Reviews Once Upon a Time in the West (1968)

3 Ιανουαρίου 2024 |

0

Once Upon a Time in the West (1968)

Σκηνοθεσία: Σέρτζιο Λεόνε

Παίζουν: Πίτερ Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον, Κλαούντια Καρντινάλε, Τζέισον Ρόμπαρντς

Διάρκεια: 165’

Τρεις άνδρες, σιωπηλοί σαν αγάλματα, με μάτια και δέρμα σαν αρπακτικά της ερήμου, περιμένουν υπομονετικά στην ξύλινη εξέδρα ενός ερημωμένου σιδηροδρομικού σταθμού. Ο διπλανός ανεμόμυλος τρίζει παραπονιάρικα, η κουνιστή καρέκλα δεν λέει να καθήσει ήσυχη, οι σταγόνες από τον σκουριασμένο σωλήνα προσγειώνονται σε ένα καπέλο, μια μύγα παγιδεύεται στην κάννη ενός εξάσφαιρου. Το contre-champ πλάνο στην πλάτη του ενός πιστολέρο δίνει τη θέση του σε ένα πανοραμικό πλάνο αντίθετης φοράς. Ο ίδιος άνθρωπος, από απειλητική και δεσποτική φιγούρα μετατρέπεται ξαφνικά σε μια μικροσκοπική σκιά που την καταπίνει ο καυτός ορίζοντας, μια απλή κουκκίδα χαμένη στο πουθενά.

Οι τρεις κυνηγγοί πιστεύουν πως έχουν στριμώξει για τα καλά το θύμα τους. Καθώς το τρένο σφυρίζει από μακριά, οι φονιάδες γυαλίζουν τα όπλα τους και παίρνουν θέση. Σύντομα θα μάθουν πως η δική τους μοίρα ήταν τελικά προδιαγεγραμμένη και όχι του υποτιθέμενου μελλοθάνατου. Σαν tableau vivant φτιαγμένο από ήλιο και σκόνη, η εναρκτήρια μονομαχία του Κάποτε στη Δύση έχει ήδη δώσει τον τόνο. Η έκρηξη της βίας δεν νοείται χωρίς τη μυσταγωγική ιεροτελεστία της αναμονής. Ποτέ άλλοτε σε ένα γουέστερν δεν είχε στηθεί μια μονομαχία τόσο μεθοδικά, τόσο βασανιστικά και μερακλίδικα.

O Σέρτζιο Λεόνε, ολοκληρώνοντας την περίφημη «Τριλογία του Δολαρίου» με την ταινία Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος (1966), είχε ανακοινώσει την απόσυρσή του από το είδος που δόξασε (και τον δόξασε), δηλώνοντας πως δεν είχε να προσφέρει τίποτα περισσότερο και απορρίπτοντας μια σειρά προτάσεις από τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο. Ο Λεόνε είχε βάλει ήδη στο μάτι το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα The Hoods, όπου ο συγγραφέας Χάρι Γκρέι εξιστορεί τις περιπέτειες του ως μέλους της εβραϊκής γκανγκστερικής μαφίας στο Lower East Side της Νέας Υόρκης, την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης. Όπως ίσως υποθέσατε ήδη, πρόκειται για την ταινία στην οποία ρίχτηκε με τα μούτρα για μια ολόκληρη δεκαετία ο Λεόνε, προετοιμάζοντάς την έως την τελευταία λεπτομέρεια, αψηφώντας ακόμη και την πρόταση να σκηνοθετήσει το The Godfather. Το Once Upon a Time in America, όμως, μια επική εξερεύνηση στον αθέατο υπογάστριο της αμερικάνικης ψυχής, θα μας απασχολήσει κάποια άλλη στιγμή.

Επιστροφή στο Once Upon a Time in the West, με το οποίο ο Λεόνε μάς χάρισε έναν τελευταίο γουέστερν χορό, υποκύπτοντας στην προσέγγιση της Paramount, η οποία τράβηξε έναν ανέλπιστο άσσο από το μανίκι, προκειμένου να αποσπάσει το πολυπόθητο «ναι» από τον Λεόνε: τον Χένρι Φόντα, τον διαχρονικά αγαπημένο ηθοποιό του Ιταλού σκηνοθέτη, τον οποίο πάλευε μια ολόκληρη ζωή να συμπεριλάβει σε κάποια ταινία του. Κι όταν τελικά το κατόρθωσε, χάρισε στον Φόντα τον ίσως πιο αξιομνημόνευτο ρόλο της μυθικής του καριέρας. Η καθησυχαστική φιγούρα του στιβαρού υπερασπιστή των υψηλών ιδανικών και των απανταχού αδύναμων ξαφνικά πραγματοποιεί στροφή 180 μοιρών και ενσαρκώνει το απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο Κακό. Στα παγωμένα γαλάζια του μάτια καθρεφτίζεται ο απόλυτος μηδενισμός και αμοραλισμός μιας εποχής όπου βασιλεύουν η αρπαγή, η άλογη βία, η απουσία δισταγμών και ενοχής, οι ποταποί σκοποί που αγιάζουν τα μέσα.

Το ανεστραμμένο είδωλο του Φόντα (μια ακόμη καινοτομία είναι το γεγονός πως το «πρώτο» όνομα του καστ υποδύεται τον «κακό» της ταινίας) δεν είναι άλλωστε η μόνη απομάγευση που επιφύλασσε στο αμερικάνικο κοινό το Κάποτε στη Δύση. Στη θρησκευτικής ευλάβειας αρχική σκηνή μονομαχίας, που απλώνεται στο αχανές τοπίο κι όπου κυριαρχούν οι σιωπές, οι ανάσες και οι εξωτερικοί ήχοι, μια αθέατη λεπτομέρεια της πλοκής -σαν πεταχτό κλείσιμο του ματιού- έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία. Ο θάνατος, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, των χαρακτήρων που υποδύονταν ο Γούντι Στρόουντ και ο Τζακ Ίλαμ, δύο από τις πιο παραδοσιακές φιγούρες του αμερικάνικου γουέστερν, φανερώνει το γενικό πρόσταγμα.

Η εποποιία της Άγριας Δύσης είναι πια ξεφτισμένο παρελθόν, ένας φτηνιάρικος μύθος για μαζική κατανάλωση, ο ηρωισμός των πιονέρων δεν είναι τίποτα άλλο από ένα φτηνό ξέπλυμα μιας βάρβαρης προέλασης, μασκάρεμα ενός κόσμου που θεμελιώθηκε στο αίμα. Διόλου τυχαία, ο Φόντα υποδύεται το δεκανίκι ενός αδίστακτου επιχειρηματία, ο οποίος θα ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμά του, προκειμένου οι σιδηροδρομικές ράγες της εταιρίας του να φτάσουν στην άλλη άκρη της ηπείρου, τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η επέλαση δεν είναι πλέον επική, μεγαλοπρεπής και πομπώδης. Αντιθέτως, είναι ανήθικη, χυδαία και ιδιοτελής.

Πλέον, ο εχθρός δεν είναι οι αυτόχθονες ερυθρόδερμοι που πρέπει να εξοντωθούν, αλλά οποιοσδήποτε τυγχάνει να βρεθεί στον δρόμο των κατακτητών. Η μηχανή του νέου κόσμου λαδώνεται με το καύσιμο της απληστίας κι αντί για ελευθερία αυτό που προσφέρεται χωρίς φειδώ είναι ασυδοσία και η ατιμωρησία. Σε αυτό το ζοφερό σύμπαν, η βία είναι -με τρόπο σχεδόν σπαρακτικό- το μόνο μέσο διατήρησης μιας στοιχειώδους ηθικής τάξης.

Ο Λεόνε φτιάχνει ένα γουέστερν που μοιάζει να αξιοποιεί, αλλά και την ίδια στιγμή να σαρκάζει, όλη την κληρονομιά του σπαγγέτι γουέστερν, το οποίο φυσικά είχε πάντοτε μια ελαφρά δόση ειρωνείας απέναντι στον μύθο της Άγριας Δύσης, όπως εκφραζόταν μέσα από τον παιχνιδιάρικο τόνο και τους περιπαικτικούς διαλόγους. Ο Λεόνε, στο φινάλε της γούεστερν καριέρας του, εισέπραξε πολύτιμη χείρα βοηθείας από διάφορους ταλαντούχους φίλους. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε μια short story που είχαν σκαρώσει οι τότε νεανίες Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο (!), οι διάλογοι χρωστούν το αιχμηρό και κατάμαυρο πνεύμα τους στον εξαίρετο Σέρτζιο Ντονάτι, ενώ η μουσική του -επιστήθιου παιδιόθεν φίλου του Λεόνε- Ένιο Μορικόνε λειτουργεί (για πολλοστή φορά) όχι απλώς ως συνοδευτικό ντεκόρ, αλλά ως κυρίως μοχλός της αφήγησης.

Kάθε χαρακτήρας της ταινίας είναι ενδεδυμένος με ένα ξεχωριστό και πλήρως αναγνωρίσιμο μουσικό θέμα, από την αρμόνικα του Τσαρλς Μπρόνσον ώς τη θηλυκή χορωδία που συνοδεύει την Κλαούντια Καρντινάλε. Τα μουσικά μοτίβα αλληλεπιδρούν, αλληλοεξουδετερώνονται, αντιμάχονται, διαπλέκονται και συγχωνεύονται, επιβώνουν ως μακρινός βόμβος στην απεραντοσύνη του τοποίου, μετατρέποντας τη μουσική σε καθρέφτη των συγκρούσεων, των αλλαγών, των κρίσιμων αποφάσεων. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για την τελική πινελιά ασύλληπτης φινέτσας σε ένα κομψοτέχνημα τόσο υποδειγματικό που έμοιαζε ικανό να σβήσει το γουέστερν από τον κινηματογραφικό χάρτη μια για πάντα, όπως είχε πει κάποτε και ο Βιμ Βέντερς, θαμπωμένος από την πρωτόλεια δύναμη μιας ταινίας που στέκει ακόμη αγέρωχη, 55 ολόκληρα χρόνια μετά την πρεμιέρα της.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑