Σκηνοθεσία: David Mackenzie
Με τους: Chris Pine, Ben Foster, Jeff Bridges, Gil Birmingham, Marin Ireland
Διάρκεια: 102′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Πάση θυσία”
Ο David Mackenzie είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Ο Σκοτσέζος δημιουργός έχει αποδείξει στην καριέρα του ότι είναι ικανός για το καλύτερο, πιάνοντας από υψηλές έως πολύ υψηλές επιδόσεις με κάθε του ταινία. Θυμάμαι την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το The Last Great Wilderness (2002), το οποίο είχα δει στις «Νύχτες Πρεμιέρας», μαζί με ένα ή δύο από τα μικρού μήκους φιλμάκια του. Εντυπωσιακή αρχή ο μπαγάσας! Συνέχισε πολύ δυνατά με το Young Adam (2003), την πρώτη του ταινία που πήρε διανομή στη χώρα μας. Ακόμη θυμάμαι την ερωτική σκηνή της Tilda Swinton με τον Ewan McGregor μέσα στο πλοιάριο: βρώμικη και ιδρωμένη, με μια μύγα να πετάει γύρω από τα καυλωμένα σώματα.
Οι δύο επόμενες ταινίες του ήταν το Asylum (2005), με την αδικοχαμένη Natasha Richardson και μια σκηνή με πνιγμό μωρού που επίσης δεν ξεχνιέται ποτέ και το Hallam Foe (2007), με την πανέμορφη Sophia Myles, ό,τι πιο αστείο έχει σκηνοθετήσει, μια ταινία που αν δεν την έχετε δει, ψάξτε την! Δεν έχω δει το Spread (2009), που είχε πάρει κακές κριτικές θυμάμαι (ευκαιρία, πάντως, να το τσεκάρω κι αυτό και να δω πως καθοδηγεί τον Ashton Kutcher!), αλλά έχω δει το πάρα πολύ ενδιαφέρον Perfect Sense (2011), (πάλι) με τον Ewan McGregor και την Eva Green να ερωτεύονται σε μία εποχή χωρίς αισθήσεις! Το You Instead (2011) δεν ήρθε ποτέ στη χώρα μας, ενώ η τελευταία του ταινία, πριν από τούτη, ήταν το πολύ δυνατό Starred Up (2013), ένα συγκινητικότατο και σκληρό συνάμα δράμα φυλακών.
Με την 9η μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, το Hell or High Water, περνάει για δεύτερη φορά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετά το Spread. Αυτή τη φορά, όμως, δεν πηγαίνει στο γκλαμουράτο Λος Άντζελες αλλά στην εγκαταλελειμμένη ενδοχώρα του δυτικού Τέξας για να διηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σε ένα φιλμ που συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου Φεστιβάλ των Καννών και προβλήθηκε και στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν υποψήφιο για τρεις Χρυσές Σφαίρες (δεν κέρδισε καμία), είναι υποψήφιο για τρία βραβεία BAFTA, και πολύ πιθανόν να δούμε το δούμε στις οσκαρικές υποψηφιότητες, οι οποίες ανακοινώνονται στις 24 Ιανουαρίου.
Ο Τόμπι και ο Τάνερ είναι δύο αδέλφια. Ο μεγάλος αδελφός, ο Τάνερ, έχει κάνει χρόνια φυλακή. Ο Τόμπι, από την άλλη, είναι παντρεμένος, χωρισμένος κι έχει να δει τα παιδιά του πάνω από ένα χρόνο, καθώς πέρα όλων των άλλων, δεν διαθέτει χρήματα για να πληρώσει τη διατροφή. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία που η τράπεζα θα του κατάσχει το οικογενειακό ράντζο (στο οποίο έχει βρεθεί πετρέλαιο), μιας που δεν διαθέτει χρήματα για να αποπληρώσει τα δάνειά του, ο Τόμπι καταστρώνει ένα έξυπνο σχέδιο, το οποίο βάζει μπρος με τη βοήθεια του αδελφού του.
Χτυπούν υποκαταστήματα της συγκεκριμένης τράπεζας σε μικρές πόλεις του δυτικού Τέξας, τα ληστεύουν δηλαδή, με στόχο να μαζέψουν το ποσό που απαιτείται, να ξεχρεώσουν το δάνειο και εντέλει να σταματήσουν τις παρανομίες. Ξοπίσω τους θα βρεθεί ένας Ρέιντζερ που βρίσκεται τρεις βδομάδες μακριά από τη συνταξιοδότηση, ο Μάρκους, και ο κατά το ήμισυ Ινδιάνος Κομάντσι συνεργάτης του, ο Αλμπέρτο. Καθώς τα δυο αδέλφια σχεδιάζουν την τελευταία ληστεία, τα πάντα θα κορυφωθούν σε μια τελική αναμέτρηση ανάμεσα στις αξίες του Παλαιού και του Νέου Γουέστ.
«Ήμουν φτωχός όλη μου τη ζωή. Είναι σαν αρρώστια. Πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Δεν θα πάει στα αγόρια μου όμως. Ως εδώ». Δεν ακούς συχνά τέτοια πράγματα σε αμερικάνικη ταινία, έτσι δεν είναι; Αν το έπος των αδελφών Κοέν με την ανάλογη (περίπου δηλαδή) θεματική είχε τον τίτλο No Country for Old Men ετούτη η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «No Country for Poor Guys». Πολύ έξυπνα, ο Mackenzie κάνει το κοινωνικό του σχόλιο χωρίς καθόλου διδακτικό ύφος. Αρκούν οι επιγραφές στις άκρες των highways: «Χρωστάτε;», «Χρειάζεστε χρήματα;», και άλλα τέτοια.
Το χρέος είναι, λοιπόν, πάντα μία ευκαιρία για κέρδος. Πινακίδες δίπλα σε μικρές και μεγάλες πόλεις, κατεστραμμένες από μια οικονομία που ενδιαφέρεται λοιπόν μόνο για το κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών, κι έχει χεσμένους τους μεσό-μικροαστούς ,αλλά και τους εργάτες της γης, τους white trash, που έχουν πλέον μπει στο περιθώριο. Ως θεατές δεν μπορούμε παρά να υποστηρίζουμε τους «κακούς» σ’ αυτήν την ταινία. Τους παράνομους. Αυτούς που ληστεύουν τις τράπεζες. Γιατί αυτοί οι κακοί δεν γεννήθηκαν τέτοιοι. Έγιναν τέτοιοι. Ή λοιπόν αντιστέκεσαι – κι ένας τρόπος είναι η παρανομία, όπως και να το κάνουμε – ή γίνεσαι λίπασμα αυτοκτονώντας ή περιθωριοποιείσαι.
Είναι σημαντικά κι αυτά που λέει ο μισός Κομάντσι Αλμπέρτο. Το πώς η γη όπου ζούσαν οι πρόγονοί του πέρασε στα χέρια των αποίκων με πόλεμο πολλά χρόνια πριν, αλλά πλέον όλοι, ιθαγενείς και άποικοι, έχασαν τη γη, χωρίς πόλεμο, από τις τράπεζες. Εδώ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που σε κρατάει τόσο ως προς το σασπένς όσο και ως προς τα ηθικά διλήμματα με τα οποία μας φέρνει αντιμέτωπους.
Σε ό,τι αφορά τη δράση αυτή καθαυτή, ο Mackenzie σκηνοθετεί ωσάν να ζούσε στην Αμερική και δη στο Τέξας, μια εντελώς ιδιάζουσα περίπτωση αμερικάνικης Πολιτείας. Οι σκηνές κυνηγητού με τα αυτοκίνητα είναι πάρα πολύ καλά γυρισμένες, οι σκηνές των ληστειών επίσης, υπάρχει ένταση, υπάρχει ρυθμός, υπάρχει πάθος, υπάρχει εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας, υπάρχει ένα καλογραμμένο σενάριο από τον Taylor Sheridan (που έχει γράψει και το σενάριο του Sicario), καθώς και πάρα πολύ καλές ερμηνείες.
Ο Chris Pine δείχνει πως δεν είναι απλώς ένα ακόμη όμορφο αγόρι στο Χόλιγουντ. Η ερμηνεία του είναι χαμηλότονη, ειλικρινής, γλυκιά, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από εκείνη του Ben Foster, που υποδύεται τον αδελφό του με πραγματική τρέλα, τέρμα τα γκάζια και μια περίεργη αίσθηση του δικαίου. Ο Jeff Bridges στο ρόλο του Ρέιντζερ, ε, τι να πούμε για τον άνθρωπο. Απίστευτος. Προσέξτε τις λεπτομέρειες στην ερμηνεία του, το πώς λέει «Αλμπέρτο» τον συνεργάτη του, την κούραση και το ίδρωμά του, αλλά όχι την παραίτηση. Γενικά, παρά το σκοτεινό του θέμα, το φιλμ δεν έχει κανένα πρόβλημα να επιδείξει και χιούμορ.
Αυτό προκύπτει κατά βάση μέσα από τις ατάκες – προσβολές που εκτοξεύει ο Bridges προς τον συνεργάτη του, και με κορυφαία κωμική σκηνή εκείνη μέσα στο dinner όπου η γραία σερβιτόρα ουσιαστικά επιβάλλει στους δύο συνεργάτες τι θα παραγγείλουν! Η μουσική των Nick Cave και Warren Ellis είναι ένα ακόμα plus σε τούτο το ελεγειακό νέο-γουέστερν που τελειώνει με… ισοπαλία. Στον τελικό διάλογο ανάμεσα στον Bridges και τον Pine η κάθε πλευρά παρουσιάζει τα επιχειρήματά της και ο θεατής καλείται να πάρει την τελική του απόφαση για το ποιος είναι ο δικαιωμένος από όλη αυτή, την ιστορία ανεξαρτήτως των νόμιμων ή παράνομων μέσων που χρησιμοποίησε. Μια πραγματικά πολύ καλή ταινία!
* Αναδημοσίευση από το MoviesLtd