Lolita (1962)

Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ

Παίζουν: Τζέιμς Μέισον, Σου Λίον, Πίτερ Σέλερς, Σέλεϊ Γουίντερς

Διάρκεια: 152’

Το 1959, τέσσερα χρόνια αφότου είχε εκδοθεί η Λολίτα, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ προσέγγισε τον Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ, εκφράζοντας την πρόθεσή του να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα. Μάλιστα, προκειμένου να δελεάσει τον Ναμπόκοφ, του πρότεινε να αναλάβει εξ ολοκλήρου τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας. Ο Ναμπόκοφ αρχικά αρνήθηκε, άλλαξε όμως γνώμη αφότου είχε μεσολαβήσει (σύμφωνα με τα δικά του λόγια) «μια μικρή νυχτερινή ενόραση διαβολικής προέλευσης», η οποία του φανέρωσε την κινηματογραφική μορφή που αρμόζει στη Λολίτα. Ο Ναμπόκοφ, άλλωστε, ένας βαθιά και σεσημασμένα «οπτικός» συγγραφέας, συνδεόταν άρρητα και άρρηκτα με την 7η τέχνη, με ένα ψυχικό δεσμό που έμοιαζε με κρυφό ομφάλιο λώρο που δεν κόπηκε ποτέ.

Το μυθιστόρημά Laughter in the Dark, που εξέδωσε το 1932, δεν διέθετε απλώς χαρακτήρες, πλοκή και δραματουργικές συγκρούσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του σινεμά, αλλά είχε γραφτεί με τρόπο που παραπέμπει σε δομή, ύφος και στυλ σεναρίου (ακραιφνής μοντερνισμός για τη δεκαετία του ’30, το δίχως άλλο). Ο Ναμπόκοφ, μάλιστα, στην εναρκτήρια παράγραφο της βιογραφίας του αναφέρεται στην ασύλληπτη ταραχή που του προκαλούσε ως παιδί η θέαση αυτοσχέδιων οικογενειακών home movies που είχαν γυριστεί πριν τη δική του γέννηση. Ο Ναμπόκοφ βίωνε το νεύμα της μητέρας του που χαιρετούσε τον φακό ως ένα θλιμμένο και πένθιμο αποχαιρετισμό που απευθυνόταν στον ίδιο, παρά το ότι δεν είχε ακόμη γεννηθεί…

Εν τέλει, η σεναριακή βερσιόν στην οποία κατέληξε ο Ναμπόκοφ υπερέβαινε τις 400 σελίδες, ισοδυναμούσε δηλαδή με περίπου 7 ώρες ταινίας. Ο Κιούμπρικ και ο παραγωγός του Τζέιμς Χάρις σήκωσαν μανίκια, ξεκίνησαν την κοπτοραπτική στο σενάριο, η οποία συνεχίστηκε στη μονταζιέρα, καταλήγοντας σε μια «κινηματογραφήσιμη» εκδοχή διάρκειας 152 λεπτών. Η οποία, φυσικά, εμφανίζει ορισμένες χτυπητές –αλλά πέρα για πέρα κατανοητές- διαφορές σε σχέση με το πρωτότυπο υλικό, οι οποίες δεν εξαντλούνται στο ότι η ηλικία της πρωταγωνίστριας ανεβαίνει από τα 12 στα 14 έτη. Εξάλλου, μάλλον δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια χολιγουντιανή ταινία του 1962 (ή και του 2019, τώρα που το σκεφτόμαστε) θα έθιγε τόσο απροκάλυπτα, ανοιχτά και ξάστερα το θέμα της παιδοφιλικής σαρκικής επιθυμίας.

Στο βιβλίο, λοιπόν, ο καθηγητής Humbert Humbert (τον οποίο υποδύεται ο Τζέιμς Μέισον στην ταινία) δεν είναι εγκλωβισμένος σε μια αμηχανία τρόπων, σε κάποια αδεξιότητα κινήσεων. Δεν μηχανορραφεί σαν άβγαλτος πρωτάρης, έκπληκτος από το πρωτόλειο και πρωτόγνωρο πάθος που τον κατακλύζει. Ο λογοτεχνικός Humbert είναι επιθετικός στη λαγνεία του, συμφιλιωμένος απόλυτα με όσα νιώθει, όχι απλώς δηλωτικός της διάθεσής του να αποπλανηθεί, αλλά ενεργά δολοπλόκος ώστε να ξεκλέψει σκόρπια και “τυχαία” μικρό-αγγίγματα ανήθικης ηδονής. Στο φινάλε του βιβλίου, ο Humbert βιώνει τη συντριβή αντιλαμβανόμενος πως η Λολίτα του έχει αποστερήσει ακόμη και τη σατανική του υπόσταση. Από mastermind αχρειότητας και κυνηγός αμαρτωλών επιθυμιών, έχει υποβιβαστεί στο στάτους ενός αποκαμωμένου βρώμικου μεσήλικα, στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας.

Αντιθέτως, στο κιουμπρικό σύμπαν ο Humbert είναι ευθύς εξαρχής ο πλανεμένος ήρωας μιας φάρσας που στήθηκε ερήμην του. Μια κωμικοτραγική φιγούρα, θύμα όχι ακριβώς εκμετάλλευσης αλλά ενός γκροτέσκου παιγνίου, στο οποίο ενώ ένιωθε πως είναι αυτός που σπάει τους κανόνες, εν τέλει του αποκαλύπτεται πως δεν αποτελούσε καν ενεργό κομμάτι του. Η αρχική σεκάνς, ένα μεθυστικό flash forward στην τελική λύση (ή μάλλον στη θλιμμένη έλλειψη λύσης) δίνει τον τόνο ενός κραυγαλέου παράλογου, μιας ξεκούρδιστης παρωδίας του έρωτα, της επιθυμίας, της ανάγκης για επιβολή, της ψευδαίσθησης ότι υφίστανται οι έννοιες της ευτυχίας, της αξιοπρέπειας, της τιμής.

Ο Humbert εμφανίζεται οπλισμένος στη δαιδαλώδη και χαοτική έπαυλη του ερωτικού του αντίζηλου, του σκιώδους και ακατανόητου Clare Quilty (Πίτερ Σέλερς). Ο Humbert διεκδικεί τον ρόλο του πληγωμένου τζέντλεμαν, του ευγενούς εκδικητή, του λαβωμένου θηρίου που αποζητά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών γεμάτο πρεστίζ, ως αντιστάθμισμα της βαριάς προσβολής κι αγιάτρευτης προσβολής που υπέστη το κύρος του. Ο Humbert, ούτως ή άλλως, είναι η ενσάρκωσης μιας ασθμαίνουσας Γηραιάς Ηπείρου, που βαυκαλίζεται και κομπάζει, διαλαλώντας μια ανύπαρκτη (όπως αποδεικνύεται) ηθική υπεροχή, που φορά την πανοπλία της κουλτούρας και της διανόησης προκειμένου να κρύψει τα ανομολόγητα πάθη της και τις σκοτεινές αμαρτίες της.

Η ΛολίταΣου Λίον, στην οποία δεν επετράπη η είσοδος στην πρεμιέρα της ταινίας, καθότι δεν είχε συμπληρώσει τα 16 της χρόνια!) και η μητέρα της από την άλλη, είναι οι δύο όψεις του Νέου Κόσμου. Η βαθιά μωρία και η ασυνάρτητη αδυναμία χαρακτήρα, όπως εκφράζεται στην περσόνα της μοναχικής μεγαλοκοπέλας, που επιζητά μανιασμένα τη στοργή του Humbert, και η κακομαθημένη νεαρά, που ορέγεται ό,τι της πλασάρεται διαθέσιμο: γλυκά, κόκα-κόλα, fast-food, και –γιατί όχι;- ένας σιτεμένος μεσήλικας που την τρώει με τα γουρλωμένα του μάτια.

Σε αυτό το μωσαϊκό ηθελημένης παραπλάνησης, αδιευκρίνιστων προθέσεων και ατελείωτων μισόλογων που μπλέκονται σε λαβυρίνθους δωματίων, ο χαρακτήρας του Πίτερ Σέλερς είναι το τελικό επιμύθιο, η οριστική διαρραγή από κάθε ψευδαίσθηση “πραγματικότητας”. Οι ξεκούδουνες και σαρδανάπαλες περσόνες που ενσαρκώνει (θαρρείς πρόγευση για το Dr. Strangelove) προσωποποιούν αφενός τις Ερινύες και τις συνειδησιακές ενοχές που κατακλύζουν το μυαλό του Humbert, αλλά συγχρόνως επισφραγίζουν την τελική επικράτηση του παράλογου, του κακόγουστου εκείνου αστείου που μέμφεται τους ανθρώπους και χειρίζεται σαν μαριονετίστας τα πάθη και τα λάθη τους. Επιπλέον, είναι οι αόρατες υφάντρες που μαστορεύουν το αόρατο νήμα που συνδέει την κιουμπρική εκδοχή με την κανιβαλιστική ειρωνεία του πρωτότυπου κειμένου, που βρίθει από κωδικοποιημένα αστεία, ανεκδοτολογικές ειρωνείες, παιχνίδια λέξεων, υποδόριες αναφορές πολιτισμικού σαρκασμού.

Η επίσημη και καλοκουρδισμένη εκδίκηση-τιμωρία που αποζητά ο Ηumbert υφίσταται μονάχα σε ένα παλαιολιθικό και αραχνιασμένο κώδικα αξιών, ταιριαστό με τη βαλσαμωμένη νοοτροπία και κοσμοθεωρία του. Και η συμπεριφορά του Quilty απέναντί του συνιστά έναν από τους πιο νοσηρούς εξευτελισμούς αντιπάλου που έχουμε ποτέ αντικρίσει στη μεγάλη οθόνη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο προσβλητικό και αποκαρδιωτικό από έναν υποτιθέμενα ορκισμένο εχθρό που όχι απλώς αρνείται αλλά επί της ουσίας αδυνατεί να σε πάρει στα σοβαρά. Όπως ακριβώς εμείς, οι θεατές, που λίγο αργότερα σχεδόν θα αρνηθούμε να πιστέψουμε τη διαδοχή των γεγονότων που σημάδεψαν την πορεία της Λολίτα. Η ζωή ολόκληρη, ένας συρφετός από λυπημένα gags, που προκαλούν κλαυσίγελο με τη σοβαροφάνειά τους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑