Festivals Φεστιβάλ Δράμας 2023: Day 2

6 Σεπτεμβρίου 2023 |

0

Φεστιβάλ Δράμας 2023: Day 2

Η δεύτερη μέρα του εθνικού διαγωνιστικού, με τις έξι ταινίες του προγράμματος, δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακή με την πρώτη. Ιστορίες κοριτσίστικης φιλίας, που μπλέκουν με τις ερωτικές επιθυμίες, ενηλίκων που μένουν πάντα παιδιά, κυκλωμάτων εμπορίας σεξ, ατόμων της τρίτης ηλικίας, αλλά και ένα απρόσμενο φιλμ εποχής: αυτά είχε το μενού, αυτά και σας τα παρουσιάζουμε παρακάτω.

Αρκουδότρυπα

Των Χρυσιάννας Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου

Καλογυρισμένη, με εξαιρετικές ερμηνείες από τις δύο νεαρές πρωταγωνίστριες, ωραία φωτογραφία, αλλά και υποτυπώδες (για να δικαιολογήσει τα σχεδόν 40 λεπτά διάρκειας) σενάριο, η ταινία των Παπαδάκη και Ντινόπουλου έρχεται να μιλήσει ξεκάθαρα για θέματα με τα οποία το ελληνικό σινεμά έχει μεν ασχοληθεί, ωστόσο ποτέ δεν τα έχει δέσει όλα μαζί: α) Η εγκατάλειψη της ελληνικής επαρχίας, αργά ή γρήγορα, από τις νέες και τους νέους, καθώς η βουκολική πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει όσα θα ήθελαν, οπότε η μετάβαση στις πόλεις, ακόμα και αν είναι χάλια, όπως ακούγεται πολλάκις στο φιλμ, μοιάζει μονόδρομος. β) Ο καταπιεσμένος ερωτισμός, όταν πρόκειται για άτομα του ιδίου φύλου, όπου η σεξουαλική έλξη και η φιλία μπλέκουν αξεδιάλυτα και ειδικά στη συγκεκριμένη συνθήκη προβληματικά. γ) Η κλειστή κοινωνία της υπαίθρου, με τον κίνδυνο να μαθευτούν τα κρυμμένα μυστικά εν μια νυκτί να παραμονεύει. δ) Οι δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, οι φόβοι που διατηρούνται στο υποσυνείδητο και προέρχονται από την ίδια τη λαϊκή παράδοση, αλλά και εκφράζονται με ξεκάθαρους συμβολισμούς, από το πρώτο κιόλας πλάνο. Queer δημιουργία, η Αρκουδότρυπα, με σχήμα που δεν σηκώνει και πολλές παρανοήσεις, με το φόβο του αρκούδου να κυριαρχεί στη σκέψη των κοριτσιών, αφήνει στο φινάλε της την πόρτα ανοιχτή για εκπλήξεις και εξελίξεις. Θα υπάρξει κάτι σε συνέχεια ή έχουμε να κάνουμε με πιλότο για ταινία μεγάλου μήκους;

Με λένε Άντι

Των Ανδρέα Βακαλιού και Φίλης Ολσέφσκι

Ο Ανδρέας Βακαλιός μάς είναι γνωστός εδώ και πέντε περίπου χρόνια, όταν το Death Car του ήρθε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη Δράμα. Ακολούθησε το -βραβευμένο και από την ΠΕΚΚ- Μίλα, που κατέδειξε την ικανότητά του να σκηνοθετεί σε εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς χωρίς να χάνει το στόχο. Το περσινό Γιάμα ήταν υπέρμετρα φιλόδοξο και κάπου βγήκε από το δρόμο του παλεύοντας να χωρέσει τα πάντα, ενώ τώρα έρχεται να μας εκπλήξει, κάνοντας μια ταινία κινητού τηλεφώνου. Μια ταινία καταγγελτική για τη βία εναντίον των γυναικών, για τα κυκλώματα trafficking που λυμαίνονται την ίδια την ομορφιά και τη νιότη, για τη δυνατότητα της τεχνολογίας να λειτουργήσει ντοκιμαντερίστικα, ως στοιχείο πρώτης τάξης για να αποδειχθούν οι πιο άνομες πράξεις. Θυμίζοντας τα φιλμ με κάμερα στο χέρι, αλλά προφανώς διαθέτοντας μικρότερες δυνατότητες εξ ορισμού, πείθει για τις καλές προθέσεις του, μας συστήνει πλάι στην Ευθαλία Παπακώστα και την πρωτοεμφανιζόμενη Αφροδίτη Μπαχαρνίκου, αλλά και αφιερώνει την ιστορία του στην.. Άντι, άρα η ταινία είναι προφανώς βασισμένη σε απολύτως αληθές γεγονός. Αφού αναφερθούμε και στη Φίλη Ολσέφσκι, μόνιμη διευθύντρια φωτογραφίας του, με την οποία εδώ συνυπογράφει τη σκηνοθεσία, οφείλουμε να πούμε ότι στην περίπτωση του Με λένε Άντι ο σκοπός δεν κατορθώνει να αγιάσει τα μέσα, δηλαδή το οπτικό αποτέλεσμα μιας σκηνοθεσίας με κινητό δεν προσεγγίζει επ’ ουδενί το επιθυμητό επίπεδο.

Ανορθόδοξος

Του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου

Η Καρτ ποστάλ από το τέλος του κόσμου ήταν μια χιουμοριστικά απολαυστική ταινία μελλοντολογικής καταστροφής. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου στη Δράμα, και μάλιστα και στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα της, γίνεται ωστόσο με τρόπο που είναι πραγματικά… Ανορθόδοξος! Και αυτό δεν είναι τόσο καλό, στην προκειμένη περίπτωση. Πάντα  υπάρχουν έξυπνες ιδέες και στο νέο του πόνημα, ένα βυζαντινό γουέστερν, που μπορεί να προκαλέσουν στιγμιαία το χαμόγελο ή και το γέλιο, όμως τούτη η ιστορία, που διαδραματίζεται το σωτήριον έτος 703, μας άφησε να αναρωτιόμαστε πού αποσκοπεί, πέραν μιας πιθανής τιμητικής αναφοράς στους Μόντι Πάιθον. Μια τιμωρία εξωφρενική από μια ομάδα Χριστιανών, που παραπέμπει σ’ εκείνη του Χριστού βεβαίως, απλώς χωρίς καρφιά και ακάνθινα στεφάνια, ακολουθείται από κωμικοτραγικά μαθήματα του πώς ουσιαστικά αδιαφορούν για έναν βασανισμένο άνθρωπο. Τόσο η διερχόμενη οικογένεια όσο και ο επιδράμων Άραβας τελικά προσπερνούν, προσφέροντας ελάχιστη χείρα βοηθείας, ενώ το μαρτύριο της (ανύπαρκτης) σταγόνας ολοκληρώνεται με φλεγόμενους αμνούς και παιδιά-αγγελούδια, που δρουν ληστρικά έναντι του ετοιμοθάνατου (ή μήπως ήδη πεθαμένου;)… Καμιά συμπάθεια για τον (φτωχο)διάβολο; Και λοιπόν;

Good Girls Club: A Virginity Odyssey

Των Λήδας Βαρτζιώτη και Δημήτρη Τσακαλέα

Η εφηβεία που τελειώνει. Όπως και το σχολείο. Όπως και η ανεμελιά. Παράλληλα, η ενηλικίωση που έρχεται. Με το άγχος που συνεπάγεται. Τόσο στον τομέα της εργασίας όσο και στις σχέσεις. Με το άλλο ή με το ίδιο φύλο. Ειδικά αν είσαι κορίτσι. Η ιστορία του Good Girls Club είναι αυτό ακριβώς που λέει το δεύτερο μέρος του τίτλου: Μια οδύσσεια παρθενίας. Ό,τι έμαθαν οι κοπέλες να φυλάσσουν ερμητικά ωσότου μεγαλώσουν είναι ώρα να αφεθεί ελεύθερο. Γίνεται όμως κάτι τέτοιο από τη μια στιγμή στην άλλη, όση επιθυμία κι αν έχει συσσωρευτεί; Παίζοντας με τα όρια φιλίας και ερωτικής έλξης, οι δυο κολλητές της ταινίας εκφράζουν το μεγάλο πλήθος των αληθινών κοριτσιών, όπως μας προειδοποιούν από τα γράμματα της αρχής οι δύο σκηνοθέτες. Θέλουν να μεταδώσουν και σ’ εμάς την αγωνία των ηρωίδων τους, να τη μοιραστούμε μαζί τους. Δεν είναι όμως και τόσο εύκολο να το πετύχουν.

Η πολυθρόνα στο πεζοδρόμιο

Της Μαίρης Κολώνια

Έντιμη, αλλά και παλιομοδίτικη στη γραφή, θυμίζοντας αρκετά λ.χ. Θέατρο της Δευτέρας, η ταινία της Μαίρης Κολώνια μοιάζει σαν να μας έρχεται από άλλη εποχή. Η πολυθρόνα στο πεζοδρόμιο είναι μια τρυφερή ματιά στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, στην ανάγκη τους να γαντζωθούν από τις όμορφες μνήμες και να σβήσουν δια παντός ό,τι τους πίκρανε στη μακρά ζωή τους. Αν μάλιστα έχουν χτυπηθεί από γεροντική άνοια, τότε κάθε τέτοια νοερή επιστροφή στο παρελθόν είναι καλοδεχούμενη. Το σενάριο του φιλμ είναι απλό, έως απλοϊκό, οι προθέσεις καλές και υπάρχει διάχυτη μια γλύκα σε κάθε πλάνο. Αλήθεια, πόσες ιστορίες τέτοιου τύπου μπορούν να διηγηθούν τα έπιπλα που με ευκολία όλοι μας παρατάμε ως ντεμοντέ στα πεζοδρόμια; Αυτό το ερώτημα μαλακώνει και την κρίση, μπροστά σε μια ταινία σαν κι αυτήν, καθόλου φεστιβαλική, όπως -καλώς ή κακώς- έχουμε μάθει τουλάχιστον να εννοούμε τις φεστιβαλικές δημιουργίες, καθόλου της μόδας δηλαδή.

Womb

Του Θέμου Σκανδάμη

Τα 7 λεπτά της ταινίας του Θέμου Σκανδάμη λειτουργούν σαν σκοτσέζικο ντους για τους θεατές. Πρώτα ακούμε τον απόλυτα φυσικό διάλογο (;) του απολαυστικά εκφραστικού Τσιοτσιόπουλου με τη μητέρα του. Αυτός, ένας μεσήλικας, μιλά όπως όλοι μας στη μάνα του, σαν να είναι ακόμα παιδάκι. Βεβαίως ακούμε μόνο τα δικά του λόγια, αλλά ουδείς δυσκολεύεται να φανταστεί τις ερωτήσεις και απαντήσεις της ηλικιωμένης. Είναι σαν να μιλάμε οι ίδιοι. Κατόπιν εμφανίζεται ένας από μηχανής… διάολος, γιατί τέτοιος είναι ο ρόλος του συμπρωταγωνιστή στο Womb, δηλαδή του Άρη Τρουπάκη. Έρχεται να διαολίσει τον κεντρικό ήρωα, αλλά κι εμάς. Να ανατρέψει όλα όσα είδαμε. Και εκεί ο πρωταγωνιστής μας τρελαίνεται και τρελαινόμαστε μαζί: έγινε ποτέ αυτό το τηλεφώνημα, μεγάλωσε ποτέ ο μεσήλικας ή παρέμεινε πάντα μικρούλης; Με το να τον/μας επαναφέρει στην τάξη, αφού πρώτα αλλάξει τον τρόπο που βλέπει/βλέπουμε τα πράγματα γύρω του/μας, η προσγείωση είναι ανώμαλη. Γιατί η παιδική ηλικία, όταν μιλάμε ειδικά για τη μήτρα (η μετάφραση του womb) από την οποία προήλθαμε, δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Δεν το θέλουμε κιόλας. Η μαμά μένει πάντα ζωντανή, να την καλούμε και να μας καλεί και για τα πιο ασήμαντα. Γιατί υπάρχει η σύνδεση, ο ομφάλιος λώρος, όπως επισημαίνει τούτη η σύντομη πικρή φάρσα.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑