Το Ραούφ των Τούρκων δημιουργών Soner Caner και Baris Kaya αρχικά φάνταζε ως μία ακόμα από τις ταινίες στο επίσημο πρόγραμμα του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια», που πάντα διαθέτει διαμαντάκια! Και προέκυψε μια από τις καλύτερες, πιο πολιτικές, πιο όμορφες, πιο τρυφερές ταινίες του φεστιβάλ! Ο Ραούφ είναι ένας εννιάχρονος πιτσιρίκος που ζει σε ένα χωριό Κούρδων στη βορειοανατολική Τουρκία. Στα παρακείμενα βουνά οι Κούρδοι αντάρτες πολεμάνε εναντίον των Τούρκων, προκειμένου να αποκτήσουν την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους. Κάθε οικογένεια στο χωριό έχει τα δικά της θύματα, τα δικά της παιδιά που μάχονται, χωρίς να γνωρίζουν οι δικοί τους πολλές φορές αν ζουν ή αν έχουν πεθάνει.
Καθώς ο πατέρας του Ραούφ βλέπει ότι δεν τα παίρνει τα γράμματα (κι όμως, τα παίρνει…) αποφασίζει να τον στείλει να δουλέψει ως μαθητευόμενος σε έναν μαραγκό, ο οποίος έχει τον άχαρο ρόλο να κατασκευάζει τα φέρετρα που τόσο πολύ μεγάλη ζήτηση έχουν στην περιοχή τους. Ο μαραγκός έχει μια κόρη, την πανέμορφη Ζάνα, με την οποία ο Ραούφ είναι ερωτευμένος! Όταν η Ζάνα ζητήσει από τον Ραούφ στην επικείμενη επίσκεψή του στην παρακείμενη πόλη να της αγοράσει ένα ροζ λουλουδιαστό φουλάρι, ο Ραούφ πιστεύει πως το ροζ χρώμα είναι εκείνο που θα τον βοηθήσει να κερδίσει τη Ζάνα. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: δεν ξέρει πως μοιάζει το ροζ χρώμα…
Ουσιαστικά, η ταινία σκιαγραφεί το πορτρέτο της μετάβασης ενός πιτσιρικά από την παιδική ηλικία στην απότομη ενηλικίωση μέσα από τον έρωτα και τον πόλεμο! Γι’ αυτό και η εμμονή – επιμονή διέλευσης του ήρωα μέσα από πόρτες ή καδραρισμάτων μέσα από χτίσματα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εξελίσσεται το χειμώνα. Τα βουνά είναι χιονισμένα, το λευκό κυριαρχεί και είναι αυτό που αντανακλά από τη μια την απέριττη ομορφιά και από την άλλη την αίσθηση της παγωμάρας και της αναμονής. Οι δύο σκηνοθέτες δεν κωλώνουν να εκμεταλλευτούν την ομορφιά του τοπίου ούτε να επιμείνουν στη χρήση μιας υπέροχης μουσικής που κάποια στιγμή είναι υπέρ το δέον λυρική! Η εξέλιξη της ιστορίας γίνεται γραμμικά, με μια σειρά από επεισόδια που έχουν συνάφεια αλλά λειτουργούν και αυτόνομα. Η ταινία διαθέτει απαραίτητες ανάσες χιούμορ, καταπληκτικές σκηνές και ένα από τα πιο συγκινητικά που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια!
Η Kelly Reichardt είναι παλιά αγαπημένη του φεστιβάλ μας. Νομίζω πως καθεμιά από τις εφτά μεγάλου μήκους ταινίες της φιλμογραφίας της έχουν προβληθεί στο ΦΚΘ. Η τελευταία της ταινία, το Κάποιες γυναίκες, προβάλλεται στο νέο τμήμα «Δυο, τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν». Από τις συμμετοχές της ταινίας σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο εκείνη που ξεχωρίζει είναι η προβολή της στο πρόσφατο φεστιβάλ του Λονδίνου, όπου κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας -πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν η Αθηνά – Ραχήλ Τσαγγάρη!
Με φόντο τον μεγάλο ουρανό του νότου της Μοντάνα, σ’ ένα απέραντο και ασάλευτο τοπίο, κάποιες γυναίκες γεμάτες θέληση αναζητούν τρόπους ν’ αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους. Μια δικηγόρος βρίσκεται αντιμέτωπη με σεξιστική συμπεριφορά εντός του γραφείου της, αλλά και με μια συνθήκη ομηρίας. Μια σύζυγος και μητέρα αποφασισμένη να χτίσει το σπίτι των ονείρων της, έρχεται σε αντιπαράθεση με όλους τους άνδρες που βρίσκονται στη ζωή της. Μια μοναχική Ινδιάνα που φροντίζει άλογα σε μια φάρμα αναπτύσσει μια αμφιλεγόμενη σχέση με μια απόφοιτο νομικής η οποία κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα…
Η ιέρεια του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά φτιάχνει ταινίες που, το ομολογούμε, δεν κόβουμε και φλέβα γι’ αυτές. Θέλω να πω, είναι ολοφάνερη (ιδίως εδώ) η αγάπη της για τους παλιούς Ευρωπαίους μάστορες, όπως ο Antonioni, βγάζει εξαιρετικές ερμηνείες από το πρωτοκλασάτο γυναικείο καστ της (καλύτερη όλων η Laura Dern, πρωταγωνίστρια της πρώτης ιστορίας, από κοντά η Michelle Williams, πρωταγωνίστρια της δεύτερης ιστορίας και τρίτη αλλά με επίσης καλές επιδόσεις, η Kristen Stewart, που δεν είναι η πρωταγωνίστρια της τρίτης ιστορίας, αλλά το αντικείμενο του πόθου της γυναίκας σ’ αυτήν) είναι φλατ –ή μήπως είναι η ιδέα μου; Θέλω να πω πως οι τρεις ταινίες εξελίσσονται, η καθεμιά ξεχωριστά για να δώσει τη σκυτάλη στην επόμενη, κατά μία έννοια διαπλέκονται (πολύ αδρά πάντως) και στο τέλος βλέπουμε το φινάλε καθεμιάς από αυτές.
Χωρίς δραματική κορύφωση. Χωρίς κάτι άξιο προσοχής. Ήσυχες ζωές στις οποίες συμβαίνουν κάποια πράγματα ενδεχομένως και συναρπαστικά (αν μη τι άλλο, η υπόθεση ομηρείας δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα) αλλά χωρίς να τις αλλάζουν, χωρίς να τις διαφοροποιούν, χωρίς να τις ταρακουνούν. Μόνο η Ινδιάνα βρίσκει τον τρόπο να εξομολογηθεί τον έρωτά της στη νεαρή δικηγόρο χωρίς πάλι να το κάνει ευθέως αλλά πλαγίως, σαν να μην θέλει να εκτεθεί ενώ έχει οδηγήσει ολόκληρη νύχτα για να πετύχει αυτό που θέλει. Και επιστρέφει μετά στην καθημερινή της ρουτίνα. Ok. Δεν ψήνομαι. Να πούμε πως το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε διηγήματα της Maile Meloy.
Η πρώτη από τις δύο ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος που θα παρουσιάσουμε σήμερα είναι βρετανικής παραγωγής κι έχει τον τίτλο Λαίδη Μάκμπεθ . Και είναι από εκείνες της ταινίες του συγκεκριμένου τμήματος που παίρνει θετικό πρόσημο –πολύ θετικό indeed! Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του θεατρικού σκηνοθέτη William Oldroyd. Είναι βασισμένη στη νουβέλα του 19ου αιώνα Lady Macbeth of Mtsensk District του Nikolai Leskov, που αργότερα μεταφέρθηκε σε όπερα και εννοείται πως με τη σειρά της είναι βασισμένη στο δράμα του Shakespeare. Στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν κέρδισε το βραβείο των κριτικών της FIPRESCI.
Κάπου στην Αγγλία, το σωτήριον έτος 1865, η Κάθριν είναι μια νεαρή γυναίκα που παντρεύεται στο πλαίσιο μιας εμπορικής συναλλαγής. Ουσιαστικά, ο πατέρας της την πουλάει στον μεγιστάνα του κάρβουνου, Μπόρις, ο οποίος την παντρεύει με τον γιο του, τον Αλεξάντερ, που έχει τα διπλά χρόνια από εκείνη. Ο Μπόρις και ο Αλεξάντερ δεν αφήνουν στην Κάθριν να βγει έξω κι έτσι η νεαρή γυναίκα ζει μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Όταν και οι δύο άρχοντες του σπιτιού φύγουν από αυτό για δουλειές για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Κάθριν αρχίζει να ανασαίνει επιτέλους. Κι όχι μόνον αυτό: γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο του σταβλίτη της, του Τζέιμς. Οι δυο τους βιώνουν την κατάσταση ως απόλυτη ευτυχία. Όλα τα καλά πράγματα, όμως, έχουν ένα τέλος. Χμ, η Κάθριν δεν συμφωνεί. Και θα κάνει ότι περνά από το χέρι της για να διατηρήσει τα κεκτημένα της…
Να τι συμβαίνει λοιπόν όταν μια ταινία εποχής ξεπερνά τα δεσμά του είδους της και κινηματογραφείται με εντελώς σύγχρονους τρόπους. Είναι μία από αυτές τις ταινίες που σε αρπάζει από το πρώτο λεπτό και δεν σε αφήνει παρά μόνον μετά τους τίτλους τέλους της. Είναι μια από αυτές τις φεμινιστικές ταινίες που δεν σε πρήζουν με την ατζέντα τους καθώς σε ενθουσιάζουν και περνούν αυτά που θέλουν χωρίς στράτευση. Είναι ταινία αισθητικά άψογη, με τρομερό σενάριο και εξαιρετική σκηνοθεσία. Και είναι από τις ταινίες που χωρίς την πρωταγωνίστριά τους δεν θα ήταν το ίδιο καλές όσο φαίνονται.
Η Florence Pugh στη δεύτερη κινηματογραφική της εμφάνιση σε μεγάλου μήκους ταινία αφήνει τα διαπιστευτήριά της και μας συστήνεται υπενθυμίζοντάς μας σε κάθε πλάνο στο οποίο εμφανίζεται πως θα μας απασχολεί για πάρα πολλά χρόνια με το ταλέντο της! Ερμηνεία ζωής πραγματικά! Συλλαμβάνει όλα όσα είναι η Κάθριν που υποδύεται. Μια κοπέλα που δεν φοβάται. Που έχει λίγη περιέργεια για το σεξ κι ας είναι να γίνει (όπως νομίζει) αρχικά με έναν άνδρα τον οποίο δεν αγαπά – τον σύζυγό της. Που βαριέται απίστευτα! Πρώτη φορά σε ταινία ένιωσα τόσο πολύ το αίσθημα της βαρεμάρας από έναν ήρωα! Χασμουριέται μέσα στο έντονα μπλε άψογο φόρεμά της, δεν ξέρει πώς να σκοτώσει την ώρα της μέσα στο χρυσό κλουβί της, βαριέται!
Και μετά, ήρθε ο έρωτας. Και θαρρείς πως την κάνει να ανθίζει. Η μικρή κοπελίτσα που βαριόταν γίνεται μια δυναμική γυναίκα που ορίζει τη ζωή της, που απολαμβάνει αυτά που η ζωή της προσφέρει απλόχερα, που γεύεται με απίστευτη όρεξη τον έρωτα. Κι ας κάνει το πρώτο βήμα ο αυθάδης σταυλικός της: του αντιστέκεται αρχικά, γίνεται δική του στη συνέχεια και μετά παίρνει εκείνη το πάνω χέρι! Οδηγεί τις καταστάσεις, παίρνει τις αποφάσεις, είναι ψύχραιμη, υπολογίστρια και δεν δέχεται να υποταγεί ποτέ ξανά στη ζωή της. Το γεγονός ότι για να διατηρήσει τα κεκτημένα οδηγείται σε ειδεχθείς πράξεις, όχι μόνο μία φορά, και οι θεατές συνεχίζουν να είναι μαζί της, αποτελεί κατόρθωμα της τρομερής νεαρής ηθοποιού με το εκφραστικότατο πρόσωπο!
Κατά μία έννοια μοιάζει με τον Jonathan Rhys Meyers στο ρόλο που έχει στο Match Point: έχει εγκληματήσει αλλά οι θεατές δεν θέλουμε να συλληφθεί! Τρομερή ταινία, απολαυστική, υπέροχη, για τις διεκδικήσεις μιας δυναμικής γυναίκας σε έναν σωβινιστικό κόσμο. Στο τέλος, προδομένη από τον εραστή της, θα χρησιμοποιήσει κάθε ένα από τα δικαιώματα που χρησιμοποιούν οι άνδρες για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Και θα πει ψέματα. Και θα μείνει ατιμώρητη. Και μόνη. Μάλλον, όμως, δεν θα βαρεθεί ποτέ ξανά στη ζωή της…
Και κλείνουμε αυτή την ανταπόκριση με άλλη μια ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα, το φινλανδικό Η πιο ευτυχισμένη μέρα του Όλλι Μάκι του Juho Kuosmanen. Μια βιογραφική ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η οποία έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, κερδίζοντας το αντίστοιχο βραβείο καλύτερης ταινίας!
Το καλοκαίρι του 1962, ο Φιλανδός Πρωταθλητής Ευρώπης, ερασιτέχνης πυγμάχος, Όλλι Μάκι, είναι έτοιμος να αγωνιστεί για τον τίτλο του Πρωταθλητή Κόσμου στην κατηγορία φτερού απέναντι στον έχοντα τον τίτλο Αμερικάνο Πρωταθλητή. Ο δρόμος για την επιτυχία, από την επαρχία της Φινλανδίας μέχρι την καρδιά του Ελσίνκι, μοιάζει να είναι στρωμένος. Το μόνο που χρειάζεται ο Όλλι Μάκι είναι να χάσει βάρος και να συγκεντρωθεί στην προπόνηση, υπό την επίβλεψη του πρώην πρωταθλητή πυγμαχίας Έλις Άσκ. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα… Ο Όλλι έχει ερωτευτεί τη Ράιγια!
Κοίτα να δεις τώρα: μια ασπρόμαυρη ταινία γυρισμένη σε φιλμ 16mm και θέμα της την πυγμαχία να βγάζει παρά την τεστοστερόνη που βρίσκεται στα ύψη, μπόλικο συναίσθημα! Αρχικά να πούμε πως ο σκηνοθέτης επέλεξε το ασπρόμαυρο καθώς τα μέρη στα οποία κινούνταν ο Όλλι Μάκι έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία 50 χρόνια και το έγχρωμο δεν θα μπορούσε να κρύψει τις αλλαγές –το ασπρόμαυρο το πέτυχε αυτό. Το δεύτερο και σημαντικότερο που πέτυχε ο σκηνοθέτης είναι να παρουσιάσει ένα αισθηματικό δράμα (!) μασκαρεμένο ως αθλητική ταινία πυγμαχίας! Ναι, ο Όλλι Μάκι δίνει μπουνιές, προπονείται, κάνει σάουνα για να χάσει κιλά, κινείται πάνω στο ρινγκ, στην πραγματικότητα, όμως, λίγο τον ενδιαφέρει ο αγώνας. Λίγο τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα του αγώνα. Λίγο τον ενδιαφέρει αν θα γίνει εθνικός ήρωας. Δυσανασχετεί που η ζωή του μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο. Δεν του αρέσουν ούτε οι φωτογραφήσεις ούτε οι συνεντεύξεις ούτε οι διαφημίσεις στις οποίες συμμετέχει ούτε οι συναθροίσεις με τους σπόνσορες! Έχει το γνώθι σαυτόν, είναι μοναχικός, βγάζει μια μελαγχολία, θέλει το χρόνο του, θέλει το χώρο του και πάνω απ’ όλα, θέλει τη συντοπίτισσά του από τη μικρή πόλη Κοκόλα, τη Ράιγια, την οποία γνωρίζει σε ένα γάμο.
Η ταινία διαθέτει χιούμορ (όλη η συζήτηση μέσα στην εκκλησία για το πώς είναι δυνατόν στην κατηγορία φτερού να αγωνίζονται αθλητές με μεγαλύτερο βάρος από εκείνους στην κατηγορία πετεινού!) και εμμέσως μιλάει και για το θέμα της αναπαράστασης και του κινηματογράφου, μέσω του ευρήματος του κινηματογραφικού συνεργείου που παρακολουθεί τον Όλλι Μάκι από κοντά κάνοντάς τον να ετοιμάζεται σε πρόβες για να βγαίνει πιο αληθινός! Ομορφότατη και γλυκύτατη η Oona Airola στο ρόλο της Ράιγια, εξαιρετικός ο Jarkko Lahti στο ρόλο του Όλλι Μάκι και το φινάλε της ταινίας είναι απλά υπέροχο. Τυχερός ο Όλλι Μάκι. Κι ευτυχισμένος για όλους τους σωστούς λόγους…