Σκηνοθεσία: Τέρι Γκίλιαμ
Παίζουν: Μπρους Γουίλις, Μάντλιν Στόου, Μπραντ Πιτ
Ο Κόουλ του Μπρους Γουίλις (ίσως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του) καταφθάνει σε έναν κόσμο ξένο, σαν εξωγήινο εκτόπλασμα, βουτηγμένος σε αμνιακό υγρό από σάλια, μύξες, μεμβράνες, ιδρώτα και δάκρυα. Σταδιακά, όμως, σπάει τα δεσμά της αποστολής του και αποκτά το προνόμιο της αυτενέργειας και του αυτοπροσδιορισμού, αντλώντας δύναμη από ένα πανίσχυρο όπλο: την προσωπική ανάμνηση που γεννά λαχτάρα και προσμονή.
Ο Κόουλ σκαρώνει μια συμπληρωματική εσοχή στο ακόμη πιο μακρινό παρελθόν (1990) που σιγοτρώει και αλλοιώνει τον τρόπο με τον οποίο βιώνει και αντιλαμβάνεται το πιο πρόσφατο -και τρόπον τινά «βασικό» παρελθόν (1996), στο οποίο έχει τηλεμεταφερθεί. Με άλλα λόγια, ο Κόουλ κατορθώνει να γραπώσει το παρόν και να αποκτήσει ελπίδα για το μέλλον, βουτώντας στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή, όμως, μια επαναλαμβανόμενη εικόνα, ένα παιδικό βλέμμα που ανασύρεται από τα βάθη του μυαλού, δημιουργεί την αίσθηση πως το τέλος και η αρχή συναντιούνται και ενώνονται στο ίδιο σημείο.
Σε μια καταπληκτική σκηνή κινηματογραφικού φόρου τιμής, το κυνηγημένο ζευγάρι τρυπώνει σε ένα σινεμά προκειμένου να κρυφτεί από τους διώκτες του, αλλά και να (no surprise there) μεταμφιεστεί. Στη σκοτεινή αίθουσα, ένα απόμερο άβατο θαρρείς από το Κακό που καιροφυλακτεί εκεί έξω, στην οθόνη παρελαύνει το Vertigo του Άλφρεντ Χίτσκοκ (διόλου τυχαία η Μάντλιν Στόου φοράει μια περούκα στα χρώματα της Kιμ Νόβακ -που τη λένε και Μάντλεν στην ταινία-, ενώ και ο έρωτας του ζευγαριού μοιάζει με αντεστραμμένο είδωλο του έρωτα στο Vertigo: η Δρ. Ράιλι ερωτεύεται έναν άνδρα που στην ουσία υπάρχει μονάχα στη σφαίρα του παράλογου και του ανέφικτου).
O Κόουλ θυμάται να έχει παρακολουθήσει την ταινία, αλλά βλέποντάς την ξανά, ανακαλύπτει νέες πτυχές, νύξεις και ερμηνείες που του ήταν μέχρι τότε άγνωστες. Έξω από την αίθουσα, υπό τους ήχους του ίδιου soundtrack, το ζευγάρι δίνει «αληθινή» υπόσταση στη σκηνή που παρακολούθησε στην αίθουσα. Αν το καλοσκεφτούμε, σε ένα πανέξυπνο παιχνίδισμα, ο Κόουλ επαναλαμβάνει στο παρελθόν το μοιραίο λάθος που έμαθε στο μέλλον. Και ξάφνου, το τέλος μοιάζει η αρχή των πάντων και το αντίστροφο. Το μόνο που μεσολάβησε; Μια μικρή και μάταια παράκαμψη. Εκεί όπου ο άνθρωπος πίστεψε μέσα στην πλάνη του πως έχει ξεφύγει από το δρεπάνι του χρόνου.
Διάρκεια: 130′
Η ανθρωπότητα, ή τέλος πάντων ό,τι έχει απομείνει από αυτήν, έχει βρει καταφύγιο στα έγκατα της Γης, φτιάχνοντας μια υπόγεια κοινωνία από σαλεμένους επιζώντες. Στην επιφάνεια του πλανήτη κουμάντο πλέον κάνουν τα ζώα, καθότι ένας φονικός ιός αποδεκάτισε το ανθρώπινο είδος με αστραπιαίες διαδικασίες κάποιες δεκαετίες νωρίτερα. Στο φουτουριστικό παρόν, ένα σύμπαν από καλώδια, μεταλλικούς ήχους, επιστήμονες που φέρνουν σε διαβολικούς masterminds και «εθελοντές» που εξαναγκάζονται να πειθαρχούν σε διαταγές, η ελπίδα για επιστροφή στον άνω κόσμο βασίζεται πλέον στο παρελθόν. Όχι ως ταξίδι στον χρόνο που θα εμποδίσει τον ερχομό της συμφοράς, αλλά ως αποστολή με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, που ίσως ανοίξει τον δρόμο για ένα αντίδοτο για όσους έχουν γλιτώσει.
Οι 12 Πίθηκοι, λοιπόν, γεμίζουν με μπόλικη τελεολογία τη δυστοπική ιστορία που αφηγούνται. Όσα έχουν γραφτεί στο τεφτέρι του χρόνου δύσκολα μπορούν να ξεγραφτούν μονοκονδυλιά. Αυτό όμως που μπορεί να αλλάξει -και αξίζει όλον τον αγώνα του κόσμου- είναι η δική μας αλληλεπίδραση με τα βιώματά μας, η δική μας ερμηνεία των πραγμάτων (κι εμείς και η ταινία θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτό). Τελικά, ίσως αυτό που εννοούμε όταν λέμε ότι θα θέλαμε τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, εντοπίζεται σε αυτή ακριβώς τη λαχτάρα: να αλλάξουμε εμείς και όχι τα όσα μας έχουν συμβεί, να καμαρώσουμε τον εαυτό μας να συμπεριφέρεται διαφορετικά στην ίδια δεδομένη κατάσταση.
Ο Τέρι Γκίλιαμ, παρέα με τον σεναριογράφο Ντέιβιντ Πιπλς (που μας έχει χαρίσει αριστουργηματικά σενάρια σε ταινίες όπως το Blade Runner και το The Unforgiven του Κλιντ Ίστγουντ) αντιστρέφουν από την πρώτη στιγμή τη συνηθισμένη sci-fi πατέντα: το παρόν (ακόμη και το παρελθόν, όπως θα δούμε) δεν είναι καθόλου πιο ρόδινο και φωτεινό από το ζοφερό μέλλον της ήδη συντελεσμένης καταστροφής. Φέρνοντας έντονα στο νου το Brazil (1985), ο Γκίλιαμ φτιάχνει ένα «τώρα» που στάζει και ζέχνει, παγιδευμένο σε ένα μόνιμο καθεστώς πανικού και παράνοιας, χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος ανησυχίας. Στο 1990 και στο 1996 του 12 Monkeys, οι επίσημες δομές μοιάζουν με φυλακές, οι προύχοντες ζουν σε απομονωμένες επαύλεις, ενώ η κοινωνία μοιάζει αμετάκλητα χωρισμένη σε δύο επίπεδα. Ο υπόγειος κόσμος, με τους άστεγους, τους απόκληρους και τους λησμονημένους, δεν είναι αποκύημα της φουτουριστικής φαντασίας, αλλά η οργουελική πραγματικότητα του σήμερα.
Ευρυγώνιοι φακοί, παραμορφωτικές γωνίες λήψης -κι όπως πάντα μια υπόνοια αριστοκρατικής τρέλας, λες και οι ιππότες της εποχής μας μένουν σε καταγώγια και γκρέμια- ντύνουν την παραβολή του Γκίλιαμ, μεταδίδοντας την αίσθηση πως η λογική είναι παρείσακτη σε αυτό το μυστήριο. Γεγονός που πιστοποιείται και από την επιστήμονα Δρ. Κάθριν Ράιλι (μα πόσο απότομα χάθηκε από το προσκήνιο η Μάντλιν Στόου), η οποία αναρωτιέται αν κάποιες φορές η τυφλή πίστη στη ρασιοναλιστική εκδοχή των γεγονότων καταλήγει να αποκτά μεταφυσικά χροιά.
Ένα από τα κυριότερα ατού της ταινίας είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται και αξιοποιεί το χωροχρονικό παράδοξο. Εξάλλου, όλα ξεκινούν, ευφυώς και προσεγμένα, όταν ο πράκτορας-χρονοταξιδιώτης δεν προσγειώνεται με τη μία στον επιθυμητό προορισμό, αλλά έξι χρόνια νωρίτερα. Κι αυτή η μικρή απόκλιση είναι που του επιτρέπει να αυτονομηθεί και να αποκτήσει προσωπική βούληση και μια αίσθηση σκοπού, για πρώτη φορά στη ζωή του, πετυχαίνοντας μια ρωγμή στον ανίκητο ντετερμινισμό.
Ο Κόουλ του Μπρους Γουίλις (ίσως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του) καταφθάνει σε έναν κόσμο ξένο, σαν εξωγήινο εκτόπλασμα, βουτηγμένος σε αμνιακό υγρό από σάλια, μύξες, μεμβράνες, ιδρώτα και δάκρυα. Σταδιακά, όμως, σπάει τα δεσμά της αποστολής του και αποκτά το προνόμιο της αυτενέργειας και του αυτοπροσδιορισμού, αντλώντας δύναμη από ένα πανίσχυρο όπλο: την προσωπική ανάμνηση που γεννά λαχτάρα και προσμονή.
Ο Κόουλ σκαρώνει μια συμπληρωματική εσοχή στο ακόμη πιο μακρινό παρελθόν (1990) που σιγοτρώει και αλλοιώνει τον τρόπο με τον οποίο βιώνει και αντιλαμβάνεται το πιο πρόσφατο -και τρόπον τινά «βασικό» παρελθόν (1996), στο οποίο έχει τηλεμεταφερθεί. Με άλλα λόγια, ο Κόουλ κατορθώνει να γραπώσει το παρόν και να αποκτήσει ελπίδα για το μέλλον, βουτώντας στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή, όμως, μια επαναλαμβανόμενη εικόνα, ένα παιδικό βλέμμα που ανασύρεται από τα βάθη του μυαλού, δημιουργεί την αίσθηση πως το τέλος και η αρχή συναντιούνται και ενώνονται στο ίδιο σημείο.
Σε μια καταπληκτική σκηνή κινηματογραφικού φόρου τιμής, το κυνηγημένο ζευγάρι τρυπώνει σε ένα σινεμά προκειμένου να κρυφτεί από τους διώκτες του, αλλά και να (no surprise there) μεταμφιεστεί. Στη σκοτεινή αίθουσα, ένα απόμερο άβατο θαρρείς από το Κακό που καιροφυλακτεί εκεί έξω, στην οθόνη παρελαύνει το Vertigo του Άλφρεντ Χίτσκοκ (διόλου τυχαία η Μάντλιν Στόου φοράει μια περούκα στα χρώματα της Kιμ Νόβακ -που τη λένε και Μάντλεν στην ταινία-, ενώ και ο έρωτας του ζευγαριού μοιάζει με αντεστραμμένο είδωλο του έρωτα στο Vertigo: η Δρ. Ράιλι ερωτεύεται έναν άνδρα που στην ουσία υπάρχει μονάχα στη σφαίρα του παράλογου και του ανέφικτου).
O Κόουλ θυμάται να έχει παρακολουθήσει την ταινία, αλλά βλέποντάς την ξανά, ανακαλύπτει νέες πτυχές, νύξεις και ερμηνείες που του ήταν μέχρι τότε άγνωστες. Έξω από την αίθουσα, υπό τους ήχους του ίδιου soundtrack, το ζευγάρι δίνει «αληθινή» υπόσταση στη σκηνή που παρακολούθησε στην αίθουσα. Αν το καλοσκεφτούμε, σε ένα πανέξυπνο παιχνίδισμα, ο Κόουλ επαναλαμβάνει στο παρελθόν το μοιραίο λάθος που έμαθε στο μέλλον. Και ξάφνου, το τέλος μοιάζει η αρχή των πάντων και το αντίστροφο. Το μόνο που μεσολάβησε; Μια μικρή και μάταια παράκαμψη. Εκεί όπου ο άνθρωπος πίστεψε μέσα στην πλάνη του πως έχει ξεφύγει από το δρεπάνι του χρόνου.