What's On Once Upon a Time in Hollywood

24 Αυγούστου 2019 |

0

Once Upon a Time in Hollywood

Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο

Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι

Διάρκεια: 161′

Ο Κουέντιν Ταραντίνο ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να καμουφλάρει τις καταβολές του ή να χαλιναγωγήσει τις εμμονές του. Αντιθέτως, υπερνίκησε τον πειρασμό να τις αφήσει να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά στις ταινίες του με τον μόνο πρόσφορο τρόπο: ενδίδοντας ισοπεδωτικά, αδιαπραγμάτευτα, χωρίς κόφτες ή διαθλαστικούς φακούς. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι το σινεμά ενσαρκώνει για τον Ταραντίνο τον απόλυτο ορισμό της προσωπικής πατρίδας. Για να το θέσουμε με λίγη περισσότερη ακρίβεια, όχι ακριβώς το σινεμά, αλλά το δέος και τα γουρλωμένα μάτια που αντίκρισαν για πρώτη φορά αυτό τον καταιγισμό χρωμάτων και εικόνων, αυτό τον ντελιριακό κόσμο απατηλών πανέμορφων ψεμμάτων, ακριβοθώρητων ινδαλμάτων, φλογερών βλεμμάτων και πυρίκαυστων διαλόγων.

Ο Ταραντίνο, ένας καθ’ έξιν film buff, ένας επαγγελματίας geek της κινηματογραφικής θέασης, δεν ένιωσε ποτέ τύψεις για το «ταπεινό» του παρελθόν ως καταναλωτή ανυπολόγιστης ποσότητας μαζικής κουλτούρας. Φτηνιάρικα γουέστερν, κατασκοπικές ταινίες του κιλού, b-movies στριμωγμένες στα ξέχειλα συρτάρια των αζήτητων της κινηματογραφικής βιομηχανίας, καράτε μονομαχίες με ντουμπλαρισμένες φωνές και ερασιτεχνικό μιξάζ ήχου, ζόμπι με μακιγιάζ παιδικού πάρτι, τηλεοπτικές σειρές των 60s προορισμένες για μαζική απορρόφηση, ένα μαγευτικό pop συνονθύλευμα που τρύπωσε σε ένα συναισθηματικό θησαυροφυλάκιο που το ξεκλείδωνε σε κάθε του ταινία. Ο Ταραντίνο, σε όλη την ώς τώρα καριέρα του, δεν πασχίζει να ξορκίσει ένα σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, αλλά να πασπαλίσει με λίγο σκοτάδι το δικό του ολόφωτο αντικείμενο λαγνείας.

Το Once Upon a Time in Hollywood ενσωματώνει στον τίτλο του μια χροιά παραμυθιού, κλείνει το μάτι στα σπαγγέτι γουέστερν (τα οποία προσπαθεί να αποφύγει όπως ο διάολος το λιβάνι ο βασικός μας πρωταγωνιστής), αλλά το βεληνεκές του απλώνεται πολύ μακρύτερα από έναν γνώριμο ταραντινικό φόρο τιμής. Με αυτή την ταινία, ο Ταραντίνο στην ουσία απευθύνει μια αποχαιρετιστήρια επιστολή στη δική του κοσμοθεωρία, στο κατάδικό του κινηματογραφικό σύμπαν, επιδεικνύοντας εκείνη τη σπαρακτική ωριμότητα που ώρες ώρες καταφθάνει ουρανοκατέβατη και απρόσκλητη στη ζωή όλων μας. Κάποια στιγμή, πρέπει να χαλαρώσεις το σφίξιμο, να αφήσεις αυτό από το οποίο έχεις γραπωθεί τόσο πεισματικά και ιδεοληπτικά να γλιστρήσει απαλά από τα χέρια σου. Ένας αποχαιρετισμός που δεν είναι συνώνυμος με την απώλεια, που δεν εκπίπτει στη λήθη.

Ο Ταραντίνο υπήρξε σε όλη του την καριέρα ένας σεσημασμένος και αγαπησιάρης actors’ director και από αυτή την ταινία συσσωρευμένης σοφίας δεν θα μπορούσε να λείπει και μια ζεστή αγκαλιά προς τους διαχρονικούς τους συνοδοιπόρους. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και ο Μπραντ Πιτ ισορροπούν θαυμαστά, σαν δυο παιδιά που τους βρίσκει το δειλινό στην τραμπάλα μετά από μια χορταστική μέρα παιχνιδιού, που στα παιδικά μάτια προφανώς και φαντάζει μια ολόκληρη ζωή. Ο πρώτος ενσαρκώνει τον Ρικ Ντάλτον, έναν ηθοποιό που γνώρισε μέρες δόξας ως τηλεοπτικός σταρ, αλλά έχει πλέον περιέλθει σε τέλμα, μεμψιμοιρώντας για την αδυναμία του να πραγματοποιήσει το ποιοτικό άλμα προς τη μεγάλη οθόνη.

Ανασφαλής και ετοιμόρροπος, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να παραδοθεί στο αλκοόλ και τα δάκρυα, αποζητά ακατάπαυστα την αποδοχή και τον έπαινο. Ακόμη κι αν πρόκειται για το πλατό μιας ανάξιας λόγου παραγωγής, ακόμη κι αν πρόκειται για το εγκώμιο ενός 8χρονου κοριτσιού που τον ραίνει με το αστείο κομπλιμέντο της «καλύτερης ερμηνείας που έχει δει στη ζωή της». Η κοντινότερη επαφή του Ρικ με τη διασημότητα εξαντλείται πλέον στη γειτνίαση του σπιτιού του με την οικία της ανερχόμενης σταρ Σάρον Τέιτ, που συζεί με τον hot as hell Ρόμαν Πολάνσκι. Η αστραφτερή επιτυχία απέχει ελάχιστα εκατοστά από την καταθλιπτική αφάνεια, τα πάντα είναι θέμα συμπτώσεων, τα πάντα εξαρτώνται από τα κέφια της μοίρας όταν ρίχνει τις ζαριές της.

Ο Ρικ Ντάλτον, λοιπόν, έχει ως ιδανικό και αναγκαίο συμπλήρωμα, ως κάτι παραπάνω από έτερον ήμισυ, τον κασκαντέρ/σοφέρ/βοηθό για τα θελήματα/ανεπίσημο σωματοφύλακα Κλιφ Μπουθ, που στέκει στο άλλο άκρο του συναισθηματικού φάσματος. Συμβιβασμένος με το ξέφτισμα μιας καριέρας που επί της ουσίας δεν ξεκίνησε ποτέ, με αναπολογητική διάθεση προς τον εαυτό του, με την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που παίρνει τη ζωή όπως έρχεται, με σκοτεινά μυστικά που παραδέχεται άρρητα και σιωπηλά.

Δύο φιγούρες που αναπαριστούν τις δυο όψεις της σχιζοφρενικής διχοτόμησης που κατακλύζει την ψυχή και το μυαλό όχι μόνο του κάθε ηθοποιού που ταλαντεύεται ανάμεσα στην αυταρέσκεια και την αυτολύπηση, αλλά οποιουδήποτε κατοικεί στη χολιγουντιανή παραζάλη, εκεί όπου ο βούρκος και τα αστέρια περπατούν παρέα. Η δόξα είναι εφήμερη, τα διλήμματα εκβιαστικά, ο εκτροχιασμός πάντα εύκαιρος, η χλιδή παραισθησιογόνα, η πτώση εκκωφαντική.

Αναμφίβολα θα ειπωθεί και θα γραφτεί πως ο Ταραντίνο πετυχαίνει μια συγκλονιστική αναπαράσταση εποχής, προσδίδοντας στο Λος Άντζελες του 1969 μια αίσθηση σχεδόν χειροπιαστή. Κι όμως, το κατόρθωμά του είναι εμφατικά δυσκολότερο από μια επιμελέστατη δουλειά στην παραγωγή, τη σκηνογραφία και τα κουστούμια και το ρεπεράζ. Ο Ταραντίνο δεν αναπλάθει μια εποχή με τη μορφή φωτοτυπίας ή συστηματικής μελέτης ενός ντοκουμέντου, αλλά βουτά σε μια συγκεκριμένη εσοχή του χωροχρόνου, φυλαγμένη στο σεντούκι των προσωπικών του αναμνήσεων, στο μαγικό φίλτρο του σινεμά. Αυτό που ανασυστήνεται είναι μια τεθλασμένη ανάμνηση, μια ονειρώδης παραπομπή, άλλοτε εξωραϊσμένη άλλοτε απομυθοποιημένη, και εν πάση περιπτώσει, πολύ πέρα από τα στεγανά του πιστού και του πλαστού.

Το Παλιό Χόλιγουντ σβήνει και χάνεται χωρίς ελεγείες και στεφάνια, το Νέο Χόλιγουντ είναι έτοιμο να ανατείλει, τα παιδιά των λουλουδιών έχουν πλέον μετατραπεί σε σαρκοφάγα φυτά, η εναλλακτική κουλτούρα δεν λείανε εντέλει τον δρόμο προς την ελευθερία, αλλά για την ανεξέλεγκτη βία των 70s. O Ταραντίνο δεν αποχαιρετά έναν κόσμο που ξεψυχά, δεν υποκύπτει σε κάποιον άνευ όρων ρομαντισμό, ούτε όμως αποδομεί κάθε υπόνοια τρυφερότητας. Αντιθέτως, επιστρατεύει το ύστατό του καταφύγιο, το σινεμά, για να σκαρώσει την απομάγευση μιας τάχα μου αθωτότητας, μόνο και μόνο για να λούσει αυτή την απομάγευση ξανά με τα χρώματα του ονείρου και της ελπίδας. Θα επανέλθουμε, όμως, σε αυτό λίγο αργότερα.

Διόλου τυχαία, οι δύο ίσως απολαυστικότερες σεκάνς της ταινίας διαπλέκονται η μία με την άλλη, σε ένα μοντάζ τόσο κοφτερό σαν μονομαχία σε παλιό καλό (ή και πολύ κακό, το ένα υπάρχει εξαιτίας του άλλου, έτσι δεν είναι;) γουέστερν. Η Μάργκο Ρόμπι, ως Σάρον Τέιτ βολτάρει στους δρόμους του Χόλιγουντ και αντικρίζει μια μαρκίζα σινεμά όπου φιγουράρει και το όνομά της. Την ίδια στιγμή, ο Κλιφ Μπουθ τρυπώνει σχεδόν ερήμην του στα άδυτα της διαβόητης σέκτας του Τσαρλς Μάνσον, λίγο πριν τη στυγερή δολοφονία της Τέιτ και των φίλων της.

Η Τέιτ ρουφά το μεδούλι του ονείρου, ζει μια φαντασίωση που γίνεται πραγματικότητα, αγγίζει το μερίδιο της ευτυχίας που της αναλογεί. Αναδιπλώνεται στη θέση της (με ολίγον από το πατροπαράδοτο ταραντινικό toe fetish), μαγεύεται από την αντανάκλασή της στο πανί, αναβιώνει τις σκηνές της, χαμογελά αμήχανα και τρισχαριτωμένα στις θετικές αντιδράσεις του κοινού. Σχεδόν αναπόφευκτα, βομβαρδιζόμαστε με μια υποδόρια θλίψη για ένα φινάλε αναπόδραστο (;), αιμοταβαμμένο, λυπητερό.

Στον αντίποδα, ο Κλιφ Μπουθ, ένας αθέατος εργάτης των κινηματογραφικών πλατό, καταδικασμένος να μένει στην αφάνεια, μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή, σε μια σεκάνς που στάζει ιδρώτα, ένταση και αναμονή. Είναι πλέον το ομοίωμα του ήρωα που υποδύεται σε όλη του την καριέρα ο Διόσκουρός του. Γίνεται κι αυτός κομμάτι του ονείρου, στη διαμετρικά αντίθετή όψη του. Είναι ο ήρωας που τολμά να εισέλθει στον εφιάλτη, αντιπροσωπεύοντας εκείνη την πρώτη υπόνοια αισιοδοξίας που αμφισβητεί την ιστορική και ήδη καταγεγραμμένη ροή των πραγμάτων.

Παράλληλα, μας χαρίζει κι ένα πανέμορφο στιγμιότυπο, σχεδόν εμβόλιμο, όπου συνομιλεί με μια παλιά καραβάνα του Χόλιγουντ (τον Μπρους Ντερν) που αργοπεθαίνει απολιθωμένος, τυφλός (παρόλα αυτά καρφωμένος κάθε βράδυ στην τηλεόραση, ίσως μια δηκτική υπόνοια για την εποχή μας) κατάκοιτος. Ένα σκέτο ραμολιμέντο, κουφάρι μιας νεκρής εποχής, έρμαιο στα νύχια μιας νέας άγριας περιόδου.

Κάπως έτσι, φτάνουμε σε ένα φινάλε επαναδιατύπωσης της Ιστορίας και απονομής δικαιοσύνης. Ένα μοτίβο που εμφανίζεται σε πολλές από τις τελευταίες ταινίες του Ταραντίνο, αλλά εδώ βρίσκει την ομορφότερη εφαρμογή του. Στο Django, κυριαρχεί ένας κάπως παιδιάστικος και επιδειξιμανής ρεβανσισμός απέναντι στις ιστορικές αδικίες και πληγές. Στο Inglourious Basterds, το σινεμά ενδύεται με τον γοητευτικό μανδύα του απόλυτου game changer, χωρίς όμως να εκλείπει η παρόρμηση της εκδικητικής μανίας. Στο υποτιμημένο The Hateful Eight, το τελικό επιμύθιο παραμονεύει στο τέλος: το σινεμά είναι ικανό να διαβρώνει ακόμη και τα φαντασιακά συλλογικά θεμέλια στα οποία έχει εδραιωθεί η αλαζονική ψυχοσύνθεση ενός ολόκληρου έθνους.

Στο Κάποτε στο Χόλιγουντ, ο Ταραντίνο μας κλείνει το μάτι ιδιοφυώς και παμπόνηρα. Ο λυτρωτικός επίλογος δεν έγκειται στο ντελιριακό (και χορταστικό) κρεσέντο βίας που σώζει την παρτίδα, αλλά σε αυτό που έπεται αμέσως μετά. Στην υπόνοια ότι το μέλλον ίσως και να κρύβει λιγότερο πόνο και λιγότερη βία. Στην (αυτό)πεποίθηση ότι το σινεμά δεν φτιάχνει μόνο απατηλούς μύθους, αλλά αντικαθιστά με μύθους ακόμη και την πραγματικότητα. Στην πίστη ότι το σινεμά είναι παρηγοριά. Eλπίδα και χάδι για κάθε αδικία ενός αμετανόητα σκληρού κόσμου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑