Σκηνοθεσία: Μάιτε Αλμπέρντι
Διάρκεια: 90′
Ένας ηλικιωμένος σε μυστική αποστολή σε ένα γηροκομείο. Στα 83 του χρόνια μπαίνει στο ίδρυμα, εκτελώντας ουσιαστικά χρέη ντετέκτιβ. Ακούγεται τρελά κωμικό, προϊόν μυθοπλασίας, σκέτη αμερικανιά! Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένα φιλμ που μπλέκει τα κινηματογραφικά είδη, υποδυόμενο -με τη σειρά του- τον ρόλο του ντοκιμαντέρ.
Μια αγγελία στην εφημερίδα καλεί για συνέντευξη εργασίας άτομα ηλικίας 80-90 ετών, σε ένα γραφείο ντετέκτιβ βγαλμένο από το νουάρ παρελθόν. Οι υποψήφιοι που παρελαύνουν υπό το βλέμμα του… “Σημαδεμένου”, διεκδικώντας τη θέση δεν είναι λίγοι, όπως και οι στιγμές γέλιου που χαρίζει η αδέξια παρουσία τους. Από τα πρώτα λεπτά αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη ταινία τεκμηρίωσης.
Αυτή η πρόσχαρη αίσθηση δεν μας εγκαταλείπει ποτέ στη μιάμιση ώρα “δράσης” που ακολουθεί. Αντιθέτως, ντύνει από την κορφή ως τα νύχια και μακιγιάρει μοναδικά την τρυφερή ψυχή ενός φιλμ, που καταγράφει με επιτηδευμένη αφέλεια τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας. Ο Σέρχιο, ο οποίος αποτελεί την τελική επιλογή για να διεισδύσει στα… άδυτα του γηροκομείου, είναι ένας καλοσυνάτος γεράκος, για τον οποίο και μόνη η χρήση των εφαρμογών στο κινητό συνιστά πέρασμα σε μιαν άλλη εποχή.
Καλείται, ωστόσο, να χρησιμοποιήσει τζεϊμσμποντικά (κυριολεκτικά όμως!) εξαρτήματα, όπως γυαλιά που βιντεοσκοπούν τον περίγυρο, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Ποια είναι αυτή; Να προσεγγίσει μια συγκεκριμένη κυρία και να διασταυρώσει την πληροφόρηση (ή μήπως αίσθηση;) που έχει η κόρη της ότι κάτι δεν γίνεται σωστά στο ίδρυμα που τη φιλοξενεί, ότι πιθανά την κακομεταχειρίζονται, ότι ίσως της τρώνε λεφτά…
Για να σκηνοθετηθεί το όλο κόλπο, στήνεται μια ταινία μέσα στην ταινία. Το γηροκομείο και οι τρόφιμοί του αποδέχονται την παρουσία του κινηματογραφικού συνεργείου, επειδή υποτίθεται ότι εκεί θα γυριστεί ένα τυπικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή στον οίκο ευγηρίας “Σαν Φρανσίσκο”, που θέλει και μόνο με το όνομά του να θυμίζει νοσταλγικά τα sixties. Τα άλλοτε παιδιά των λουλουδιών, όμως, που κατοικοεδρεύουν -θέλοντας και μη- στον τόπο του αναζητούμενου εγκλήματος, είναι ψυχές, άλλες βασανισμένες κι άλλες χαμένες, περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητες, που πασχίζουν να νιώσουν τη ζεστασιά του διπλανού τους. Ακόμα και να ερωτευτούν στα βαθιά γεράματα, αν δεν το τόλμησαν στα όμορφα νιάτα!
Μέσα από την “κατασκοπική” πλοκή του, το The Mole Agent (El agente topo) ξετυλίγει το κουβάρι των συναισθημάτων, αναδεικνύει το πλαστό ενδιαφέρον αυτών που είναι απόντες από τη φθορά των δήθεν αγαπημένων τους προσώπων, τις τύψεις για την εγκατάλειψη. Ψάχνοντας το τι συμβαίνει με μια μάλλον αντικοινωνική γηραιά κυρία, ο ήρωάς μας ανιχνεύει πολύ πιο σύνθετους χαρακτήρες σε άλλες γυναίκες του χώρου. Άλλη απαγγέλλει ποιήματα, γεμάτα ρίμα και παλλόμενα από το αίσθημα απώλειας, άλλη οικειοποιείται ξένα αντικείμενα χωρίς καμία κακή πρόθεση, παρά μόνο για να έχει κάτι από όσους αγαπά, άλλη θαρρεί πως χάνει τη μνήμη της, καθώς δεν είναι βέβαιη ότι δέχεται επισκέψεις από τους “δικούς της”. Η μνήμη της είναι μια χαρά, θα το προτιμούσε όμως σε σχέση με το να είναι από καιρό ξεχασμένη και εγκαταλελειμμένη…
Ο Σέρχιο αντιμετώπισε εξαρχής την αποστολή του, ως δουλειά-παιχνίδι. Να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου ήταν ο σκοπός του, να ξεφύγει έστω για τους τρεις μήνες του ψευτοεγκλεισμού του στο γηροκομείο από τη στενοχώρια που του φέρνει η ανάμνηση της προσφάτως εκλιπούσας συζύγου του. Όταν έπαψε να νιώθει ότι παίζει, όταν ένιωσε κι εκεί μέσα το δέος του θανάτου, όταν δέθηκε απρόσμενα με δεσμούς φιλίας, τότε όφειλε να αποχωρήσει. Σταμάτησε να δίνει αναφορά και έβγαλε πόρισμα… κι ας μην του είχε ζητηθεί. Σπανίως είναι το ίδρυμα και οι λειτουργοί του που βλάπτουν τους τροφίμους. Η μοναξιά, κόντρα στο γνωστό άσμα, δεν είναι πιο καλή από τη θαλπωρή των οικείων…