Σκηνοθεσία: Σπάικ Λι
Παίζουν: Έντουαρτ Νόρτον, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Μπάρι Πέπερ, Μπράιαν Κοξ, Ροζάριο Ντόσον
Διάρκεια: 135′
Είκοσι και βάλε χρόνια έχουν περάσει από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και (πιθανότατα) καμία άλλη ταινία δεν έχει μπορέσει να γραπώσει -και μάλιστα αυτοστιγμεί, ενώ ακόμη η πληγή είναι ανοιχτή- τον λαβωμένο και εύθραυστο ψυχισμό της Νέας Υόρκης εκείνη την εποχή. Η 25η Ώρα του Σπάικ Λι σκάβει βαθιά μέσα στην καρδιά του τραύματος, με οδηγό έναν απορημένο και μπερδεμένο ήρωα, που παλεύει να διαχειριστεί την τελευταία μέρα της προηγούμενης ζωής του. Διότι την αυγή της επομένης, τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο. Όπως ακριβώς, δηλαδή, συνέβη και με τη Νέα Υόρκη τη 12η εκείνου του Σεπτέμβρη.
Ο Μοντγκόμερι Μπρόγκαν (Έντουαρντ Νόρτον) έχει πολλές εκκρεμότητες να τακτοποιήσει στο τελευταίο 24ωρο προτού μπει στη φυλακή. Όχι, δεν πασχίζει να αποδείξει την αθωότητά του, ούτε ζητά συγχώρεση ή εκδίκηση. Οι πάντες -κι εμείς μαζί- γνωρίζουν πως είναι ένοχος. Οι πάντες -κι αυτός μαζί- γνωρίζουν πως είναι εκείνος που διάλεξε και έφτιαξε τη μοίρα του. Οι εκκρεμότητές του είναι εσωτερικής φύσης, είναι βασανιστικές και πολύπλοκες, και η άμμος στην κλεψύδρα έχει αρχίσει να λιγοστεύει. Ο Μόντι πρέπει να βάλει έναν επίλογο σε κάθε κεφάλαιο της ζωής του, να μάθει αν έχει πέσει θύμα προδοσίας για να λυτρωθεί από το βάσανο της αμφιβολίας, μα πάνω απ’ όλα να οριοθετήσει, να κατανοήσει και να αποκαταστήσει τη σχέση του με τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν.
Στην πραγματικότητα, ο Μόντι παλεύει να επαναπροσδιορίσει το ποιος είναι, αναζητώντας όλα όσα έχασε στην πορεία, μήπως και χαράξει από την αρχή τον χάρτη της ζωής του, μήπως και προλάβει να περισώσει ό,τι αξίζει να σωθεί. Συντετριμμένος από την τιμωρία για την αλαζονεία που επέδειξε, ο Μόντι περιφέρεται σαν κουρασμένο φάντασμα που παλεύει να συνειδητοποιήσει ότι ο κόσμος που νόμιζε παντοτινός έχει πια χαθεί. Στερημένος από την προσμονή του αύριο, αλλά και γεμάτος αμφιβολίες για την αξία του χθες, αναρωτιέται φωναχτά πού και πώς ξόδεψε τον εαυτό του. Και σίγουρα δεν προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως δεν μετανιώνει για τίποτα. Το κάθε άλλο.
Διόλου τυχαία, σε αυτή την ύστατη προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τα λάθη του, ανατρέχει στα σημεία αναφοράς που δεν γειτονεύουν με την ασχήμια και τη χυδαιότητα που τον έφερε έως εδώ. Οι δύο παιδικοί του φίλοι (Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν και Μπάρι Πέπερ), ο σκύλος του, ο πατέρας του (Μπράιαν Κοξ), η σύντροφός του (Ροζάριο Ντόσον): όλοι τους σημαδούρες μιας ζωής που επέλεξε να κάνει πέρα. Ο Μόντι και οι κοντινοί του άνθρωποι θα αφεθούν σε ένα νυχτερινό ταξίδι ατομικής και συλλογικής αυτογνωσίας. Θα αναμετρηθούν με τα ανείπωτα, τους κρυφούς ανταγωνισμούς, τους ανεξόφλητους λογαριασμούς, τη ζήλια, τον φθόνο και τα παράπονα.
Στο τέλος της διαδρομής, όλοι τους θα έρθουν σε επαφή με πληγές, αδυναμίες και πίκρες που απέφευγαν συστηματικά να αντικρίσουν. Όλοι τους θα συντριβούν σε μικρές δόσεις, μέχρι που το χάραμα θα τους βρει τσακισμένους, αλλά και λίγο πιο ανάλαφρους, ίσως και ελάχιστα λυτρωμένους. Κι όσο εμείς βυθιζόμαστε στην παραισθησιογόνα νύχτα τόσο αρχίζει να πυκνώνει μέσα μας μια αλλόκοτη σκέψη: μήπως όλα αυτά δεν είναι παρά μια φαντασίωση; Μήπως όλα αυτά δεν συνέβησαν ποτέ;
Η ταινία του Σπάικ Λι έχει τη μορφή σπειροειδούς τραγωδίας, όπου τα πάντα επιστρέφουν στο επώδυνο σημείο αφετηρίας, έχοντας διασχίσει τα απλά και επουσιώδη για να καταλήξουν στα σπουδαία και βαρυσήμαντα. Στην -ίσως- πιο ώριμη στιγμή της φιλμογραφίας του, ο Λι σκηνοθετεί μυαλωμένα, χτίζει διλήμματα και συγκρούσεις που ανατροφοδοτούνται συνεχώς, θέτει ζητήματα ταυτότητας που ξεπηδούν από κάθε πλάνο, φτιάχνει απροειδοποίητες κλιμακώσεις που καταφθάνουν στις πιο ανύποπτες στιγμές. Ο Σπάικ δεν φοβάται να δείξει την αγαπημένη του Νέα Υόρκη εύθραυστη, φοβισμένη, ευάλωτη, αναδιπλωμένη, μαγκωμένη και απορημένη, την επομένη της καταστροφής. Μάλιστα, δεν διστάζει να φανεί ακόμη και βλάσφημος, υπονομεύοντας μέχρι και έναν πυροσβέστη (τον πατέρα του Μόντι), το απόλυτο σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας στην post 9/11 περίοδο.
Το 25th Hour απεικονίζει μια πόλη που νιώθει τρωτή, που αναστοχάζεται για το παρελθόν της, που βυθίζεται σιγά σιγά στο κουκούλι ενός συλλογικού πένθους. Τα πολλά λόγια είναι πλέον περιττα –ούτως ή άλλως θα ήταν ανεπαρκή. Αρκούν τα παγωμένα πλάνα στο Ground Zero, οι αντανακλάσεις θλίψης και περισυλλογής στις γυάλινες επιφάνειες, οι μεταλλικοί χρωματισμοί και το πένθιμο φως, τα γυμνά βλέμματα των ηρώων που μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε μια millennial υπαρξιακή κρίση νοήματος, το μουσικό score του Τέρενς Μπλάντσαρντ που αποτυπώνει τον αποπροσανατολισμό, την απορρύθμιση, το εσωτερικό χάος.
Λίγο πριν την αυγή, έρχεται η στιγμή της τελικής κάθαρσης. Το “I need you to make me ugly” που ζητά ως βίαιη χάρη ο Μόντι (όχι τυχαία, στην είσοδο ενός μικρού τούνελ) ισορροπεί ανάμεσα στην αυτοτιμωρία για το παρελθόν και την προετοιμασία για ένα μέλλον δυσοίωνο και απαισιόδοξο. Από εδώ και πέρα, όλα θα είναι λίγο πιο άσχημα, λίγο πιο άγρια, λίγο λιγότερο αθώα. Κι όμως, ο Σπάικ δεν έχει πει την τελευταία του λέξη.
Μέσα από έναν σπαρακτικό πατρικό μονόλογο, σταδιακά ξεπροβάλλει ένα τέλος που δεν λέει να τελειώσει, σαν παραμύθι που συνεχίζεται ακόμη κι αφότου έχει αποκοιμηθεί το παιδί. Το ξημέρωμα δεν θα φέρει μια καινούργια μέρα, αλλά ένα μεταίχμιο που συνορεύει ανάμεσα σε δύο κόσμους: το αδρό φως της 25ης ώρας. Εκεί όπου ο χρόνος κοντοστέκεται και αναρωτιέται προς τα πού να τραβήξει. Εκεί όπου όλα χάνονται ανεπιστρεπτί ή ξεκινούν από την αρχή.