Reviews The Party (1968)

8 Σεπτεμβρίου 2024 |

0

The Party (1968)

Σκηνοθεσία: Μπλέικ Έντουαρντς

Παίζουν: Πίτερ Σέλερς, Κλοντίν Λονζέ, Γκάβιν ΜακΛίοντ, Τζέι Έντουαρντ ΜακΚίνλεϊ, Φέι ΜακΚένζι

Διάρκεια: 99′ 

Ο Ινδός ηθοποιός  Hrundi V. Bakshi  προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του βήματα στον σκληρό κόσμο της βιομηχανίας του σινεμά. Προς το παρόν, περιορίζεται σε ρόλους κομπάρσου σε ταινίες εποχής, στους οποίους φροντίζει να δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Ίσως και κάτι περισσότερο από αυτό. Σε μια σκηνή ανθολογίας, βλέπουμε (αν έχουμε μείνει όρθιοι από τα γέλια) τον πιο αργόσυρτο, παρατεταμμένο, αχρείαστο και μάταιο «θάνατο» κομπάρσου στην ιστορία των πολεμικών σκηνών. Ο σαλπιγκτής επιμένει στον ηρωικό του σκοπό τρεκλίζοντας και παραπατώντας, τη στιγμή που ολόκληρο το καστ της ταινίας τον «πυροβολεί» ασταμάτητα μπας και βγάλει τον σκασμό. Λίγο αφότου φέρει τον σκηνοθέτη στα όρια της τρέλας, ο Bakshi (για τον οποίο ευφυώς δεν μαθαίνουμε καμία περιττή πληροφορία) τινάζει κατά κυριολεξία την ταινία στον αέρα. Αν ακόμη δεν έχουμε ψυλλιαστεί τι πρόκειται να επακολουθήσει, κακό του κεφαλιού μας. We have been warned.

Ο Πίτερ Σέλερς και ο Μπλέικ Έντουαρντς ενώνουν ξανά δυνάμεις λίγα χρόνια αφότου έχουν λανσάρει τον Επιθεωρητή Κλουζώ (που θα απογειωθεί, βέβαια, στις τρεις επόμενες ταινίες του Ροζ Πάνθηρα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70) και φτιάχνουν μια κωμωδία θεοπάλαβη και ανατρεπτική, η οποία καμουφλάρει τα πολύπλοκα νοήματα και τη βιρτουοζική δεξιοτεχνία κάτω από μια φαινομενικά απλοϊκή κατάστρωση. Όλα θα ξεκινήσουν από μια μικρή,  συνηθισμένη και διαχειρίσιμη παρεξήγηση: ένα λάθος όνομα στη λίστα των καλεσμένων και τίποτα περισσότερο. Λίγες ώρες αργότερα, ένας σίφουνας καταστροφής έχει κάνει φύλλο και φτερό το χλιδάτο πάρτυ, σκορπίζοντας πανικό, παράνοια και απορία.

Αν το καλοσκεφτούμε όμως, αυτό που στ’ αλήθεια ξεχαρβαλώνει ο χαμογελαστός τυφώνας του Πίτερ Σέλερς, με την ξεκαρδιστική ινδική προφορά των αγγλικών (ο Σέλερς ξεπατίκωσε την εμπειρία του από έναν αντίστοιχο «ινδικό» ρόλο στην ταινία The Millionairess του 1960), δεν είναι μια posh μάζωξη από κακομαθημένους νεόπλουτους και φαντασμένους, αλλά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία και στάση ζωής που βασίζεται στη φιγούρα και στην ποζεριά. Ο Bakshi μετατρέπεται απο τη μια στιγμή στην άλλη σε κινούμενη λαίλαπα ακούσιας συμφοράς και απορρύθμισης. Κι όσο προχωρά η νύχτα, βάζει φωτιά σε όλους τους τύπους και τους άγραφους κανόνες, στη σοβαροφάνεια και την υποκρισία της ευπρέπειας. 

Ο Πίτερ Σέλερς, με στωικότητα που θυμίζει Μπάστερ Κίτον και ένα μόνιμο γούρλωμα έκπληξης (που σίγουρα επηρέασε τον Mr. Bean του Ρόουαν Άτκινσον) ωθεί σιγά σιγά τους καλεσμένους να γευτούν τον απαγορευμένο καρπό του παράλου και της αταξίας. Σταδιακά, κι όσο το πάρτυ καταρρέει, μια περίεργη αμφιβολία αρχίζει να μας σιγοτρώει. Το χάος αυτό μοιάζει τόσο ενορχηστρωμένο και χορογραφημένο στην εντέλεια, σε σημείο που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ήταν προσχεδιασμένο. Πίσω από αυτό το πονηρό μειδίαμα, μήπως βρίσκεται κάτι περισσότερο; Μήπως ο κύριος Bakshi μάς έχει πιάσει όλους κότσο; 

Σε πρώτη ανάγνωση, αυτός που γίνεται ρεζίλι στα μάτια του θεατή είναι ο πρωταγωνιστής, ο οποίος υποπίπτει στη μία τραγική γκάφα μετά την άλλη, σε ένα φρενήρες κολάζ από αυτοσχέδια gags. Στην πραγματικότητα, όμως, οι πραγματικοί κλόουν είναι όλοι οι υπόλοιποι. Οι ολοκληρωτικά εθισμένοι στο φαίνεσθαι και στη βιτρίνα, που έχουν πλέον ξεμάθει να βλέπουν και να αντιδρούν σε ό,τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους.  Κι ακριβώς σε αυτό το σημείο, το αρχικό γέλιο από το μακελειό που προκαλεί ο σαρδανάπαλος Bakshi αρχίζει να διολισθαίνει σε ένα αληθινό (και πολύ πιο βαθύ) ντελίριο. Οι προσκεκλημένοι, εθελούσια τυφλωμένοι απέναντι σε καθετί που παρεκκλίνει από το συνηθισμένο,  δεν είναι καν σε θέση να πάρουν χαμπάρι ότι ένα κοτόπουλο έχει προσγειωθεί σε μια τιάρα, ότι ένα παπούτσι έχει αντικαταστήσει τα ορεκτικά, ότι οι μεθυσμένοι σερβιτόροι τα κάνουν γης μαδιάμ. Φυσικά, σε αυτό το σμήνος από περιφερόμενους μαϊντανούς συμπυκνώνεται όλη η απατηλή χολιγουντιανή λάμψη: διάττοντες και wannabe αστέρες που ψάχνουν τα 15 λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν,  χυδαίοι κι άξεστοι παραγωγοί που θυμίζουν Χάρβεϊ Γουάινστιν, ματσωμένοι που νομίζουν πως μπορούν να αγοράσουν γούστο και αισθητική με τα λεφτά τους.

Από αυτό το πάρτυ, πάντως, τίποτα και κανείς δεν θα φύγει αλώβητος από την ειρωνεία και τον σαρκασμό. Όπως η βολεμένη επαναστατικότητα του σαλονιού (και της εποχής, μοιάζει να σκέφτεται ο Έντουαρντς), που αποτυπώνεται στην καλοζωισμένη (και κατά φαντασιάν ριζοσπαστική) παρέα που κουβαλά στο πάρτυ η κόρη της οικοδέσποινας και στο τραγικό θέαμα του ελέφαντα που έχει βαφτεί με συνθήματα και τσιτάτα. Όπως, επίσης, το ψυχροπολεμικό κλίμα και η συνωμοσιολογία της εποχής, με τη (ρώσικη) χορευτική κομπανία που παρασέρνει τους πάντες στην πίστα και στην τρέλα να εμπαίζει τις αστείες θεωρίες και κουβέντες που έτρεμαν την κομμουνιστική διείσδυση στο Χόλιγουντ. 

Όσο για τη βασική πηγή έμπνευσης του The Party, αυτή δεν είναι άλλη από τη φιγούρα του κυρίου Υλώ και τον κινηματογραφικό κόσμο του Ζακ Τατί. Ξεκινώντας από την αρχιτεκτονική του χώρου, η έπαυλη που φιλοξενεί το πάρτυ φέρνει αυτόματα στο νου το σπίτι στην ταινία Mon Oncle: σύμβολο μιας κούφιας εποχής και ενός μπερδεμένου κόσμου που καμώνονται ότι ήρθαν από το μέλλον, αλλά μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί ερήμην των ανθρώπων. Η κάμερα του Έντουαρντς γλιστρά με χάρη στα πολλαπλά επίπεδα του σπιτού (ατελείωτα δωμάτια, πάμπολλα χωρίσματα, γυάλινες επιφάνειες, ασύμμετρα δάπεδα, σκαλοπάτια παντού, περάσματα που καταλήγουν παγίδες, αμέτρητα παιχνίδια μπας και καμουφλαριστεί η ανίκητη βαρεμάρα) διαστέλλοντας και επιμηκύνοντας τον χώρο. Κατά βάση, νιώθουμε πως η περιπλάνηση του Πίτερ Σέλερς μπορεί να συνεχιστεί ατέρμονα, ενώ τα πάντα φαντάζουν καινούργια ακομη και αν τα έχουμε ήδη αντικρίσει. 

Οι επιρροές, όμως, από τον κόσμο του Τατί δεν εξαντλούνται στο αρχιτεκτονικό περίβλημα, αλλά εκτείνονται και σε ένα ακόμη εξαιρετικό τρικ. Όπως σε όλες τις ταινίες του Τατί, με αποκορύφωμα το αριστουργηματικό Playtime, έτσι και εδώ, το διαλογικό σκέλος πιάνει ελάχιστο χώρο στο ηχητικό κομμάτι, που αποτελείται κατά κύριο λόγο από σκόρπιους ήχους, περιρρέοντες θορύβους, επιφωνήματα και μουρμούρα, παρά από λόγια που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι χαρακτήρες. Διόλου τυχαία, σε πάρα πολλές σκηνές μπορούμε μεν να διακρίνουμε τους ήρωες να μιλούν, χωρίς όμως να ακούμε τι ακριβώς λένε, γεγονός που επιτείνει την αμηχανία και τη ρήξη με κάθε γνωστό μοντέλο και κώδικα επικοινωνίας. Παράλληλα, διάφοροι χαρακτήρες, με προεξάρχοντες τους δύο σερβιτόρους, αντλούν δάνεια από τον βωβό κινηματογραφικό και φυσικά από το σινεμά του Τατί, αντικαθιστώντας τα λόγια με την πλαστικότητα του σώματος και του προσώπου.

Τέλος, όσον αφορά την κεντρική περσόνα, ο Bakshi είναι κι αυτός ένα ψάρι έξω απ’ το νερό, που αδυνατεί να συγχρονιστεί με έναν παράξενο κόσμο, περίπου όπως και ο κύριος Υλώ. Σε πολλές σκηνές μάλιστα, παρότι εγκλωβισμένος σε μια αγέλη από ανθρώπους, κατορθώνει να δεσπόζει στο κάδρο, ακόμη και χωρίς να είναι ο κυρίως φορέας της δράσης. Ωστόσο, υπάρχει και μια εμφανής διαφορά. Ενώ ο κύριος Υλώ φαίνεται μεν από παντού αλλά κανείς δεν τον αντικρίζει στην πραγματικότητα, ο Έντουαρντς καδράρει συνέχεια τον Πίτερ Σέλερς σε γκρο πλαν, προκειμένου να εκμεταλλευτεί ένα πρόσωπο που μοιάζει συγχρόνως με μάσκα και με πανοπλία. (Ο Bakshi δείχνει αγαθιάρης και πονηρεμένος, ανόητος και γνωστικός, προσβεβλημένος και πέρα βρέχει την ίδια ακριβώς στιγμή, χάρη στο deadpan μεγαλείο του Σέλερς).

Βαδίζοντας, λοιπόν, προς το τελικό χάος (όταν πλέον ο Bakshi έχει φορέσει το μπουρνούζι του οικοδεσπότη, σαν να έχει οικειοποιηθεί τον νέο του ηγετικό ρόλο), που βυθίζει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής σε σαπουνάδες και μπουρμπουλήθρες (σκηνικό ταιριαστό με τη σαπουνόφουσκα όπου κατοικεί αυτός ο επιφανειακός κόσμος), ένα γλυκό love story κυοφορείται σχεδόν από το πουθενά.  Ο Έντουαρντς πλανοθετεί υποδειγματικά όλα τα στάδια του φλερτ (υπέροχη η σκηνή όπου ο Baskhi επείγεται να ξαλαφρώσει την ώρα του «κονσέρτου», υποδειγματική και η αντιπαραβολή των δύο ερωτευμένων στις άκρες του κάδρου, στις στιγμές του εκατέρωθεν blushing) και χαρίζει στον ήρωά του, στην τελευταία σκηνή, ένα ύψιστο προνόμιο. Πλέον, δεν είναι ο απρόσκλητος στο ψεύτικο πάρτι της ζωής, αλλά ο οικοδεσπότης στη δική του αληθινή γιορτή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑