Σκηνοθεσία: Μπεν Γουίτλι
Παίζουν: Τομ Χίντλστοουν, Τζέρεμι Άιρονς, Σιένα Μίλερ, Λουκ Έβανς
Διάρκεια: 119′
Έτος παραγωγής: 2015
Όπως κι άλλες ερεθιστικές (ή και πλήρως κατευναστικές, αν τις πάρεις αλλιώς) ταινίες καλλιτεχνικής μελλοντολογικής πολιτικής φαντασίας – όπως το Fight Club ας πούμε, που ήταν ομοίως περί της ανυπαρξίας επανάστασης – το High-Rise πάσχει ιδιαίτερα στην προσπάθειά του να μεταδώσει την λογοτεχνική ευρωστία του πρωτοτύπου του. Εδώ, αφού ο σκηνοθέτης απουσιάζει σαν δημιουργός όσο παρίσταται σαν εικονολάγνος (το Fight Club τουλάχιστον -μόλις- σώζονταν σ’ αυτόν τον τομέα), προστίθεται η «προσβολή» μιας ταινίας από τις εντυπωσιακότερες συρραφές άλλων ταινιών που θα ‘χεις δει.
Έτσι, αναφορικά, ο Τόμας Άντερσον (το πολυπρόσωπο μελό), ο Γκίλιαμ (η μελλοντολογική αταξία), ο Σορεντίνο (άρα και ο Φελίνι, αλλά, ευτυχώς, αυτός δεν αμπελοφιλοσοφούσε), ο Γκλέιζερ (η θεοποίηση του στυλ – χωρίς budget), ο Γουέλς (στο ασανσέρ αλλά και γενικά νοηματικά), ο Μέντες (η offbeat σάτιρα, βάλε και τον Μάνσελ υπόλογο), ο Μπουνιουέλ βέβαια (η διαχείριση της άνω μπουρζουαζίας), η λίστα είναι ατελείωτη τους μισούς τους έχω ξεχάσει, αλλά βέβαια, πάνω απ’ όλα, ειδικά στο πρώτο μισό, ο Κιούμπρικ (η χονδροειδής μίμηση ξεκινά απ’ την αφίσα και διατρέχει τα πάντα), ρίχονται στη μαρμίτα μ’ έναν τρόπο εικαστικά επιμελημένο και αισθητικά, κατά το πλείστον, ασχεδίαστο, ενίοτε υστερικό και, πετυχημένα πάντως, βιντεοκλιπάδικο.
Η όποια συνοχή διασφαλίζεται απ’ την πρώτη ύλη, το βιβλίο του Μπάλαρντ. Από κει πηγάζει ένα δυνατό, αν όχι αρκετά προφανές – κι ας το συσκοτίζει το οπτικό patchwork του Γουΐτλι – υλικό πάνω στον Θεό (ο Αρχιτέκτων, πολύ καλός Άϊρονς), τον Καλλιτέχνη (ακόμα πιο δυνατός Έβανς) και τον Άνθρωπο (στον εύγε που επέπλευσε Χίντλστοουν) – πολύ ενδιαφέρουσα (ανήκει στον Μπάλαρντ) οπτική πάνω στον αιώνιο ρόλο του Γιατρού μιας αθεράπευτης ανθρώπινης φύσης – πάνω στους λόγους που η Επανάσταση (θα) αργεί και άλλα αρκετά τέτοια.
Μπόλικο υλικό για φιλολογία, ομολογώ, αλλά θα απόσχω, κρατώ μια ανώτερη ερμηνεία (της Όλσον), τον ωραίο ρόλο του μικρού παρατηρητή/ηδονοβλεψία/σινεφίλ – γιατί όχι; – next generation σκηνοθέτη που πανταχού παρών μένει να μετρηθεί και ως τα πάντα πληρών και αποχωρώ διακριτικά αποτολμώντας πως, παρά την καλλιτεχνημένη (ή μήπως απλά στυλιζαρισμένη) προβοκάτσια και την σοβαρότητα της σάτιράς του (εμφανώς δεν πρόκειται περί καμμιάς βλακείας), θα παραμείνει αγνώριστο έρμαιο του υβριδισμού του αλλά, πολύ χειρότερα, ενολητικό δείγμα αυταρέσκειας μιας σκηνοθετικής εποχής που χωρίς την σπουδή των δασκάλων (του) επιχειρεί να κολυμπήσει σε βαθιά-βαθιά νερά με στυλάτα μπρατσάκια αλλά ελλιπώς γυμνασμένο μυϊκό σύστημα και σπουδαστική, προσηλωμένη βούληση.