Reviews White God (2014)

26 Αυγούστου 2023 |

0

White God (2014)

Σκηνοθεσία: Κορνέλ Μουντρουτσό

Παίζουν: Luke και Body (τα δυο σκυλιά που υποδύονται τον «Χάγκελ»), Ζόφια Πσότα, Σάντορ Ζότερ

Διάρκεια: 119’

Το σεναριακό εύρημα «φύση vs. άνθρωπος» είναι μια παλιά κι αγαπημένη ιστορία στο σινεμά. Από low-budget ταινίες τρόμου και b-movies επιστημονικής φαντασίας μέχρι χολιγουντιανές υπερπαραγωγές και arthouse αλληγορίες, η εξέγερση της Μητέρας Φύσης και/ή του υποταγμένου βασιλείου των ζώων απέναντι στον κατακτητή και αρπάγα άνθρωπο έχει αποτελέσει ιδανική βάση για δυστοπικές παραβολές.

Ένας καμβάς για να απεικονίσουμε τους ενδόμυχους φόβους απέναντι στο άγνωστο, στο καινούργιο και στο διαφορετικό. Ένας συμβολισμός για την καταπίεση, την εξουσία, τη μισαλλοδοξία, την κατάρα της αυτοκαταστροφής που μας κατατρέχει από τις απαρχές του κόσμου. Μια αφορμή για να κοιτάξουμε κατάματα τα εσωτερικά τέρατα που πασχίζουμε μάταια να κρύψουμε, καθώς εκείνα πάντα καταφέρνουν να αναδυθούν στην επιφάνεια.

Ο Λευκός Θεός του Ούγγρου Κορνέλ Μουντρουτσό αντλεί έμπνευση από το White Dog (1982), του Σάμιουελ Φούλερ, όπως προδίδει άλλωστε και ο αναγραμματισμός στη δεύτερη λέξη του τίτλου (παρένθεση: Η ταινία του Φούλερ είναι βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ρομέν Γκαρί, το οποίο ήταν αρχικά να μεταφέρει στο σινεμά ο Ρόμαν Πολάνσκι. Όταν γυρίστηκε τελικά η ταινία, η Paramount την κυκλοφόρησε μονάχα σε περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών, θεωρώντας πως ενδέχεται να προκαλέσει ταραχές. Τέλος παρένθεσης).

Σε αμφότερες τις ταινίες, οι σκύλοι επιδεικνύουν βία που στρέφεται ενάντια στους ανθρώπους, παραπέμποντας συμβολικά στις εμετικές ευγονικές θεωρίες, στις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και στην γκετοποίηση-περιθωριοποίηση των ανεπιθύμητων. Όλα τα παραπάνω μπορούν να βρουν εφαρμογή σε κάθε κοινωνία, χωρίς εμφανή γεωγραφικό-χρονολογικό περιορισμό. Είτε στις ΗΠΑ των 60s, που δεν έχουν αποτινάξει ακόμη τη δυσωδία του segregation (Φούλερ), είτε στη σημερινή Ουγγαρία (Μουντρουτσό), όπου ο ρατσισμός και οι νεοναζιστικές κορώνες έχουν πλέον καταντήσει νόρμα.

Από εκεί και έπειτα, το White God κερδίζει τις εντυπώσεις από την πρώτη κιόλας στιγμή, χάρη σε μια εναρκτήρια σκηνή που σε αφήνει με τα μάτια γουρλωμένα. Ένα κορίτσι που κάνει ποδήλατο σε μια Βουδαπέστη θαρρείς βομβαρδισμένη και ισοπεδωμένη, όπου κυριαρχούν η απειλητική σιωπή και η εκκωφαντική απουσία. Ξάφνου, από τη γωνία του δρόμου ξεπροβάλλει μια ατελείωτη αγέλη από αφηνιασμένα σκυλιά που καταδιώκει το μικρό κορίτσι, κόβοντας την ανάσα του θεατή.

Το White God, όπως μάλλον αντιληφθήκατε, δεν χρησιμοποιεί τον πιο πιστό φίλο του ανθρώπου ως ένα απλό σεναριακό τέχνασμα ή μια χαριτωμένη πινελιά, αλλά αποτελεί την πιο «σκυλίσια»ταινία στην ιστορία του σινεμά, καθώς στα γυρίσματα της ταινίας συμμετείχαν περισσότερα από 250 γλυκά τετράποδα! Ο Μουντρουτσό, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, καταφέρνει να στήσει ολόκληρες σεκάνς καταδίωξης, καθώς και μια ασύλληπτη σκηνή ενέδρας που προσομοιάζει σε αστυνομικό θρίλερ, έχοντας τους σκύλους -και ιδίως έναν συγκεκριμένο σκύλο, ονόματι Χάγκελ– σε ξεκάθαρο πρωταγωνιστικό φόντο.

Με κοφτερές εναλλαγές ανάμεσα σε κοντινά και μακρινά πλάνα και φωτογραφία που γίνεται ανά στιγμές (σκοπίμως) ασφυκτική, ο Μουντρουτσό ξεδιπλώνει μια σκοτεινή κυνό-παραβολή για την αρρωστημένη και νοσηρή ανάγκη για «καθαρότητα» του αίματος, για τη φαντασιακή υπεροχή που βασίζεται στο τυχαίο θεμέλιο της καταγωγής. Για τη συνενοχή όλων μας στην επιβολή του φόβου, για την αδράνεια που συνιστά συγχωροχάρτι σε καιρούς χαλεπούς, για τη γενικευμένη μιζέρια που βρίσκει πολύ συχνά την εκτόνωση που ψάχνει στην επιβολή και στο τσαλαπάτημα του αδύναμου.

Όπως προείπαμε, η Βουδαπέστη, από το πρώτο κιόλας κάδρο, απεικονίζεται ως ένας νεκρός τόπος όπου επικρατούν η βουβαμάρα και η πνευματική ερήμωση, λες και η πόλη έχει σαρωθεί από τον τρόμο και την απάθεια. Οι άνθρωποι συναθροίζονται μεν και διασκεδάζουν, αλλά μοιάζουν να ζουν αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο, δίχως τον παραμικρό συνεκτικό δεσμό. Η μακάρια -και αυτάρεσκη μέσα στον μικρόκοσμό της- ορχήστρα υπαινίσσεται μια ομορφιά που παραμένει ζωντανή μέσα στην ασχήμια, αλλά συγχρόνως αυταπατάται πως ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στα στενά της όρια, επιλέγοντας να αγνοήσει το προφανές που συμβαίνει εκεί έξω.

Το White God, φυσικά, δεν είναι απρόσβλητο από αρρυθμίες, πρωτίστως επειδή όλη η κατασκευή της ταινίας -από την αφηγηματική εξέλιξη έως το εσωτερικό της τέμπο και τις κορυφώσεις- δείχνει τόσο συνεπαρμένη με το σκυλίσιο εύρημα, σε σημείο που παραμελεί -φέρνοντας μια εύλογη αμηχανία όσο περνά η ώρα- τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Ακόμη κι έτσι όμως και παρά τα μικρά ψεγάδια, το μεγαλοπρεπές φινάλε έρχεται να μας αποζημιώσει. Με ένα κάδρο ανθολογίας που σε κάνει να νιώθεις πως το σινεμά ίσως και να έχει τη δύναμη να μιλήσει -πέρα από τις καρδιές των ανθρώπων- και σε εκείνες των ζώων.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑