Festivals 45ο Φεστιβάλ Δράμας – Day 4

10 Σεπτεμβρίου 2022 |

0

45ο Φεστιβάλ Δράμας – Day 4

Χλώριο

Μετά την «ημέρα της γυναίκας», με τις 5/5 ταινίες της Πέμπτης, το πρόγραμμα της Παρασκευής ξεκινά με μια ανδρική υπογραφή, αυτήν του Θάνου Ψυχογυιού. Όπως συνηθίζει ο σκηνοθέτης, το σενάριό του βασίζεται σε ένα λογοτεχνικό έργο, στο διήγημα της Ειρήνης Μαργαρίτη Ο άνδρας και το κορίτσι, σε «μια πολύ πιστή, αλλά και ταυτόχρονα πολύ ελεύθερη διασκευή», κατά δήλωση του ιδίου. Η προσέγγιση είναι γραφής Greek weird wave, με κινηματογράφηση που δίνει έμφαση στην τοποθέτηση του κάδρου και έντονη αποδραματοποίηση. Η κατασκευή αυτή, ωστόσο, όπως σε πολλές από τις ταινίες αυτού του σινε-ρεύματος, ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό το όριο αποδοχής της αποστασιοποίησης και της κατάψυχρης περιγραφής.

Την Πέμπτη, οι ταινίες που είδαμε από γυναίκες δημιουργούς είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι εντέλει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταδείκνυαν την αγάπη μάνας-κόρης, ακόμα κι αν η σχέση είχε περάσει από σαράντα κύματα. Εδώ, δυστυχώς, ο ρόλος του πατέρα και η όλη συμπεριφορά του, πέρα από το να εξυπηρετεί το στιλ του σκηνοθέτη, με πλάνα επιτηδευμένα παγερά και βλέμμα αχαρακτήριστο, είναι το ίδιο διακοσμητικός με το πολυτελές σπίτι που φιλοξενεί την ιστορία μας. Μια ιστορία αδυναμίας επικοινωνίας πατέρα-κόρης, αδυναμίας να αρθρώσουν πάνω από δυο τρεις φράσεις, με περίσσιο κόπο, στα έσχατα λεπτά του φιλμ. Κατά πόσο μπορεί να σε αγγίξει μια παρόμοιας αισθητικής δουλειά; Περί ορέξεως…

Fault

Η Κατερίνα Παπαναστασάτου σκηνοθετεί μια ταινία ενοχών, ομολογιών και τιμωριών. Μια ταινία σχέσεων ενδοοικογενειακών, η οποία διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες που έχουμε δει ως τώρα στο Φεστιβάλ στο ότι δεν παρακολουθεί τη σχέση πατέρα ή μητέρας με παιδί, αλλά τη σχέση παππού-εγγονής. Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Γιάννη Τσίρου Τα μάτια τέσσερα, το Λάθος πραγματεύεται τη δυνατότητα επανόρθωσης ακριβώς αυτού: ενός λάθους. Λάθος κάνει η ηρωίδα κλέβοντας καταρχάς, κλωτσώντας το όργανο του νόμου στη συνέχεια. Λάθος κάνει η αστυνομικός, διότι εξαντλώντας την by the book θέση της ως κατηγόρου, προσπαθεί μέχρι τέλους να μεγιστοποιήσει ουσιαστικά την ποινή στην κοπέλα. Λάθος κάνει, όμως, κυρίως ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Δημήτρης Καταλειφός, σε καθετί από την αρχή ως το τέλος, από την απόπειρα δωροδοκίας ως και την αποκάλυψη σ’ εμάς, την παραδοχή ενώπιον του Θεού (και μόνο) του παρελθόντος και των γενεσιουργών αιτίων της συμπεριφοράς της εγγονής.

Ας μη συζητήσουμε καν, φυσικά, το αν έχει διαπράξει απλώς ένα… λάθος σε βάρος της μικρής, ζούμε σε μια εποχή όπου αυτά τα τραγικά βιώματα βγαίνουν στο φως ολοένα και περισσότερο!Οι καλές προθέσεις της δημιουργού είναι δεδομένες, αλλά δεν επαρκούν σε επίπεδο κινηματογραφικό. Ούτε η σκηνή στο Τμήμα πείθει ιδιαίτερα ούτε και το φινάλε στο δικαστήριο, παρότι φανερώνει την ανικανότητα του (με πολλά εισαγωγικά) ήρωα να διορθώσει -όσο διορθώνεται κάτι τόσο ειδεχθές όσο αυτό που αφήνεται να εννοηθεί ότι έπραξε.

Enomena

Η ταινία της Φαίδρας Βόκαλη, την οποία γνωρίζουμε όλοι εδώ και πολλά χρόνια κυρίως ως παραγωγό σε αρκετές (άλλοτε απλώς ενδιαφέρουσες κι άλλοτε πολύ αξιόλογες) ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, κάθεται εδώ στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Και, ανεξάρτητα αν έχουμε επιμέρους αντιρρήσεις για σκηνές σαν εκείνη με την εμφάνιση της γοργόνας- φίλης, η οποία μοιάζει μάλλον αχρείαστη και δεν βοηθά ούτε σε επίπεδο ιδεολογικής στράτευσης, φανερώνει ότι ξέρει να οργανώνει τα πιστεύω της και να τα μετασχηματίζει σε κινηματογραφική γλώσσα, παίζοντας μάλιστα έξυπνα με τη φύση και τις ιδιαιτερότητες κάθε ύπαρξης που φιλοξενείται σ’ αυτήν, αλλά και με τις λέξεις.

Enomena, δηλαδή ενωμένα στη γλώσσα της εποχής, τα Grenglish. Ενωμένα, όπως τα χέρια των δύο κοριτσιών, που αποφασίζουν στο φινάλε αυτού του μικρού μήκους φιλμ να αφήσουν το σκοτάδι και να βγουν στο φως. Ενωμένα, όπως νωρίτερα όλα τα καλόπαιδα, που έστησαν το μεγάλο κόλπο για να κάνουν κακό στη διαφορετική συμμαθήτρια. Ενωμένα, τέλος, όπως πρέπει να είναι τα ζωντανά μικρά ψάρια για να επιβιώσουν από το κυνήγι των μεγάλων. Enomena, λοιπόν, αλλά εντέλει όχι τυχαία γραμμένο σε Grenglish. Enomena, γιατί αν διαβάσεις αντίστροφα τη λέξη θα σχηματιστεί η Anemone, η ανεμώνη. Η ανεμώνη είναι ένα άνθος πανέμορφο, αλλά ενίοτε δηλητηριώδες αν επιχειρήσει κανείς να το γευθεί. Ετυμολογικά παραπέμπει ευθέως στον άνεμο, είναι παιδί του, εμφανίζεται όπου φυσά εκείνος. Αυτό τουλάχιστον ήταν που οδήγησε στη βάφτισή της από τους αρχαίους, ενώ οι λαϊκές δοξασίες τη συνδέουν και με την άτυχη αγάπη.

Ανεμώνες υπάρχουν και θαλάσσιες, όμως είναι μια άλλη περίπτωση, δεν πρόκειται πλέον για φυτά, αλλά για ζώα και μάλιστα σαρκοφάγα, που ξεγελούν με την ομορφιά τους και απλώνουν θανατηφόρα τα πλοκάμια τους. Η θαλάσσια ανεμώνη είναι ένα άκρως ενδιαφέρον είδος του υδρόβιου βασιλείου, καθώς παράλληλα λειτουργεί επιλεκτικά στην τροφή της, αφήνει κάποια μικρά ψαράκια ανέγγιχτα, αντιθέτως μάλιστα τα προστατεύει και ζουν ελεύθερα με τη βοήθειά της, όπως το ψάρι-κλόουν. Όλα αυτά τα εξηγεί η μια κοπέλα (αυτή που έχει κατασταλάξει στις ερωτικές της επιλογές) στην άλλη, στο χώρο ενός ενυδρείου, σε μια κλειστή δηλαδή κοινωνία, όπως είναι και η σχολική. Μέσω αυτών και η δημιουργός του φιλμ επιχειρηματολογεί προφανώς, περί της ύπαρξης διαφορετικότητας και μη ομοιομορφίας στην ίδια τη φύση… Ποια είναι η θαλάσσια ανεμώνη και ποιο το ψάρι-κλόουν στην ιστορία μας; Τροφή για περαιτέρω σκέψη, μετά την έξοδο στο φως, αλατοπίπερο στη συνταγή της Βόκαλη. Γιατί το πιπέρι έχει και καλύτερες χρήσεις από το σπρέι τύφλωσης…

Under the lake

Ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση που δεν απευθύνεται μόνο στον δημιουργό του Under the lake, αλλά και σε άλλους που έχουν ταινίες εδώ στη Δράμα: για ποιον λόγο δεν υπάρχει ελληνικός τίτλος; Δεν απαγορεύει κανείς την ύπαρξη του αγγλόφωνου, αλλά σε τι θα έβλαπτε το «Κάτω από τη λίμνη»; Είχαμε γνωρίσει τον Θανάση Τρουμπούκη από το πολύ φιλόδοξο Sable noir («Μαύρη άμμος» η μετάφραση), το 2019, όπου είχε επιλέξει να θολώνει τα πλάνα του, ώστε να δυσκολευόμαστε -όπως και οι ήρωές του- να αντιληφθούμε τι απ’ όσα βλέπουμε είναι πραγματικό και τι φαντασιακό. Εδώ δεν κάνει κάτι ανάλογο, αλλά διαλέγει τα 16mm και με την έξοχη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Κουκουλιού καταγράφει το τέλος μιας μικρής πατρίδας, ενός ορεινού χωριού που πλέον το καταπίνει μια λίμνη.

Δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις γιατί συμβαίνει αυτό, ένα φράγμα είναι σχεδόν πάντα η αιτία. Ένα τοπωνύμιο στον χάρτη έσβησε για να εξυπηρετηθούν προφανώς κάποιες ανάγκες, αλλά δεν πρέπει να σβήνουν μαζί και οι μνήμες. Μνήμες, όπως εκείνη με τη γυναίκα που υφαίνει τον αργαλειό, η άλλη με τη στάνη και τον κτηνοτρόφο που φυλάει τα ζωντανά του, μια τρίτη των δύο κυνηγών με τα σκυλιά τους στο βουνό. Το αλλοτινό λιβάδι δακρύζει, όπως θα έλεγε κι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, καθώς τα γηρασμένα πρόσωπα ανακαλούν τις θύμησες αυτές. Θύμησες κι από την εκκλησία, με τα κεριά, που θαρρείς πως θα κάψουν ό,τι κλαδί ή δέντρο απέμεινε από την ευτυχία του τότε. Δύσπεπτο και βαρύ, βουβό από άποψη διαλόγων, το προσεγμένο ντοκιμαντέρ του Τρουμπούκη μιλά ίσως γενικότερα για την παλιά Ελλάδα. Αυτήν που κάηκε ή πνίγηκε και δεν υπάρχει πια…

Kiddo

Δύο ζευγάρια. Το ένα χωρίζει, μαλώνει, στον χώρο του άλλου. Το άλλο μοιάζει να εκπλήσσεται, αλλά τελικά… τα φαινόμενα απατούν. Όσα θα αποκαλυφθούν είναι φαιδρά, μοιάζουν σκηνές μιας σαπουνόπερας-παρωδίας. Και πράγματι τέτοια είναι, αφού από το πρώτο πλάνο βλέπουμε κακοφτιαγμένα μακιγιάζ, ψεύτικα προσωπεία κτλ. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να παίξουν τα παιδιά την ιλαροτραγωδία του κόσμου των μεγάλων, με την ψευτιά στις σχέσεις ή τα βαθιά κρυμμένα μυστικά.

Όταν οι μικροί και οι μικρές ηθοποιοί ματώσουν, αφαιρώντας τις μάσκες που φορούν, όταν γίνουμε μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο γυρίζεται ένα τέτοιο φιλμ (θα μπορούσε να είναι και μια θεατρική παράσταση),τότε υποτίθεται ότι έχουμε λάβει και το μήνυμα που μας στέλνει ο δημιουργός του. Μόνο που υπάρχει και η αισθητική, την οποία και αναζητούμε με οδύνη…

Tokakis or What’s my name

Το 2017, μια ταινία μάς εξέπληξε ιδιαίτερα ευχάριστα εδώ στη Δράμα. Επρόκειτο για ένα mockumentary, ένα ψευδοντοκιμαντέρ δηλαδή, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χαριτίδη. Πρωταγωνιστής ήταν ένας «φτωχός και μόνος καουμπόης», όπως θα έλεγε ο Λούκι Λουκ ή θα τραγουδούσε στη δική του Ντόλι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Ένας τύπος που πάει σε talent show για να δικαιωθεί ως ο τελευταίος των καουμπόηδων… στην Ελλάδα. Τέρμα γραφικός, αλλά όχι φτιαχτός, έχει πλάσει στο νου του έναν άλλο κόσμο, με αποτέλεσμα να διεκδικεί μεν το μερίδιό του στη δημοσιότητα, να τον εκμεταλλεύονται και να τον ξεπετάνε μετά δε…

Ο σεναριογράφος εκείνου του φιλμ, ο Θάνος Τοκάκης, φαίνεται πως έχει μια έλξη στα ψευδοντοκιμαντέρ! Έτσι, σε δική του πια σκηνοθεσία αλλά και ερμηνεία, σε one man show δηλαδή, καταγράφει τώρα την οδύσσεια ενός αποτυχημένου, one-hit wonder όπως αποκαλούν οι Αμερικανοί όσους έκαναν μια και μόνη επιτυχία και μετά εξαφανίστηκαν, με αποτέλεσμα να τους ταυτίζει κανείς αποκλειστικά μ’ αυτήν. Αυτό συμβαίνει και με τον «Αχιλλέα» του 50-50, ουδείς ασχολήθηκε πριν ή μετά με τον ηθοποιό, ο οποίος μπορεί να παίξει και τραγωδία… επειδή είναι πια τραγικός!

Εύστοχες ατάκες δικές του -ή φράσεις άλλων περίφημες- εκστομίζονται συχνά, απόπειρες να αναγνωριστεί ως ο Τοκάκης κι όχι ο Αχιλλέας ο καρπαζοεισπράκτορας γίνονται, αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Όπου κι αν πάει η Ελλάδα (μόνο; μήπως είναι άδικος ο γεωγραφικός προσδιορισμός;) τον πληγώνει. Δεδομένης της απουσίας του στοιχείου της έκπληξης, το οποίο μας επιφύλασσε στον Καουμπόη η διαφορετικότητα της ταινίας, το Tokakis or What’s my name δεν πηδά πάνω από τον πήχη όπως τότε, καθώς επαναλαμβάνει περίπου τη συνταγή, παραδίδοντας μάλλον ξαναζεσταμένο φαγητό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑