Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζο Πέσι, Κάθι Μοριάρτι
Διάρκεια: 129′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Οργισμένο είδωλο”
Το Raging Bull, εκ πρώτης όψεως, συγκαταλέγεται στις boxing movies, έχοντας στο επίκεντρό τον ταραχώδη βίο του θρυλικού πυγμάχου Τζέικ Λα Μότα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ανελέητη και άγρια κατηφόρα στο λαγούμι όπου κατοικούν η αρρωστημένη ζήλια, η αθεράπευτη ανδρική ανασφάλεια, η απελπισμένη λύση του πόνου ως διεξόδου από το εσωτερικό μαρτύριο, η άνιση μάχη απέναντι στις τύψεις, τις ενοχές και τον φόβο της αμαρτίας.
Το Οργισμένο είδωλο δεν αναπλάθει απλώς την ιστορία ενός αυτοκαταστροφικού ταλέντου, που δεν μπορούσε να τιθασεύσει τα ξεσπάσματά του. Το ρινγκ για τον πρωταγωνιστή της ταινίας δεν είναι τόπος δόξας και συντριβής, ούτε καν πεδίο μάχης, από το οποίο πασχίζει να βγει τροπαιούχος. Είναι μία αρένα όπου παλεύει να αυτοτιμωρηθεί για τα λάθη του, να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και να βρει μια υποτυπώδη άφεση και λύτρωση. Οι γροθιές που προσγειώνονται στο πρόσωπο και το κορμί του είναι ένα οικειοθελές αυτόμαστίγωμα, οι γροθιές που εκτοξεύει αντανακλούν μια οργή πρωτίστως εσωτερική: το μποξ και η σωματική μάχη είναι ο μόνος τρόπος να αντέξει τον ίδιο του τον εαυτό, τον οποίο μισεί και απεχθάνεται ολόψυχα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, o Μάρτιν Σκορσέζε βρίσκεται στριμωγμένος στα σκοινιά από την καλπάζουσα εξάρτηση από την κοκαΐνη, καθώς και από μία επιθετική κατάθλιψη, που τον έχουν μετατρέψει σε μόνιμο θαμώνα κλινικών και νοσοκομείων. Η τεράστια επιτυχία του Ταξιτζή (1976) είχε αφήσει τον Σκορσέζε άδειο και αποκαμωμένο, έχοντας παράλληλα γεννήσει μέσα του την ανάγκη για ένα διάλειμμα από το είδος των ταινιών που γύριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το μιούζικαλ New York, New York (1977), καρπός αυτής της επιθυμίας του Σκορσέζε να αποστασιοποιηθεί από το δικό του σινεμά, απέτυχε παταγωδώς στο αμερικάνικο box office, κατακρεουργήθηκε από τους κριτικούς της εποχής και οδήγησε σε αλλεπάλληλες καταρρεύσεις τον -εύθραυστο εκείνη την εποχή- Μάρτι.
A friend in need is a friend indeed, όμως, και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο ήταν αυτός που έριξε στο τραπέζι την ιδέα που έμελλε να αποτελέσει εφαλτήριο σωματικής, ψυχικής και καλλιτεχνικής ανάνηψης για τον Σκορσέζε. (Παρεμπιπτόντως, ο Ντε Νίρο προπονήθηκε για μήνες με τον ίδιο τον Λα Μότα για τον ενσαρκώσει στις ημέρες δόξας του, ενώ αμέσως μετά έζησε 3 μήνες ως κοιλιόδουλος στο Παρίσι, για να τον αναπαραστήσει σε μεγάλη ηλικία, με πολλά παραπανίσια κιλά). Η αυτοβιογραφία του Τζέικ Λα Μότα ταίριαζε γάντι στο σκορσεζικό σύμπαν των ψυχολογικά ακρωτηριασμένων ηρώων που αναμετρούνται ιδεοληπτικά με την αμαρτία και παραδίδονται στη σκοτεινή ηδονή της μάταιης αυτοτιμωρίας.
Όλες οι πυγμαχικές αναμετρήσεις του κεντρικού ήρωα, τις οποίες παρακολουθούμε από -σχεδόν κατά κυριολεξία- απόσταση αναπνοής, δεν είναι παρά υποκατάστατα της αληθινής μάχης στην οποία υποβάλλει ακούραστα τον εαυτό του, κι από την οποία βγαίνει κατά συρροή ηττημένος. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που ο Τζέικ συνάντησε τη Βίκι, ο χρόνος διεστάλη (ο Σκορσέζε φρόντισε να αποτυπωθεί το πατατράκ του πρωταγωνιστή στα δικά μας μάτια, μέσα από slow motion πλάνα) και μία αίσθηση υποτέλειας παγιώθηκε (και πάλι ο Σκορσέζε μάς μεταφέρει στην οπτική γωνία του Τζέικ, η οποία γιγαντώνει το αντικείμενο του πόθου, σμικρύνοντας τον ίδιο).
Ο Τζέικ βυθίζεται στην παράνοια, κι εμείς θα τρυπώσουμε στο θολωμένο του μυαλό, βιώνοντας από πρώτο χέρι όλη τη φρενήρη διέγερση που προκαλεί κάθε έκρηξη ζήλιας. Η υποψία αντικαθιστά την απόδειξη κι εμείς συμπάσχουμε συνένοχα μαζί του. Μολονότι δεν έχουμε γίνει μάρτυρες κάποιας απιστίας, και μόνο το γεγονός ότι αφήνουμε μία χαραμάδα αμφιβολίας είναι πέρα για πέρα αρκετό. Ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Ντε Νίρο δεν πρόκειται να βάλει το παραμικρό φρένο στην κατηφόρα μέχρι να πετύχει τον σκοπό του: να κάνει τον εαυτό του και τους γύρω του να υποφέρουν.
Οι γροθιές, οι αγώνες, οι νίκες και οι ήττες, ο πόνος που προκαλεί και ο πόνος που υφίσταται είναι κομμάτι ενός δράματος που ξεκίνησε πολύ παλιά, σχεδόν σαν προπατορικό σφάλμα που επικυρώνεται στο διηνεκές. Το ρινγκ, λοιπόν, είναι η Νέμεσις που αναζητά ο Τζέικ και ο Σκορσέζε την αναπαριστά με τη μυθολογική-βιβλική μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στην περίσταση. Η κάμερα αλλοφρονεί και βουρλίζεται στο ρινγκ, το οποίο άλλοτε μοιάζει βασανιστικά μικροσκοπικό κι άλλοτε εφιαλτικά απέραντο. Ο ιδρώτας και το αίμα ρέουν, τα σώματα στροβιλίζονται σαν χορός σε αρχαία τραγωδία και ο κάθε αγώνας μοιάζει να αφηγείται ένα πανάρχαιο τελετουργικό.
Ο Τζέικ, όπως κάθε μοιραίος και τραγικός ήρωας, αυταπατάται ξανά και ξανά. Στο φινάλε, όμως, θα πατήσει στα πόδια του, κατακτώντας την πιο ειλικρινή αυτογνωσία. Σε αυτό τον κόσμο, οι μύθοι είναι φτιαγμένοι για να ξεγελούν και να εμπαίζουν τους ανθρώπους. Η τελική κάθαρση, το ηθικό χρέος, η άνωθεν τιμωρία, είναι απλώς κομμάτια ενός ατέρμονου σικέ αγώνα που δεν τελειώνει στους δώδεκα γύρους, που συνεχίζεται ακόμη και μετά το νοκ άουτ. Ο «σκορσεζικότερος» ήρωας του Μάρτι ρίχνει μπουνιές στον αέρα και χορεύει με τους δαίμονές του. Κι η στερνή ματιά του στον καθρέφτη είναι η μόνη του ανεπαρκής ανταμοιβή. Ξέρει ποιος είναι. Ξέρει από πού ήρθε. Ξέρει πού δεν θα φτάσει ποτέ, όσο κι αν το παλέψει.