Perfect Sense

Μεταφρασμένος τίτλος: «Η αίσθηση του έρωτα»

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μακένζι

Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Εύα Γκριν, Στίβεν Ντιλέιν, Κόνι Νίλσεν

Διάρκεια: 92΄

Τρία πράγματα θέλω να πω και σας λέω από τώρα πως το τρίτο και μικρότερο είναι για την ταινία καθαυτή, οπότε αν θέλετε να διαβάσετε μόνο για αυτήν, μπορείτε να πάτε απευθείας στην τελευταία παράγραφο. Το πρώτο, λοιπόν, είναι πως είμαι υπέρμαχος της βιωματικής και συναισθηματικής εμπειρίας στη θέαση ταινιών. Δίνω δηλαδή πάρα πολύ μεγάλη βάση στο πώς περνάω, πώς νιώθω, πόσα συναισθήματα με πλημμυρίζουν και σε ποιο βαθμό. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, είναι η πιο ειλικρινής και αυθόρμητη και πάνω σε αυτήν χτίζω. Βέβαια, εξίσου σημαντικό είναι και το «καταλάγιασμα» ή «καταστάλαγμα». Δηλαδή περνούν μερικές ώρες ή μέρες και παρατηρώ ποια αίσθηση μου άφησε, τι στίγματα φέρω, πόσες σκέψεις μου προκάλεσε και προς ποια κατεύθυνση. Στο «καταλάγιασμα» είναι που καταλαβαίνει κανείς πόσο βαθιά ή επιπόλαια τον άγγιξε μια ταινία, κατά πόσο τον έβαλε σε δημιουργική διαδικασία στοχασμού κι εντέλει πόσο σημαντική ή ασήμαντη είναι για αυτόν προσωπικά. Έτσι αρκετές φορές παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο: μια έντονη εμπειρία (πολύ γέλιο, κλάμα κτλ) να λησμονείται εν ριπή οφθαλμού ενώ αντιθέτως μια ουδέτερη εμπειρία να αποκτά σταδιακά υπόσταση καθώς ζυμώνεται μέσα στο άτομο και πέντε μέρες μετά να εμφανίζεται σε ολόκληρο το μεγαλείο της. Τώρα θα κάνω έναν άστοχο παραλληλισμό. Σκεφτείτε μια έντονη ερωτική εμπειρία που την επόμενη μέρα αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση, και από την άλλη ένα φαινομενικά ασήμαντο φιλί που μια βδομάδα μετά ακόμα δεν σας αφήνει σε ησυχία. Σας προειδοποίησα πως θα έκανα έναν άστοχο παραλληλισμό.

Το δεύτερο που θα ήθελα να πω είναι πως ποτέ πριν γράψω για μια ταινία δεν μπαίνω στη διαδικασία να διαβάσω τι έχουν γράψει άλλοι πριν από μένα. Δεν θέλω να επηρεάζομαι, να μου μπαίνουν ξένες σκέψεις και ιδέες. Όχι πριν γράψω. Μετά είναι οκέι. Τούτη τη φορά όμως μπήκα στον πειρασμό και την πάτησα. Διάβασα σε διάφορα σάιτ μερικές ελληνικές κριτικές. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που διαβάζετε… Αντί τελικά να γράφω για την ταινία, μπαίνω σε μια αμήχανη διαδικασία απολογίας και αυτοπροσδιορισμού. Διότι ενώ προσωπικά βίωσα μια απίστευτα πολύπλοκη γκάμα συναισθημάτων, δέχτηκα σωρεία ερεθισμάτων και για μια ολόκληρη ώρα μετά την ταινία δεν μπορούσα καν να μιλήσω ή να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο, αντιλήφθηκα πως μάλλον ήμουν ο μόνος ή τουλάχιστον από τους λίγους. Μάλιστα έπεσα ακόμα και σε χλευαστικά σχόλια κι έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι: «είναι το κάδρο στραβό ή στραβά το κοιτάζω εγώ;» Και μετά από μπόλικο προβληματισμό και όλες τις παραπάνω σειρές που πολύ πιθανό να σας κούρασαν (και απολογούμαι γι’ αυτό) κατέληξα για πολλοστή φορά σ’ αυτό που ήδη ήξερα: σε κανέναν δεν θα έπρεπε να νοιάζει πώς στέκει το κάδρο.

Η ταινία είναι καταπληκτική και η ελληνική μετάφραση του τίτλου την αδικεί διότι προϊδεάζει για ρομαντικό μελόδραμα και όχι, δεν είναι, ασχέτως αν κάποιοι θα πουν ότι ίσως και να είναι.  Θα σας πω μονάχα για το κόνσεπτ της ταινίας, τα υπόλοιπα αν θελήσετε, θα τα ανακαλύψετε μόνοι σας . Μια παράξενη επιδημία εξαπλώνεται παγκοσμίως και οι άνθρωποι χάνουν πρώτα την αίσθηση της όσφρησης, μετά της γεύσης και μετά… Μια λιτή ταινία, μινιμαλιστική με εκκωφαντικές δονήσεις. Η ατμόσφαιρα πέφτει και σε πλακώνει, η μελαγχολία αποκτά υπόσταση και υφή, αλλά δεν μετατρέπεται ποτέ σε κατάθλιψη, ακροβατεί, σε λούζει και σ’ αφήνει να κοιτάζεις το κενό ψάχνοντας για κάτι, χωρίς να ξέρεις τι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑