Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Ντάνι Αϊέλο, Νταϊάν Ουΐστ, Τζούλι Κάβνερ, Τζεφ Ντάνιελς, Μία Φάροου, Νταϊάν Κίτον
Διάρκεια: 85’
Το Radio Days το πρωτόδα τότε. Έκτοτε το επισκέπτομαι ανελλιπώς, συνήθως στις χριστουγεννιάτικες διακοπές, που του ταιριάζουνε. Η αλήθεια είναι όμως πως μοναχά τα τελευταία δέκα χρόνια το συναισθάνομαι σαν κάτι περισσότερο από ρομαντικοποιημένο απολογισμό της εποχής της νεότητας ενός σκηνοθέτη σε κλιμακτήριο που, ατυχώς, έχει θεωρηθεί από την πλειοψηφία της κριτικής. (Ίσως να ‘φταιγε και που ‘ταν στριμωγμένο ανάμεσα σε ευδιάκριτα αριστουργήματα, που ο Γούντι τότε παρουσίαζε αφειδώς.)
Εμφανώς οι Μέρες του Ραδιοφώνου είναι μια συναισθηματική ταινία. Αναπολεί, χαριτολογεί, ανεκδοτολογεί ακατάπαυστα. Στην καρδιά της όμως –κι αυτή είναι η μοναδική απαρέγκλιτη ταινία καρδιάς του Άλεν– έχει το άλγος της. Τη λεπτή, συνεχή υπενθύμιση της λιλιπούτειας και διαρκώς υπορρέουσας οδύνης της. Η νοσταλγία αυτή είναι που την οδηγεί σε μια σπουδή στον συναισθηματισμό, όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι του λόγου του προτού οι cerebralists (sic) κατέλαβαν τον κόσμο των αποτιμητών και ‘μεις υπολογίσαμε το δάκρυ μας για καλλιτεχνική αδυναμία.
Ο συναισθηματισμός του Άλεν εδώ, φορτωμένος κωμωδία, απαστράπτοντα διάλογο, αξιολάτρευτους χαρακτήρες ανθρώπων –ο Άλεν ποτέ, τότε, δεν υποβάθμιζε την κωμωδία του σε σχήματα και τύπους– και στίξεις μελαγχολίας (που στις διατυμπανίζει απ’ την αρχή, δεν αφηγείται Ιστορία, μελωδεί τις αναμνήσεις του), πατάει γερά στη μνήμη του «όταν ήμαστε παιδιά», στα προβλήματα, τις μοναξιές και τα κολλήματα. Στην ανίκητη περιπέτεια που πήγαζε απ’ το πιο ελάχιστο. Στις μελωδίες που, ανεξέλεγκτα έμφορτες εικόνων, συρράπτουν το home movie του καθενός. Στα πρόσωπα που δεν θα είναι ποτέ ξανά εδώ κι όμως διαρκώς ανακαλείς.
Ωστόσο οι Μέρες έχουν μια πρόσθετη μαγεία, οφειλόμενη σ’ αυτό που ο Άλεν φροντίζει να στηρίξει τον συναισθηματισμό του. Άλλωστε ξέρει καλά πως το συναίσθημα ξεκινά από ένα συμπαγές, στους περισσότερους υποσυνείδητο, σώμα παρελθόντος διάστικτο μνημών, κατακαθισμένων σκέψεων, χαραγμένων απωθημένων. Για μας, του τύπου των σινεφίλ που κάποτε που την άλλη μέρα θα είχε ποδόσφαιρο στην αλάνα της δεξαμενής με τον Θανάση, πάρτι στη Χρυσούλα, Σπουδή Περιβάλλοντος και Άννα-Μαρία στο απέναντι θρανίο, παραχώναμε κι έναν Αστέρ, έναν Ράντολφ Σκοτ κι έναν Σούπερμαν (με πολύ μπλε στολή και πολύ κόκκινη μπέρτα), το σώμα των μνημών, των σκέψεων και των απωθημένων έχει μια (μάλλον ατυχή) σχέση με το στυλιζαρισμένο ιδεώδες του κινηματογράφου (εξ ου και ο χαρακτήρας της αιώνιας υπό παντρειά Ουΐστ είναι τόσο υπέροχος).
Στο όνομα του οποίου η δική μας γενιά, όπως και η γενιά του Άλεν, δες εκείνη την ευλαβικά υπέροχη σκηνή στο Ράδιο Σίτι όταν πρωτοεπισκέπτεται σινεμά στη ζωή του, επωνύμισε μια ζωή στην άγρα του. «Πρέπει όμως να κατεβάσεις τα στάνταρ σου», λέει σε κάποια στιγμή η μαμά Τζούλι Κάβνερ, «αν θέλεις να παντρευτείς» –να είσαι συντροφευμένος, εννοώντας. Το ιδεώδες, μπορεί να είναι συστατικό του κινηματογραφικού αποδραστισμού των νειάτων μας (και των γηρατειών μας), δεν είναι όμως υλικό της ζωής μας.
Ο Γούντι το ξέρει (η ζωή του μονομανές πανηγύρι αποφυγής του πεπρωμένου μοιάζει) κι έχει προ πολλού αποφασίσει την καταφυγή, με όποιον τρόπο, έστω και σαν αναπαράσταση, στον κόσμο που το ιδεώδες δεν είναι μόνο εφικτό, είναι και απαιτούμενο. Το Radio Days γεννιέται ακριβώς στην στιγμή που ο 50άρης Άλεν αναπολεί εκείνο – που δυναστεύει έτσι κι αλλιώς το σινεμά του – το Παρελθόν και καταλαβαίνει πως τότε δεν ήταν καλύτερα, ω, δεν ήταν καλύτερα. Ήταν όμως η εποχή που οι μουσικές, τα πρόσωπα και οι αντηχήσεις τους μπορούσαν ακόμα να εκρήγνυνται φαντασιωτικά μέσα μας, μέρος αυτής της αυταπάτης να απαντιέται στην σκοτεινή αίθουσα που εμφανίζονταν τα όνειρά μας (δεν είναι θαύμα που σε σκοτεινό θάλαμο εμφανίζονταν, άλλοτε, οι φωτογραφίες του «εκθαμβωτικού» μας παρελθόντος;) και, σχεδόν, όλες τους να συνθέτουν αυτό που αργότερα συνειδητοποιήσαμε για χαρακτήρα μας.
Σχεδόν.
Γιατί οι φωνές, οι πραγματικές φωνές, των ανθρώπων ή και των αντηχήσεων των δικών μας ονείρων, δεν είναι αποτυπωμένες πουθενά παρά στο μικρό, το μέγα (;) μνημονικό που μας έλαχε. Που πάσχει να τις συντηρήσει, ίσως, αν είναι εργατικός ο κάτοχός του, όπως ο Γούντι εδώ, να τις τιμά με μια αναπαράσταση που να τους αναλογεί, αλλά, κατά βάθος, να αντέχει να παραδέχεται πως, καθώς πληθαίνουν οι Παραμονές των νέων χρόνων, όλο και ξεθωριάζουν. Κι έτσι, μια μικρή κινηματογραφική ιστορία των ημερών του αμερικάνικου ραδιοφώνου, μεταλαμβάνει σε μια μικρή ιστορία σκέτο του τρόπου που «κάπου την έχουμε πατήσει στο τέλος κι οι δυο».