Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Παίζουν: Εμμανουέλ Σενιέ, Εύα Γκριν
Διάρκεια: 110′
Η Ντελφίν είναι μία επιτυχημένη συγγραφέας που, αντί να απολαμβάνει την αναγνώριση που της προσφέρει η δημοφιλία του τελευταίου της μπεστ σέλλερ, παραπαίει μέσα στη δυστυχία της. Η σχέση της με τον άντρα της βρίσκεται σε προφανές τέλμα, η επαφή με τους αμέτρητους θαυμαστές της την εξουθενώνει και η ίδια μοιάζει αδύναμη να προσεγγίσει τις ρίζες του ψυχικού της σκότους. Η χαμηλόφωνη οδύνη της διαταράσσεται όταν γνωρίζει την Ελ, η οποία στέκει σαν ιδανικό alter ego δίπλα της, οδηγώντας την σε μία αναγκαστική όσο και απολύτως απαραίτητη αναθεώρηση των όρων της ζωής της.
Ο Πολάνσκι συγκροτεί ένα κλασικό αντιθετικό ζευγάρι γυναικών που αναπτύσσεται μέσα από τη διαρκώς εντεινόμενη συγκρουσιακή συνθήκη. Η Ελ (στα γαλλικά Elle) διαθέτει ο, τι έχει προ πολλού απολέσει η Ντελφίν. Δουλεύει σαν ghost writer (το πρώτο από τα ουκ ολίγα στοιχεία αυτοαναφορικότητας του δημιουργού στην εν λόγω ταινία), επομένως δεν γράφει ποτέ για τον εαυτό της, εν αντιθέσει με τη Ντελφίν, η οποία είναι αναγκασμένη να υφίσταται την εξαντλητική έκθεση στα φιλήδονα μάτια του αναγνωστικού της κοινού που αποζητούν να κατασπαράξουν κάθε στοιχείο του βίου της που γίνεται μέρος της δραματουργίας της. Η Ελ διαθέτει εσωτερική δύναμη, αστείρευτη γοητεία και η ζωή της μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, ενώ η Ντελφίν γνωρίζει τη στασιμότητα καλύτερα από κάθε άλλη κατάσταση, έχοντας αφεθεί στην έλξη της παραίτησης από τα πάντα και της ζωής στον αυτόματο πιλότο · ένα γνήσιο έρμαιο της μοίρας της.
Οι δύο γυναίκες σύντομα βυθίζονται σ’ ένα παιχνίδι απώλειας ταυτότητας, που αποδίδεται με έξυπνη και σπιρτόζα σημειολογία από τον Πολωνό δημιουργό. Ένα κόκκινο φουλάρι που βρίσκεται στο λαιμό της μίας καταλήγει στο λαιμό της άλλης και τούμπαλιν, δείχνοντας τη σύγχυση των δύο χαρακτήρων. Η ευεργετική επίδραση της Ελ στην Ντελφίν σταδιακά δίνει τη θέση της σε μία επιθετική έκφραση απόλυτης επικηδεμόνευσης, μιας απαιτούμενης εκ μέρους της νοσηρής αποκλειστικότητας. Η παρουσία της πρώτης στη ζωή της δεύτερης αρχίζει να ξεπερνά κατά πολύ τα σημάδια του θετικού σοκ και της τόνωσης της αυτοπεποίθησης, φέρνει με βία και ανυπολόγιστο κόστος στην επιφάνεια πληγές του παρελθόντος, εμμονές και αδυναμίες της, συντρίβει εμφατικά κάθε πιθανότητα ψυχικής ισορροπίας για εκείνη και καταλήγει να ορίζει κάθε σκέψη, ενέργεια, κρυφή ή φανερή επιθυμία της.
Στην πραγματικότητα, ο Πολάνσκι ως σκηνοθέτης και συσεναριογράφος, από κοινού με τον Ολιβιέ Ασαγιάς, προβαίνει σε ένα σχόλιο περί του αδηφάγου χαρακτήρα της έμπνευσης για έναν καλλιτέχνη. Η Ελ δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσωποποίηση της ιερής ιδέας πίσω από ένα έργο τέχνης, που εκφράζει με πάθος όλο της το μένος έναντι κάθε δισταγμού του καλλιτέχνη. Δίχως καμία διαλλακτικότητα και με ακόρεστη τη δίψα για αίμα, η Έμπνευση εξερευνά κάθε ερεβώδη γωνία της ψυχής του καλλιτέχνη, δε γνωρίζει ιερά και όσια. Αποζητά με μανία τον πόνο του, γιατί ξέρει ότι μέσα από αυτόν γεννάται το μεγαλείο της τέχνης. Απειλεί να ρημάξει τα πάντα προκειμένου να αναγκάσει τον δημιουργό να διεκπεραιώσει αυτή τη μεταφυσική υποχρέωση που συνοδεύει το ταλέντο και συνίσταται στην επίτευξη του καλλιτεχνικού στόχου, ακόμα και με τίμημα την αιώνια δυστυχία. Η ευημερία του ίδιου του καλλιτέχνη, όπως και οι καθημερινές του ανάγκες, εξαφανίζονται από τον ιεραρχικό του χάρτη, τον οποίο σκεπάζει πλέον μία και μόνη επιδίωξη: η Δημιουργία. Σχεδόν με όρους θεολογικούς λοιπόν, ο μέγας Ρομάν Πολάνσκι μας καλωσορίζει στον εφιαλτικό κόσμο από τα σπλάχνα του οποίου πηγάζει αυτό που εύκολα έχουμε μάθει να χαρακτηρίζουμε ως αριστούργημα και, λαμβάνοντας υπόψη το πόσα τέτοια έχει παράξει, η γνώμη του αξίζει να ακουστεί.
Το σημαντικότερο πρόβλημα της ταινίας βρίσκεται στην τρίτη της πράξη, η οποία αντί να οδηγήσει την ένταση σε κορύφωση, καταλήγει να μοιάζει με άνευρη εκδοχή του «Misery». Δυστυχώς, η ταινία στερείται πραγματικής δραματικής κορύφωσης, αλλά και ουσιαστικής λύσης και πλατειάζει λίγο πριν το φινάλε της, με αποτέλεσμα ο θεατής να αποσυνδεθεί συναισθηματικά από τη διελκυστίνδα των δύο γυναικών. Παρόλ’ αυτά, η μαεστρία του μεγάλου Πολάνσκι και η διάθεση του να επιστρέψει στον λατρεμένο κόσμο της «Αποστροφής» και του «Ενοίκου», ντύνοντάς τον και με ένα ελαφρύ ειρωνικό πέπλο, αρκούν για να κάνουν την ταινία το λιγότερο αξιοθέατη. Οι ερμηνείες που αποσπά από τις δύο γυναίκες κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα, καθώς η Εμμανουέλ Σενιέ διαχειρίζεται με περισσότερη άνεση το ρόλο της, εκδηλώνοντας τα σημάδια της μανιοκατάθλιψης κομψά, ενώ η Εύα Γκριν εικονίζεται σχεδόν εξωπραγματική, με τα μεγάλα υποβλητικά μάτια της συχνά σε κυρίαρχη θέση και έναν ερωτισμό που είναι όπως πάντα επιτηδευμένος. Αξιοπερίεργη είναι πάντως η επιλογή του δημιουργού να μην επενδύσει στη διαρκώς υποβόσκουσα ψυχοσεξουαλική έλξη μεταξύ των δύο γυναικών.
Διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής του και με τη διεθνή συγκυρία να μην είναι ούτε στο ελάχιστο ευοίωνη για αυτόν, ο Ρομάν Πολάνσκι επιμένει και σκηνοθετεί όπως πάντα στιβαρά και με μία διάθεση καυστική και συχνά παιγνιώδη. Τούτη η ταινία δε διεκδικεί περίοπτη θέση στη φιλμογραφία του, είναι ωστόσο μια καλοκουρδισμένη επιστροφή στα παλιά. Παρά το αδύναμο φινάλε της, δε μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενη.