Mean Streets (1973)

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε

Παίζουν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Χάρβεϊ Καϊτέλ

Διάρκεια: 112′

Έτος παραγωγής: 1973

To Mean Streets του Μάρτιν Σκορσέζε κινείται σε μοτίβο, ντεκόρ, ύφος και χαρακτηρολογία που παραπέμπουν ευθέως σε μια γκανγκστερική ταινία. Στην πραγματικότητά, όμως, το βεληνεκές του εκτίνεται πολύ μακρύτερα: στις έννοιες της ενοχής, της αμαρτίας και της απελπισίας. O τόνος, μάλιστα, δίνεται ευθύς εξαρχής από ένα voice over (του ίδιου του Σκορσέζε) που πλημμυρίζει μία κατάμαυρη εικόνα. «Δεν επανορθώνεις για τις αμαρτίες σου στην εκκλησία. Αυτό το κάνεις στους δρόμους. Αυτό το κάνεις στο σπίτι σου. Όλα τα υπόλοιπα είναι μαλακίες και το ξέρεις.» Αμέσως μετά, μας συστήνεται ο κεντρικός πρωταγωνιστής ονόματι Τσάρλι, τον οποίο ενσαρκώνει ο Χάρβεϊ Καϊτέλ.

Ο Τσάρλι είναι μία εγκλωβισμένη ψυχή, καταδικασμένη να επωμίζεται ένα ατελείωτο φορτίο από τύψεις και αμφιβολίες, οι οποίες ξεπετάγονται από κάθε γωνία. Ο Τσάρλι επιθυμεί διακαώς τόσο την καταδίκη και την τιμωρία όσο και την άφεση αμαρτιών. Από τη μια, δεν αρκείται στη βιαστική ξεπέτα των προσευχών που του επιβάλλει ο εξομολογητής, ενώ συγχρόνως κυνηγά εναγωνίως τη συγχώρεση από σχεδόν όλο τον περίγυρό του, για πολλά και διάφορα κρίματα.

Επί της ουσίας, ο Τσάρλι ψάχνει συγχρόνως τον θεό και τον διάβολο, επιζητώντας την άνωθεν ανακούφιση, προκειμένου να γευτεί ολίγη από την -όπως τον έχουν πείσει ότι είναι- διαβολική γοητεία. Ο Σκορσέζε, της αυστηρής καθολικής ανατροφής, γνωρίζει από πρώτο χέρι τη σκληρότητα του να παραχωρείς στην αμαρτία τα χαλινάρια στη ζωή των ανθρώπων, μετατρέποντάς την σε μία συνεχή πηγή φόβου και ανάγκης για εξιλέωση. 

Ο Τσάρλι είναι κυνηγημένος από Ερινύες για τον λάγνο πόθο που νιώθει (η μαύρη στρίπερ, με την οποία δεν τολμά να συναντηθεί εκτός στριπτιτζάδικου, φοβούμενος την αντίδραση των φίλων του), για τη γυναίκα με την οποία μοιράζεται κάτι πιο βαθύ (απαγορεύεται δια ροπάλου από θρησκευτική σκοπιά, εφόσον είναι ξαδέρφη του), για τον φίλο του Johnny Boy (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) και για τις τρέλες του, που φέρνουν συνεχώς τον Τσάρλι σε θέση υπόλογου, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, που κραυγάζει σιωπηλά μία επιθυμία εξόδου από μία κατάσταση και μία ζωή που μοιάζει αδιέξοδη από κάθε άποψη.

Ο Σκορσέζε έχει φροντίσει, πάντως, να μας δείξει όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε, μέσα από λεπτομέρειες φαινομενικά μικρές και ασήμαντες. Ο έξω κόσμος κινηματογραφείται σε ένα ωχρό και βρόμικο φως, ένα καθεστώς μόνιμης αντηλιάς, ολότελα ταιριαστής με τις παρανομίες και τις μικροπρέπειες στις οποίες επιδίδονται οι πρωταγωνιστές. Όταν όμως ο Τσάρλι κατεβαίνει στον υπόγειο κόσμο των μπαρ και των κλαμπ, το κόκκινο δείχνει έτοιμο να καταπιεί τα πάντα, το κόκκινο του πόθου, του αίματος, της ηδονής, του φόβου και του θανάτου. Όταν ο Τσάρλι επισκέπτεται την εκκλησία, αναζητώντας ένα μάταιο ξαλάφρωμα, οι φωτισμοί αποκτούν μία παγωμένη υφή, δύσκαμπτοι σαν κάθετι δογματικό, αφιλόξενοι όπως κάθετι εξουσιαστικό.

Οι κρίσιμες λεπτομέρειες, όμως, δεν εξαντλούνται στο επίπεδο του χρωματικού καμβά. Προσέξτε, για παράδειγμα πώς ο Χάρβεϊ Καϊτέλ τοποθετεί το χέρι του στη φλόγα των κεριών, σαν μία μορφή αυτοτιμωρίας και πρόβας για τις φλόγες της κόλασης που νομίζει ότι τον περιμένουν. Στο ίδιο πνεύμα, βλέπουμε τον Τσάρλι στα γόνατα, θαρρείς ζητώντας οίκτο και έλεος, μετά από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με πιστολίδι, ενώ πολύ συχνά η στάση σώματος του Τσάρλι παραπέμπει σε ιερέα-κριτή, ρόλο που έχει αναλάβει και ο ίδιος, κρίνοντας ασταμάτητα τον εαυτό του.

Το Mean Streets δεν είναι προικισμένο με την απαράμιλλη κατασκευαστική τελειότητα που έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν σχεδόν ολόκληρης της σκορσεζικής φιλμογραφίας, βρισκόμαστε εξάλλου στα πρώτα βήματα μίας μεγάλης καριέρας. Ίσως, όμως, και να είναι καλύτερα έτσι. Διότι το Mean Streets αναδύει μία πρωτόλεια αυθεντικότητα, μία αφτιασίδωτη τραχύτητα, ένα πάθος που ξεφεύγει από νόρμες και καλούπια. Είναι ξέχειλο από ορμή και φούρια, από αστείρευτη διάθεση για περιπέτεια και πειραματισμό.

Υπό μια έννοια, ολόκληρη η ταινία μοιάζει με την έξοχη σκηνή καβγά στο υπόγειο μπιλιαρδάδικο, που ξεκινά από μία προσβολή που κανείς δεν κατανοεί, αλλά άπαντες την θεωρούν επαρκή λόγο για να τα κάνουν λαμπόγυαλο. Έχει μία ακατέργαστη και πρωτόγονη δύναμη, μία αυτοσχέδια φρενίτιδα, που δεν έχει ανάγκη από κανένα πλάνο και καμία γυαλάδα. Το Mean Streets δεν είναι μία ταινία για τη μαφία, τα αφεντικά, τα τελετουργικά και τους κώδικές της.

Αντιθέτως, είναι μία ταινία για τους ανθρώπους που παγιδεύονται οικειοθελώς σε καταστάσεις που τους ξεπερνούν, καθώς και για την αδυναμία τους να αποδεχτούν τις επιλογές τους ή να αλλάξουν τη μοίρα τους. Αυτοί οι άνθρωποι, σε τελική ανάλυση, δεν διαφέρουν και πολύ από όλους εμάς. Κι όπως όλοι εμείς, η ζωή ενδέχεται να τους ξεβράσει σε οποιοδήποτε επάγγελμα, σε οποιαδήποτε ασχολία. Ενδέχεται, δηλαδή, να είναι μια παρέα από φτωχοδιάβολους γκάνγκστερ, που ζουν, εργάζονται, προσπαθούν, αποτυγχάνουν, απογοητεύονται και καταρρέουν σε κάποιους κακόφημους δρόμους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑