Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Παίζουν: Κιρ Ντούλια, Γκάρι Λόκγουντ, Ντάγκλας Ρέιν (φωνή)
Διάρκεια: 142′
«Ο άνθρωπος είναι ένα σχοινί που τεντώνεται ανάμεσα στο κτήνος και τον υπεράνθρωπο – ένα σχοινί πάνω από μια άβυσσο…
το μεγαλειώδες στον άνθρωπο είναι πως αποτελεί μεταβατικό στάδιο όχι Τέλος»
Φρίντριχ Νίτσε, Φιλόσοφος
«…είμαστε ημιπολιτισμένοι, ικανοί για συνεργασία και εμπάθεια αλλά σε χρεία κάποιας μορφής μετασχηματισμού σε μια ανώτερη μορφή ζωής»
Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Σκηνοθέτης
«Είναι ένα κακό, κακό σημάδι όταν ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν Μυθοποιό»
Πωλίν Καέλ, Κινηματογραφική Κριτικός
Ο Ζαρατούστρας, στο περί της ομιλίας του πόνημα του Φρίντριχ Νίτσε, ήταν ο Υπεράνθρωπος που θα κατέβαινε απ΄ το Βουνό για να κηρύξει τον λόγο του στους Ανθρώπους. Στο ομώνυμο τονικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράους, η μουσική αναπαριστά την φωνή και τον λόγο του Υπερανθρώπου. Στην εναρκτήρια σεκάνς του 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, ο Ήλιος ανατέλλει πάνω απ’ την Γη, υπό την ηχητική καθοδήγηση του Στράους. Με την ευθυγράμμιση των αιθέριων σωμάτων, η μουσική και ο λόγος του Ζαρατούστρα θα κορυφωθούν. Δεν μένει πια παρά να περάσουμε στην επόμενη σκηνή, που, κατάλληλα, θα επωνυμισθεί Η Αυγή του Ανθρώπου.
Και, ίσως, να μάθουμε και τι είπε τελικά ο Ζαρατούστρας…
Ο μοναδικός λόγος αναφοράς των παραπάνω είναι για να συμμετάσχω, έστω κλασματικά, στην διάλυση μιας κωμικής, δήθεν κριτικής, φιλολογίας, που αντικρύζει το 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος σαν ένα απλό ψυχεδελικό βιντεοκλίπ της χρονιάς (1968) των παραισθήσεων. Ταυτόχρονα, με την παράθεση τριών προτάσεων, ενός φιλοσόφου, ενός καλλιτέχνη και ενός κριτικού κινηματογράφου, θέλησα να εκθέσω πως φιλοσοφικές – καλλιτεχνικές προθέσεις μπορούν να εκχυδαϊστούν από την ακούσια απλοϊκότητα ενός «επαγγελματία» λαϊκιστή, του οποίου το προσωπικό γούστο από χοάνη εκλεκτισμού και κήρυκας πνευματικών/αισθητικών ερεθισμών, μπορεί να καταντήσει κινούμενη άμμος αναγνωσιθηρίας και διανοητικό έλος: Η, γενικά συμπαθής, Καέλ στο αντιπροσωπευτικό της κείμενο Trash, Art and the Movies, αφιερώνει ευμεγέθες κομμάτι της αντιπνευματικής λύσσας της εναντίον της ταινίας του Κιούμπρικ.
Μιας ταινίας που αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορία του κινηματογράφου, αν όχι λαοφιλέστερο, σίγουρα αισθητικά προκλητικότερο, κάθε άλλης επανάστασης στα εκατό χρόνια του σινεμά αν εξαιρέσω τον πρωτοφανή αφηγηματισμό του Ντ. Γ. Γκρίφιθ, το συνθετικό μοντάζ του Αϊζενστάϊν και τον αυτοκρατορισμό (sic) του Πολίτη Κέϊν. Επιπρόσθετα οφείλω, πως αν η νουβέλ βαγκ απάντησε σε ένα νέο λαϊκό πρόταγμα ελευθέρωσης της κινηματογραφικής παρακολούθησης (όπως νωρίτερα είχε κάνει ο ιταλικός νεορεαλισμός βέβαια…), ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ με το 2001 πήρε απ’ το χέρι ολάκερη την (απροειδοποίητη) κινηματογραφική κοινότητα ξεναγώντας την σε ένα απάτητο σύμπαν σινεμά που συνάμα με το εμβριθές προκλήσεων εκπεμπόμενο δημιούργησε την αναγκαιότητα ενός νέου τύπου κινηματογραφικού θεατή.
Από την αρχή:
Αν μπορείς να χωρίσεις το έργο του Κιούμπρικ σε πρώϊμη και ώριμη φάση, το 2001 στέκει με την ακεραιότητα μονολίθου στο σημείο τομής. Πριν από αυτό, πρώϊμα αριστουργήματα της κλάσεως των The Killing, Paths of Glory, Lolita και Dr. Strangelove, εισήγαγαν σεμνά και (συγκριτικά) σιωπηλά την διανόηση του σινεμά σε έναν διαλεκτικό κόσμο αναμέτρησης της λογοτεχνικότητας (σενάριο, χαρακτήρας, πλοκή) με την κινηματογραφικότητα (κάδρο, ήχος, ντεκουπάζ) και παρενόχλησαν κινηματογραφικά την «γραμμική» διανόηση του 20ού αιώνα ανακοινώνοντάς της πως γύρω από έναν απειροελάχιστο πυρήνα οργανωμένης χωροχρονικότητας και επεισοδιακής αιτιοκρατίας, παραφυλάει ένα σύμπαν τρομακτικού χάους, απόλυτης έλλειψης συνοχής και κυριαρχίας της σύμπτωσης.
Με το 2001 ωστόσο, η αθεΐα (γιατί περί μιας διακήρυξης αυτής πρόκειται) του κιουμπρικικού συστήματος παίρνει τα ηνία με μια πρωτόφαντη επιθετικότητα για το κινηματογραφικό μάτι. Το σινεμά που αντιπροσωπεύει (και αντιπροσωπεύεται από) την Οδύσσεια του Διαστήματος είναι ένα ριζοσπαστικά διττό σινεμά που επιτίθεται στο υποσυνείδητο (στο συναισθηματικό, άρρητο επίπεδο, αν προτιμάς) και βασίζεται πάνω σε μια πρωτοποριακή (για μη πειραματικό σινεμά) πλατφόρμα επαναλαμβανόμενων οπτικοακουστικών μοτίβων που επικοινωνεί, εν τέλει, μια ολοκληρωμένη, εξαιρετικά πολύπλευρη, σημειολογία: Ποτέ πριν το 2001 (και πάντοτε έπειτα, στο έργο του σκηνοθέτη) το σινεμά δεν έγινε αντιληπτό ως μια σχεδόν ασύλληπτη κυψέλη-κιβωτός νοήματος, της οποίας το παραμικρό θυλάκιο λειτουργεί οργανικά συνδετικά -εντός του έργου- και αλληλένδετα -στο σύνολο του μετέπειτα έργου.
Είναι για παράδειγμα λογικό να συνδέσεις εσωτερικά στο 2001 το «οστεϊκό» μοτίβο της εξέλιξης (από το οστό, στον δορυφόρο, κι απ΄τη αιωρούμενη πένα του Φλόϊντ στο οστεώδες διαστημόπλοιο του ταξιδιού προς τον Δία- «και πέρα απ’ το Άπειρο»…) αλλά απαιτητικότερο να αναγνώσεις την διασύνδεση του διαστημικού ταξιδιού του Μπάουμαν (του ανθρώπου που υποκλίνεται ετυμολογικά, του τελευταίου Ανθρώπου βέβαια πριν την δημιουργία του Υπερανθρώπου που αντιπροσωπεύει το Αστροπαίδι του φινάλε), με το ταξίδι στην παράνοια του Τζακ Τόρανς – στο περίφημο τελικό κοντινό πλάνο της Λάμψης και το, εντελώς αντίθετης φοράς ψυχολογικό/υπαρξιακό, ταξίδι στο εσωτερικό χάος του Μπιλ Χάρφορντ, στο πλήρως ανακεφαλαιωτικό Eyes Wide Shut. (Για να μην αναφερθώ στις αντίστοιχες σκηνές «βλεμμάτων» στο Κουρδιστό Πορτοκάλι, τον Μπάρι Λίντον και το Φουλ Μέταλ Τζάκετ).
Σχηματικά, αυτός είναι ο νέος τύπος κινηματογραφικού θεατή που επέφερε το 2001. ‘Ενας θεατής που λειτουργεί διαδραστικά, σε περισσότερα του ενός (της μιας ταινίας δηλαδή) επίπεδα, που ιχνογραφεί γέφυρες στο έργο ενός δημιουργού. Ενός θεατή, θα μπορούσες να πεις, που είναι ο καλύτερος οπαδός της θεωρίας του δημιουργού. Θεωρίας, που θέλει το έργο κάποιων καλλιτεχνών, έργο συνείδησης «πραγματικών» ανθρώπων που δεν μπορούν, όπως άλλωστε και πολλοί από μας, να αποδράσουν από τις μανίες και τις αδυναμίες τους.
Και το αίνιγμα της Οδύσσειας; Η λύση, αυτής της σπαζοκεφαλιάς που εξόργισε την (οξυδερκέστατη) κριτικό και χώρισε την κοινότητα του σινεμά σε κείνους που δεν την κατάλαβαν και κείνους που έκαναν πως την κατάλαβαν; Μιας και ανήκω στους δεύτερους, ας αρκεσθώ να πω πως το νιτσεϊκό περίβλημα είναι μοναχά ένα ιδιοφυές κέλυφος. Μέσα του υπάρχει ένα πηγάδι ευχών, κι ο καθένας ό,τι ζητήσει παίρνει. Κι ας πω επίσης πως κάποτε, αυτό που φαντάζει σαν το απόλυτο trip του εξωτερικού διαστήματος, σαν την εσχατιά της γενεαλογίας του είδους μας και σαν μια πολιτική αγωγή εναντίον της Μηχανής, μπορεί, στο φως ενός αξεπέραστου διαλεκτισμού να είναι και ακριβώς το αντίθετο.
Μου διαφεύγει, άλλωστε, οποιαδήποτε συνταρακτικότερη κατάδειξη της απώλειας μιας γνωστικής συνείδησης, του θανάτου ενός μυαλού, από αυτήν του HAL 9000 που ξεψυχά τραγουδώντας, σε όλο και αργότερες στροφές, ένα απλό ανθρώπινο ερωτικό τραγουδάκι…