Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Γούντι Άλεν, Νταϊάν Κίτον, Τόνι Ρόμπερτς, Κάρολ Κέιν, Πολ Σάιμον, Σέλεϊ Ντιβάλ
Διάρκεια: 93′
«It reminds me of that old joke – you know, a guy walks into a psychiatrist’s office and says, hey doc, my brother’s crazy! He thinks he’s a chicken. Then the doc says, why don’t you turn him in? Then the guy says, I would but I need the eggs. I guess that’s how I feel about relationships. They’re totally crazy, irrational, and absurd, but we keep going through it because we need the eggs».
Η ικανότητα του Γούντι Άλεν να κάνει το σύνθετο απλό και το αντίστροφο είναι κάτι που κανείς μπορεί να διακρίνει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο Annie Hall. Η βασική πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από το χρονικό της σχέσης του Άλβι Σίνγκερ και της Άνι Χoλ, μιας σχέσης τόσο καθημερινής που φαντάζει σαν μια ιστορία κάποιου που ο καθένας μας μπορεί να γνωρίζει. Και όμως, η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σκέψης και ο συναισθηματικός πανικός που εκτοπίζει τη λογική με χαρακτηριστική ευκολία αρκούν για να τη μετατρέψουν σε πραγματικό λαβύρινθο.Οι πάγιες εμμονές του είναι συγκεντρωμένες και εδώ. Η θρησκεία, το υπαρξιακό άγχος, η ενοχή μπροστά στην ερωτική απόρριψη, η τέχνη και φυσικά η πόλη του φωτίζουν αχνά την περιπλάνηση του νεοϋορκέζου στις ατραπούς του έρωτα. Για την ακρίβεια, το σχήμα στο έργο τίθεται αντίστροφα: Ο έρωτας παρέχει στον άνθρωπο το μοναδικό φως για να πορευτεί μέσα σε ένα πλαίσιο που απειλείται από ολοσχερή και παντοτινή συσκότιση. Μόνο που δεν κρατάει για πάντα, ούτε μπορεί να διατηρηθεί στη ζωή με τεχνητά μέσα.
«I would never want to belong to any club that would have someone like me for a member».
Ο μεγαλύτερος –ίσως και μοναδικός– εχθρός του ανθρώπου που ερωτεύεται είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Αυτός είναι που αφήνει τις μαγικές στιγμές να ξεθωριάσουν, που αγνοεί επιδεικτικά τη λάμψη της ένωσης των σωμάτων και των ψυχών, παραμένοντας θλιβερά ανήμπορος να νικήσει τους φόβους του. Προσκολλημένος σε θέσεις που εμποδίζουν τη συν-ουσία, ο Άλβι αφήνει την Άνι να φύγει μπροστά στα μάτια του. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα δεν την κατηγορεί ποτέ και για τίποτα. Αν η σχέση του μαζί της είναι γι’ αυτόν ιδανική, είναι ανάξιος να τη διατηρήσει. Αν πάλι δεν είναι, είναι η ίδια η σχέση ανάξια να συντηρηθεί. Κάπως έτσι, με περισσή μαεστρία και καλά κρυμμένη την απόγνωση κάτω από το ακαδημαϊκό χιούμορ και τα one-liners, ο Γούντι εισάγει τον χαρακτήρα του σ’ ένα απόλυτο ψυχοφθόρο άτοπο, δικαιώνοντας πλήρως το ρητό του Γκράουτσο Μαρξ, το οποίο αποτελεί ερμηνευτικό άξονα του φιλμ.
“Alvy, you’re incapable of enjoying life, you know that?”
Ο αρχικός τίτλος του φιλμ ήταν «Ανηδονία». Όπως άλλωστε επισημαίνει η Άνι στον Άλβι, είναι τόσο καθηλωμένος στο δέος που του προκαλεί η ίδια η ζωή ώστε να μην μπορεί να απολαύσει τίποτα. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δε μπορεί να είναι χαρούμενος αν δεν είναι όλοι χαρούμενοι. Μέσω αυτής της αλτρουιστικής ασπίδας όμως, ο Άλβι αποκρούει οτιδήποτε απειλεί να τον μετακινήσει από την κατάστασή του, την οποία μπορεί να μην απολαμβάνει, τρέμει όμως να την αλλάξει. Καταλήγει έτσι εγκλωβισμένος, έρμαιο των επιλογών που του υπαγορεύει η φοβική του στάση. Μόνο που αυτό δεν παρουσιάζεται με κανέναν μελοδραματισμό, αλλά αντίθετα μ’ έναν το κατά δύναμιν τρυφερό σαρκασμό προς την αδυναμία του.
“The universe is expanding”
Ήδη από τις πρώτες σκηνές του έργου, σ’ ένα φλασμπάκ μαθαίνουμε ότι ο Άλβι, όταν ήταν ακόμα μικρό παιδί, είχε κυριευτεί από το φόβο του θανάτου. «Το σύμπαν διαστέλλεται και όλοι θα πεθάνουμε», αναφέρει στον παιδοψυχολόγο. Προικισμένος μ’ ένα ανήσυχο πνεύμα, ο ήρωας μοιάζει να φτάνει σε συνειδητοποιήσεις των οποίων το φορτίο αδυνατεί να σηκώσει. Και κάπως έτσι εξελίσσεται στο νευρωτικό, φοβιτσιάρη και –σε πρώτη ανάγνωση– εγωκεντρικό τύπο τον οποίο ερωτεύεται η σαφώς απλούστερη Άνι. Ο έρωτας άλλωστε ήταν για τον Άλβι ένας τρόπος να νικήσει προσωρινά το θάνατο, καταδικασμένος a priori σε αποτυχία.
“You know how you’re always trying to get things to come out perfect in art because it’s real difficult in life”
Αν ο έρωτας είναι ο εχθρός του θανάτου, η Τέχνη είναι το αντίπαλο δέος της ζοφερής πραγματικότητας. Εκεί που ο δημιουργός μπορεί να φτιάξει τον χαρακτήρα του καθ’ εικόνα και ομοίωση αυτού που θα ήθελε ο ίδιος να είναι αλλά ποτέ δε μπόρεσε. Όταν τα πράγματα με την Άνι οδηγούνται στο αναπόφευκτο τέλμα, ο Άλβι δε διαθέτει άλλο μέσο αντίστασης από την Τέχνη. Δεν αυταπατάται ότι διορθώνει τα κακώς κείμενα μέσω αυτής, δυστυχώς για τον ίδιο έχει απολέσει από μικρός αυτή τη δυνατότητα. Βρίσκει όμως ένα καταφύγιο από την εσωτερική του καταιγίδα και αυτό από μόνο του αρκεί.
Αντίστοιχα σκέφτεται βέβαια και για την αγαπημένη του Νέα Υόρκη. Ξέρει ότι δε μπορεί να πετύχει όσα θα ήθελε εκεί και όμως επιμένει να επιδεικνύει σπάνιο σοβινισμό, αφού αντιλαμβάνεται ότι η πόλη του είναι το μόνο μέρος που θα τον δεχτεί όπως είναι. Γυμνός λοιπόν από άμυνες, παραδίνεται τυφλά και αγαπά σχεδόν μεταφυσικά το μέρος όπου μεγάλωσε, όχι τόσο για να μην απομακρυνθεί από τη στέγη των αναμνήσεών του, όσο για να μην χάσει το μοναδικό μέρος στον κόσμο που, παρότι τον κρατάει δέσμιο της αδυναμίας του, ταυτόχρονα τον εξιλεώνει.
Ο Γούντι ξέρει ότι ο καθένας παραμένει μόνος σε όλη του τη ζωή και το παραδέχεται, παρότι τρέμει τη μοναξιά του και αυτό αποτελεί μια ύψιστη κινηματογραφική πράξη γενναιότητας. Στα μάτια του, έρωτας είναι η παράβαση της λογικής και το αντίθετο της ασφάλειας. Μέσα από την παραληρηματική του δομή, το Annie Hall μας καλεί να παραδοθούμε άνευ όρων στον Έρωτα, χωρίς ποτέ να μας κρύβει τη θνησιγένεια που αυτός έμφυτα διαθέτει. Και αν όλο αυτό εμπεριέχει μέσα του ισχυρές δόσεις αυτοκαταστροφής, το μόνο που απομένει να πούμε είναι αυτό: We need the eggs.