«Αν το Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν άνθρωπος, θα ήταν τραβεστί», ακούγεται κάποια στιγμή να λέει η πρωταγωνίστρια της ταινίας, queer ακτιβίστρια Λουάνα Μουνίζ. Με δεδομένο ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας ενός και μόνο ατόμου είναι εξαιρετικά επισφαλής, η εξακρίβωση της ταυτότητας μιας ολόκληρης πόλης φαντάζει αδύνατη. Και μάλιστα αν σκεφτεί κανείς ότι ο «χαρακτήρας» μιας πόλης είναι έννοια διττή, με τις δύο όψεις του να είναι σε συνεχή επικοινωνία. Είναι συλλογικός, αυτός που προκύπτει από τους ανθρώπους που αποτελούν το έμψυχο δυναμικό της πόλης και «προσωπικός», αυτός που διαμορφώνεται στον κόσμο των ιδεών και της φαντασίας όπου η πόλη νοείται σαν αυθύπαρκτο, αυτοτελές υποκείμενο, σαν άθροισμα ιστορικών, μυθικών και περιβαλλοντολογικών καταβολών.
Η Ευαγγελία Κρανιώτη, σε αυτή την ποιητική αναζήτηση ταυτότητας, ορίζει την έννοια που ερευνά ως δυναμική, πολυδιάστατη και συνεχώς μεταλλασσόμενη. Άνθρωποι που συνεχώς εφευρίσκουν νέους εαυτούς, όχι από αδυναμία συγκρότησης μιας προσωπικότητας, αλλά επειδή αφουγκράζονται τις αληθινές τους ανάγκες που απερίφραστα υπαγορεύουν την αέναη αλλαγή. Κατ’ ουσίαν, το διάσημο καρναβάλι του Ρίο δεν αποτελεί μια εντυπωσιακή ιεροτελεστία μεταμόρφωσης, αλλά μια σαρωτική διαδικασία μετουσίωσης και αναγέννησης. Η συνεχής αλλαγή όψης δεν συντελείται για να κρύψει την προσωπική καθημερινή οδύνη. Υπό μία έννοια, είναι ειλικρινέστερη, καθώς είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδικασίας.
Η διαρκής ανασύνθεση του εαυτού ωστόσο είναι μια διαδικασία που κρύβει μία ακόρεστη θλίψη μέσα στην εξαλλοσύνη του πανηγυρικού της τύπου. Παράλληλα με τις εξιστορήσεις της Μουνίζ, που μοιάζει να ανακαλύπτει συνεχώς νέους τρόπους να απολαύσει τη ζωή, ο θεατής παρακολουθεί και έναν υπερβατικό θλιμμένο κλόουν/άγγελος που περιφέρεται άσκοπα σε μία πόλη που φοράει τα γιορτινά της. Τούτο το alter ego της πρωταγωνίστριας σηματοδοτεί το ίζημα, ορκισμένα αδιάλυτο σε κάθε πιθανό μείγμα, που δεν είναι άλλο από τη σκέψη του φθαρτού της ανθρώπινης φύσης. Η ύστατη συνειδητοποίηση ότι όσες φορές και αν μεταβάλεις τους όρους της ζωής, όσο μακριά και αν φτάσεις σε αυτό τον ζωογόνο αγώνα εξαπάτησης, η κατάληξη είναι η ίδια για όλους. Και θα σε αναγκάσει να υποστείς τον γνωστό βίαιο απολογισμό, να μετρήσεις σωστά και λάθη, να ανιχνεύσεις την αλήθεια σε κάθε στάση της ζωής σου. Είναι βέβαια από τις φορές που η πραγματικότητα ενώνει το φως της με αυτό της τέχνης: Η Λουάνα Μουνίζ απεβίωσε λίγο πριν την ολοκλήρωση της ταινίας, νοηματοδοτώντας την με έναν νέο ανεξάρτητο τρόπο.
Οι αισθησιακές εικόνες που κατακλύζουν το φιλμ καλούν το θεατή να συμμετάσχει στην οργιαστική μεταρσίωση του καρναβαλιού, να μεταλάβει κάτι από τη διονυσιακή αύρα του. Σκέψεις και εικόνες συνδέονται ακραιφνώς συνειρμικά καθώς ο θεατής περιπλανάται στο ιλιγγιώδες εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο της queer σκηνής της πόλης. Η Κρανιώτη καταργεί με έμφαση και άνεση τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας και χρησιμοποιεί το χωροχρόνο σαν αφαιρετικό δραματουργικό παράγοντα. Αντιλαμβάνεται την ύπαρξη σαν στιγμιαία συνισταμένη συνεχώς μεταβαλλόμενων δυνάμεων και αποτάσσεται κάθε επιταγή που δεν προκύπτει από εσωτερική ανθρώπινη ανάγκη. Τούτο το ακαταμάχητο, γεμάτο ζεστά χρώματα, φιλμικό ποίημα αναζητά μέσα στο σκότος τις χαραμάδες της ψυχής από τις οποίες θα τρυπώσει το φως και αποζητά να γίνει αντιληπτό από το θεατή εκστατικά, όχι λογικά.