First Cow (2019)

Σκηνοθεσία: Κέλι Ράικαρντ

Παίζουν: Τζον Μαγκάρο, Όριον Λι, Τόμπι Τζόουνς, Γιούαν Μπρέμερ, Γκάρι Φάρμερ, Λίλι Γκλάντστοουν

Διάρκεια: 121΄

1820, κάπου στις εσχατιές του Όρεγκον, λίγο πριν την οριστική κατάκτηση της Άγριας Δύσης. Ο Cookie, ένας μειλίχιος και χαμηλών τόνων μάγειρας, είναι η αταίριαστη συνοδεία σε μια φωνακλάδικη παρέα από κυνηγούς γούνας που φέρονται και μιλούν σαν άγρια θηρία. Ό,τι ήταν αναγκαίο να γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του, εξάλλου, το έχουμε ήδη πληροφορηθεί από μία και μόνο εικόνα: τη στιγμή που σώζει στοργικά μια σαύρα μάς γίνεται ολοφάνερο ότι διαφέρει από τους τυχοδιώκτες και μαχαιροβγάλτες που τον περιβάλλουν. Μια μέρα, ενόσω ψάχνει στο δάσος για οτιδήποτε μπορεί να του φανεί χρήσιμο στην κουζίνα, σκοντάφτει πάνω στον King-Lu, έναν Κινέζο μετανάστη που καταζητείται για φόνο και κρύβεται ολόγυμνος στους θάμνους. Παρότι οι συνθήκες κάθε άλλο παρά το ευνοούν, οι δύο άνδρες, ολότελα ξένοι προς τις συνήθειες και τους τρόπους των πιονέρων, θα αναπτύξουν μία φιλία που θα αντισταθεί μέχρι τέλους στον νόμο της ζούγκλας που επικρατεί ολόγυρά τους. 

«Η ιστορία δεν έχει φτάσει ακόμη εδώ» μονολογεί ευφυώς ένας από τους χαρακτήρες και πράγματι το First Cow (2019) της Κέλι Ράικαρντ (που πρέπει επειγόντως να αναγνωριστεί ομόφωνα ως μία από τις σπουδαιότερες φωνές του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά) εξερευνά τα σπάργανα και τις απαρχές ενός άγριου νέου κόσμου, βυθισμένου στην ανομία και στον αμοραλισμό, ο οποίος βαφτίστηκε στο αίμα και χτίστηκε στην απληστία. Ωστόσο, η Ράικαρντ θα μπει στον κόπο και θα βρει τον τρόπο να σκαρώσει μια μικρή χαραμάδα που θα προσφέρει -έστω πρόσκαιρο- καταφύγιο στο νοιάξιμο και στην τρυφερότητα, σε ένα αυτοσχέδιο «μαζί» που δεν υποκύπτει στο «όλοι εναντίον όλων». Και θα φτιάξει μια ταινία τόσο συμπυκνωμένη και απέριττη που χωρά στην αγκαλιά της ένα πειραγμένο γουέστερν, μια ελεγεία στη δύναμη της φιλίας, τον καταστατικό χάρτη της γέννησης του καπιταλισμού, αλλά και μια πλάγια ειρωνεία για τους συνεκτικούς και δομικούς μύθους της Αμερικής.

Επιστρέφοντας στο γουέστερν εννιά χρόνια μετά το Meek’s Cutoff (2010), η Ράικαρντ αποχωρίζεται την απεραντοσύνη και την απειλητική ανοιχτωσιά του τοπίου, πλάθοντας έναν κόσμο αμόλυντο και αδιαπέραστο,  γεμάτο φυλλωσιές και χρυσαφένιες ηλιαχτίδες, υγρασία και λασπουριές, όπου οι άνθρωποι λογίζονται ως εισβολείς και παραβάτες. Σύντομα, όμως, τα πάντα θα αλλάξουν ραγδαία και αμετάκλητα. Ο πολιτισμός της λεηλασίας και της επέκτασης καταφθάνει αρματωμένος, κουβαλώντας όλα τα συνοδευτικά του στοιχεία: την αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, τη χυδαία εκμετάλλευση, την υποδούλωση. Όλα τα παραπάνω θα έρθουν συμβολικά στο προσκήνιο με τον ερχομό της (πρώτης) αγελάδας, η οποία θα σημάνει την αυγή μιας νέας εποχής. Σύμβολο μιας αθωότητας που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, η αγελάδα γίνεται ερήμην και άθελά της φορέας μιας βίαιης μετάλλαξης. Διόλου τυχαία, μάλιστα, το όνομά της είναι Εύα και το μήνυμα γίνεται πιο σαφές από ποτέ: οι μέρες της Εδέμ είναι πλέον μετρημένες. 

Η αγελάδα, που γίνεται αμέσως αντιληπτή ως απόδειξη πλούτου και ισχύος από τους πάντες, ανήκει σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα- άτυπο φεουδάρχη (εκπληκτική κάστινγκ επιλογή ο Τόμπι Τζόουνς), με παρουσιαστικό που φέρνει σε καρτούν, ο οποίος φαντάζει αφελής στην πρώτη ματιά, αλλά ξέρει πολύ καλά πότε και πώς να φανεί αδίστακτος. Παντελώς ανίδεος για τον κόσμο, τη φύση, τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω του, εξοπλισμένος με την υποκριτική ευγένεια του φιλεύσπλαχνου κατακτητή, υπερβολικά αλαζόνας για να φανταστεί ότι θα μπορούσε να πιαστεί κορόιδο, ο μεγιστάνας σοβαρεύει και σκοτεινιάζει απότομα καθώς αναλύει τα οφέλη της θανατικής ποινής και την ανάγκη πειθαρχίας και διακριτών ρόλων στην οικονομική πυραμίδα. 

Την ίδια στιγμή, ο Cookie και o King-Lu βλέπουν στην αγελάδα μια χρυσή επιχειρηματική ευκαιρία. Αρμέγοντάς την στα κρυφά, στην άγρια νύχτα, έχουν πλέον τα μυστικό συστατικό για να φτιάξουν τα λαχταριστά μπισκότα που γίνονται ανάρπαστα από τους σκληροτράχηλους πιστολέρο, μισθοφόρους και εργάτες, προσφέροντας «μια μικρή γεύση από σπίτι». Ο King-Lu, προικισμένος με μια ευφράδεια που βγάζει τη γλώσσα στην αρχετυπική απεικόνιση ενός Κινέζου μετανάστη στο Φαρ Ουέστ, εξηγεί στον Cookie πως η πράξη τους απέχει έτη φωτός από το να χαρακτηριστεί κλοπή και έγκλημα σε ένα περιβάλλον όπου ο πλούτος είναι συνώνυμο της βίας. Στο δικό του μυαλό, το Αμερικανικό Όνειρο ξεκινά από τα χαμηλά και μπορεί να κοιτάξει μόνο ψηλότερα, σε αυτή την παρθένα γη με τους άγνωστους θησαυρούς. Ο Cookie, αντιθέτως, δεν βρίσκει τίποτα το καινούργιο σε έναν κόσμο όπου ισχύουν οι παμπάλαιοι απάνθρωποι κανόνες. 

Παρεμπιπτόντως, η έννοια του ριζώματος πλημμυρίζει με διακριτικότητα το First Cow στις πλέον ανύποπτες στιγμές και εικόνες. Προσέξτε πόσο επιμελώς παρατηρεί η κάμερα όλη τη διαδικασία μεταμόρφωσης μιας παρατημένης καλύβας σε ζεστό σπιτικό για τους δύο απόκληρους φίλους (σε πλήρη αντίθεση με την πνιγηρό φρούριο του γαιοκτήμονα). Αντιθέτως, όταν οι μπράβοι του μεγιστάνα τη διαλύσουν ολοσχερώς, η κάμερα θα κρατήσει μια διακριτική απόσταση, σε μια κίνηση παρηγοριάς και συμπαράστασης. Στην πραγματικότητα, αυτό που στ’ αλήθεια λαχταρούν οι δύο συνένοχοι και συνοδοιπόροι, πολύ περισσότερο από το να πιάσουν την καλή, είναι μια υποτυπώδη αίσθηση του ανήκειν. Ατέρμονοι ταξιδιώτες και περιπλανώμενοι, πλήρως αποκομμένοι από κάθε καταγωγικό δεσμό και αιωνίως ξένοι σε τόπους ανεξερεύνητους, o Cookie και ο King-Lu βρίσκουν επιτέλους ένα πρόσφορο έδαφος για να βγάλουν ρίζες.

Μακριά από καυτά εξάσφαιρα, μπότες, σπιρούνια, σέλες και σαλούν, το First Cow αποδομεί (και ανά στιγμές διακωμωδεί) τόσο τον καλογυαλισμένο μύθο του going out West όσο και το υφολογικό-θεματολογικό μοτίβο των γουέστερν, αποφεύγοντας όμως να φανεί ανελαστικό ή δογματικό. Σε αυτή την ιστορία αλληλεγγύης και ασυδοσίας, που ισορροπεί αβίαστα ανάμεσα στην παραβολή και στο όνειρο, μπορεί να απουσιάζει η γούεστερν βιτρίνα αλλά δίνουν βροντερό «παρών» όλα τα βαθύτερα ζητήματα που θίγουν οι κορυφαίες ταινίες του είδους. Η συνομιλία ανάμεσα στον φιλελευθερισμό της ατομικής βούλησης και την αναγκαιότητα της κοινωνικής συνύπαρξης. Η αποσιώπηση μιας ολοκληρωτικής γενοκτονίας και η απομάγευση της εποποιίας. Η αναμέτρηση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Η θεμελίωση της ιδιοκτησίας ως επιστέγασμα αλλά και ως ανάχωμα της αρπαγής. Η ζωτική σχέση του ανθρώπου με τη γη και την παραγωγή. Η υπαρξιακή μοναξιά των οδοιπόρων που διέσχισαν ερήμους, δάση, βουνά και πεδιάδες σαν σύγχρονοι πρωτόπλαστοι.

Παράλληλα, το First Cow ανατρέχει σε αρκετούς κοινούς τόπους που διακρίνει κανείς συχνά στη φιλμογραφία της Ράικαρντ. Η έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη για δόσιμο και μοίρασμα, για επικοινωνία και επαφή. Η φαντασιακή, αλλά συνάμα τόσο απαραίτητη, κατασκευή της νέας αρχής. Ένα εξωτερικό ταξίδι που λειτουργεί ως εσωτερική διαδρομή αυτογνωσίας και επιφοίτησης. Η περιπλάνηση ως δομικό στοιχείο της Americana, παρέα με την εξερεύνηση μιας αθέατης Αμερικής που κρύβει μέσα της ένα μονίμως άλυτο μυστήριο. Η ανθρωπογεωγραφία των τόπων και η κληρονομιά τους, η οποία συνυφαίνεται με τα δικά μας βιώματα και τραύματα. Κι όλα αυτά με ένα φινάλε που σου γδέρνει απαλά την καρδιά. Σαν ξαπόσταμα με έναν φίλο, που φαντασιώνεστε παρέα όλα εκείνα που δεν θα έρθουν ποτέ. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑