φυλακής. Το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα για τους Ταβιάνι είναι ο πέρα για πέρα φυσικός και αβίαστος τρόπος με τον οποίο μας δίνεται αυτή η μεγαλόπνοη παραβολή. Με τέμπο σταθερό και ζουμερό, υποβοηθούμενο ως συνήθως από το μουσικό υπόστρωμα. Με σφήνες χιούμορ και δραματικής έντασης. Με ζεστασιά και ανθρωπιά, χωρίς κανέναν όμως καλλωπισμό και ντάντεμα. Με μια ισορροπία, που δεν ρέπει στο ευχολόγιο ούτε εκτρέπεται προς τον ψυχαναγκαστικό ρεαλισμό. Με ύφος κλασικό, ενταγμένο όμως σε μία δημιουργία τρομερά πρωτότυπη και μοντέρνα. Μία λεπτομερής σπουδή πάνω στο δίπολο της ελευθερίας και του εγκλεισμού. Ένας ψίθυρος που μετατρέπεται σταδιακά σε κραυγή.
Οι Ταβιάνι εσωκλείουν μέσα στο πρωταρχικό ψέμα που παρακολουθούμε (την κινηματογραφική ταινία) ένα δεύτερο ψέμα (τη θεατρική παράσταση), έχοντας όμως το βλέμμα στραμμένο στην απόλυτη αλήθεια. Παράδοξο μεν, αλλά ολότελα εξηγήσιμο. Ο κάθε «ηθοποιός» θα διαβάσει το υπέροχο κείμενο του Σαίξπηρ στη δική του διάλεκτο, θα το προσαρμόσει στη δική του προσωπικότητα και στα δικά του βιώματα, εν ολίγοις θα μετατρέψει ένα «ψέμα» στην πιο προσωπική «αλήθεια». Θα βιώσει τον ρόλο του ώς το μεδούλι, θα ζήσει την ενσάρκωση στα κατάβαθα της ψυχής του.
Ο κάθε ρόλος ανήκει πλέον στον φορέα του, έχει καταστεί μία προέκταση του εαυτού του. Το κείμενο δεν είναι πια λόγια που απαγγέλλονται, έχει αυτονομηθεί, τρυπώνει στο κάθε ξεχωριστό και μοναδικό δοχείο που του χαρίζει νέο σχήμα και καινούργια μορφή. Μέσα από την τέχνη, οι φυλακισμένοι πρωταγωνιστές μας θα αποκτήσουν επαφή με τον κόσμο, θα γνωρίσουν πτυχές και συνιστώσες του, που ούτε είχαν καν διανοηθεί στο παρελθόν. Αυτή η τόσο πρωτόγνωρη διαδικασία θα είναι απελευθερωτική, αλλά μονάχα με τρόπο εφήμερο, φευγαλέο και εν τέλει σπαρακτικό. Διότι, αμέσως μετά, θα λάβει τη μορφή ενός αιωνίως χαμένου χρόνου που θα επανέρχεται κάθε φορά όλο και πιο ζωντανός και παλλόμενος. Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει, εξάλλου. Τα τελευταία λόγια είναι τόσο σκληρά που δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών. Η ευτυχία και η ηδονή της μπουκιάς, η δυστυχία του να μην μπορείς να χαρείς ολόκληρο το γλυκό. «Από τότε που γνώρισα την τέχνη, αυτό το κελί έγινε πραγματική φυλακή».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας: