What's On Rifkin’s Festival

21 Ιουλίου 2021 |

0

Rifkin’s Festival

Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν

Παίζουν: Γουάλας Σον, Ελένα Ανάγια, Τζίνα Γκέρσον, Λουί Γκαρέλ

Διάρκεια: 88’

Ελληνικός τίτλος: «Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν»

Ο Μορτ Ρίφκιν είναι ένας καθηγητής ιστορίας κινηματογράφου και επίδοξος συγγραφέας ο οποίος καταφθάνει στο Σαν Σεμπαστιάν προκειμένου τις ημέρες που λαμβάνει χώρα τοπικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Βρίσκεται εκεί για να συνοδεύσει τη Σου, σύζυγό του και πολυάσχολη publicist που προμοτάρει μανιωδώς το νέο φιλμ του Φιλίπ, ενός νέου, φερέλπιδος και γοητευτικού Γάλλου δημιουργού που τυγχάνει σημαντικής δημοφιλίας σε φεστιβαλικούς κύκλους. Όσο ο Μορτ επιβλέπει το κραυγαλέο ειδύλλιο που αναπτύσσεται ανάμεσα στη γυναίκα του και τον Φιλίπ, γνωρίζει τη δρ. Ρόχας, η παρουσία της οποίας πυροδοτεί μία σειρά εξελίξεων στη ζωή του.

Ο Γούντι Άλεν, προσεγγίζοντας τις πενήντα (!) ταινίες ως auteur, εμπιστεύεται για μία ακόμα φορά τις σταθερές προβληματικές και τις πάγιες εμμονές της φιλμογραφίας του. Ο Μορτ του αξιόπιστου Γουάλας Σον εμπλουτίζει τον ούτως ή άλλως μακρύ κατάλογο των γουντιαλενικών alter ego, πρόθυμος να θέσει την αξιαγάπητη φυσιογνωμία του στην υπηρεσία των ανασφαλειών και των νευρώσεων που απαιτεί ο ρόλος. Η πανέμορφη πόλη της Χώρας Βάσκων είναι αρκούντως καρτ-ποσταλική όσο και αληθινά ειδυλλιακή, δεκτική ως δραματουργικό στοιχείο σε έναν κάποιο παραγκωνισμό σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις που αποτέλεσαν σταθμούς της περιήγησης του Αμερικανού δημιουργού. Επιτρέπει δε στον μυθικό διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο να καταθέσει την πιθανώς καλύτερη του δουλειά από τις τέσσερις συνεργασίες του με τον Άλεν, φωτίζοντας θεσπέσια τις περιηγήσεις των χαρακτήρων και δημιουργώντας μία αίσθηση εξωτικής νοσταλγίας στο φιλμ.

Θεματικά, τα μονοπάτια που διαβαίνει το «Rifkin’s Festival» είναι αναμενόμενα: τα «μεγάλα ερωτήματα», όπως το θέτει ο Μορτ, η ανάλαφρη προσέγγιση σε σισύφεια άγχη και υπαρξιακά άλγη, ο χρόνος που τελειώνει και προσκαλεί σε ένα ακόμα σκίρτημα, η Τέχνη που αλλάζει και βιομηχανοποιείται ραγδαία εκμηδενίζοντας τον χώρο του εφηβικού θαυμασμού ενός μεγάλου έργου, σαν αυτόν που φυλάσσει ο Άλεν για τους ανήκοντες εις το κινηματογραφικό του πάνθεον. Αυτοσαρκαστικός και ευφυής, ο άνθρωπος που γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στο stand-up comedy και τη φιλοσοφική κινηματογραφική κωμωδία μοιάζει να διατηρεί ένα ακατάβλητο πνεύμα παρά το προχωρημένο της ηλικίας του.

Εδώ και πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί οριστικά από την πίεση της τελειομανίας και μάλλον έχει αγκαλιάσει τη σπιρτόζα προχειρότητα των σεναρίων της ύστερης περιόδου του. Μετά από τέσσερις ντουζίνες ταινίες και πλείστα όσα αρραγή ψυχογραφήματα στη χαρακτηρολογία του, νιώθει ότι δικαιούται να θέσει σε λειτουργία μονοδιάστατους στερεότυπους χαρακτήρες προκειμένου να δρομολογήσει την ταινία του, όπως εδώ ο απολαυστικά εκνευριστικός και ηδυπαθής Λουί Γκαρέλ, εξιλαστήριο θύμα του πολύσημου γουντιαλενικού αποτροπιασμού για την διανοουμενίστικη επιτήδευση.

Η ταινία βρίθει κινηματογραφικών αναφορών ∙ αυτό βέβαια δεν αποτελεί καμία έκπληξη. Ωστόσο, η αξιοποίηση αυτών εδώ αποκτά δομική χρησιμότητα μέσω των ασπρόμαυρων «αντιγράφων» που φτιάχνει ο Άλεν, καθώς κάθε ένα από τα homage όνειρα του Μορτ είναι αφιερωμένο σε κάποιο ιερό ευρωπαϊκό φιλμ για το οποίο ο Αμερικανός δηλώνει τη λατρεία του όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Συνθέτουν όλα μαζί ένα φεστιβάλ σινεφιλίας, σαν να δόθηκε μία carte blanche στον Άλεν για να εκθέσει τα αγαπημένα του και αυτός, χαρακτηριστικά μακριά από χίπστερ διαθέσεις, αποφάσισε να ξεναγήσει το –ευρωπαϊκό– κοινό του σε έναν χώρο που γνωρίζει καλά: τον κανόνα που διαμόρφωσαν οι Ευρωπαίοι σχεδόν σύγχρονοι ομότεχνοί του.

Για τον αιωνίως προβληματισμένο Άλεν, το μεγάλο σινεμά οφείλει να αγκαλιάζει τα μεγάλα ερωτήματα και γι’ αυτό οι ταινίες του Μπέργκμαν, του Φελίνι, του Τριφό, του Γκοντάρ και των λοιπών τετιμημένων στο έργο αποτέλεσαν ένα καταφύγιο. Δέθηκε με τα φιλμικά κείμενα που αγαπά με τρόπο λειτουργικό, έμαθε να σκέφτεται μέσα από αυτά, να ερμηνεύει την τέχνη και τον κόσμο μέσω αυτών, τα αγαπά τόσο εμφατικά που νιώθει την άνεση να τα διακωμωδήσει (στην πραγματικότητα να σαρκάσει τον εαυτό του μπροστά στο τετραπέρατο μέγεθός τους). Γι’ αυτό και η προκείμενη ταινία συνιστά εν τέλει κάτι παραπάνω από ομολογία λατρείας προς το σινεμά.

Συνδυάζοντας αποτελεσματικά πλην όμως χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια το ύφος του «Stardust Memories» με τον τόνο του «Midnight in Paris», ο αυτοαναφορικός Άλεν οικτίρει τον κεντρικό του χαρακτήρα για την επιλογή του να πάρει απόσταση από τη συγγραφή μέχρι να είναι έτοιμος να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα σημαδέψει την πορεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επαναλαμβάνει ουσιαστικά την πάγια θέση του ότι ποτέ ο ίδιος δεν δημιούργησε κάποια μεγάλη ταινία, ότι το μεγαλύτερο του ταλέντο στη ζωή ήταν ότι διέθετε τους υποδοχείς για να αφομοιώσει την κολοσσιαία τέχνη των Ευρωπαίων δημιουργών. Δεν αρνείται τον έμφυτα γλυκόπικρο χαρακτήρα του έργου του, ενώ το απαλλάσσει και από την υποχρέωση ενός ένδοξου ρομαντικού φινάλε. Καταφέρνει έτσι να το κάνει περισσότερο οικείο, πιο ζεστό και φυσικά γεμάτο από γουντιαλενικά «κλειδιά», δίχως αυτοκριτική διάθεση, αλλά φορτισμένο με την αύρα του απολογισμού μίας απίθανης σταδιοδρομίας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑