Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Γκλέιζερ
Παίζουν: Σκάρλετ Τζοχάνσον
Διάρκεια: 108′
Νιώθουμε, σαν θεατές, ότι τα έργα μας χρωστάνε κάποια εξήγηση. Όταν τα ρωτάμε, οφείλουν να απαντούν. Πάνω σ’ αυτή την πεποίθηση εδράζεται μια ολόκληρη θεωρία που επιμένει να αντιμετωπίζει την τέχνη σαν εργαλείο επικοινωνίας. Στον κόσμο των μέσων και των σκοπών που είναι ο κόσμος της Μέρας, της εργασίας και των σχεδίων, το έργο τέχνης πρέπει να ενταχθεί και να γίνει «ωφέλιμο». Τι σημαίνει ωφέλιμο αν όχι χρήσιμο για μας και τις επιδιώξεις μας;
Όταν ζητάμε από το έργο να είναι «κατανοητό», δηλαδή προσβάσιμο από την αντίληψη μας, δεν πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για την αναζήτηση αυτής της ζεστασιάς, της οικειότητας που νιώθουμε εβρισκόμενοι ανάμεσα στους ομοίους μας, στο περιβάλλον των κοινών προσπαθειών, στον χώρο της κοινότητας; Το έργο όμως, καθώς γράφει ο Μπλανσό, ανήκει στη Νύχτα, στην Εξορία, όχι σε κάποιον άλλο κόσμο, αλλά στην ανάποδη πλευρά κάθε πραγματικότητας.
Ο χώρος της τέχνης είναι αφιλόξενος και δε μας έχει ανάγκη. Είμαστε αποκλεισμένοι απ’ αυτόν τον τόπο. Κι ο ίδιος ο δημιουργός του έργου (έτσι για να καταρριφθούν κι οι ελιτισμοί που θέλουν τον δημιουργό, «ανώτερο» απ’ το κοινό του), από τη στιγμή που το έργο θα έχει συντελεστεί, είναι εξίσου αποκλεισμένος. Δε μπορεί να νιώθει εγκατεστημένος εκεί μέσα, το έργο τον διώχνει γιατί είναι πια αυθύπαρκτο. Η θεμελιώδης πλάνη που καθιστά εφικτή κάθε καλλιτεχνική προσπάθεια, είναι αυτή η ψευδαίσθηση του δημιουργού ότι μέσα στο δημιούργημα του θα βρει καταφύγιο, ηρεμία, ασφάλεια.
Μετά την ολοκλήρωση όμως, συνειδητοποιεί κι ο ίδιος πως εκεί ειδικά είναι που δε θα μπορέσει ποτέ να βρει τη θέρμη που λαχταρούσε. Η μύχια περιοχή του έργου, είναι η Νύχτα. Κάποιο απατηλό φως μας τραβάει στο εσωτερικό του, νομίζουμε πώς εκεί θα βρούμε την Εικόνα μας, και καταλήγουμε πλανημένοι, παγιδευμένοι σε μια έρημο αδιαφορίας, σ’ ένα σκοτάδι όπου οι εικόνες προβάλουν την ουσιαστική αδυναμία τους να αναπαριστούν οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Στο εσωτερικό του έργου κλονίζεται κάθε σιγουριά, κι οι σκοποί που θέτουν σε κίνηση τον κόσμο της Μέρας, θρυμματίζονται αφήνοντας πίσω τους σύννεφα σκόνης που ονομάζουμε Ομορφιά.
Ο Glazer απ’ αυτό το σημείο ξεκινάει κι αυτόν τον βάναυσο αποκλεισμό επιχειρεί να καταδείξει. Το «εξωγήινο» πλάσμα του (μια συγκλονιστική Scarlett Johansson στο ρόλο της ζωής της), είναι ολόκληρο ένα αποστασιοποιημένο βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που πέφτει πάνω στους ανθρώπους και στον συνηθισμένο κόσμο μας, αδυνατεί να βρει σημεία ταύτισης. Γινόμαστε αντικείμενα θέασης, αυτός που θεάται όμως, είναι ο δημιουργός. Η Johansson είναι «απ’ έξω», αλλά απ’ έξω είναι κι ο Glazer. Η ψυχρότητα, η αδιαφορία, η απάθεια, είναι αυτή η ποικιλία των αρνήσεων που τον κάνει δημιουργό. Δε θέλει να «δει τον κόσμο», θέλει να τον πρωτοδεί! Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά. Και κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, αυτό επιδιώκει: να πρωτοδεί το Είναι.
Κοιτάμε την οθόνη αλλά έχουμε την αίσθηση πως μας κοιτάνε. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, αυτό το πολύβουο μυρμήγκιασμα των δρόμων, είναι ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος της Μέρας όπου συναντάμε τους ομοίους μας. Κοιτώντας αναγνωρίζουμε τη ζωή μας. Ο Glazer όμως, που μέσα από το φίλτρο του μας δίνεται η Εικόνα, δεν αναγνωρίζει τίποτα, όπως κι η ηρωίδα του. Είναι εξόριστοι. Για τον καλλιτέχνη, ο κόσμος οφείλει να αναδύεται άγνωστος και συναρπαστικός προκειμένου να τον εμπνεύσει. Κάθε νέα αποτύπωση, κάθε ανατριχίλα που συνοδεύει την καλλιτεχνική διεργασία, σ’ αυτή την ιδιότυπη άγνοια πρέπει να βασιστεί.
Ο σκηνοθέτης και η εξωγήινη λοιπόν, είναι το ένα και το αυτό πρόσωπο. Μας επιστρέφουν την πραγματικότητα μέσα από τα δικά τους μάτια. Το τίμημα, αν τους ακολουθήσουμε, θα ‘ναι να βυθιστούμε στα κατάμαυρα νερά του Αχέροντα. Οδηγημένοι εκεί από την απληστία, τη λαγνεία, τον πόθο μας, θα εγκαταλείψουμε το Εγώ μας, σε μια άβυσσο ανυπαρξίας. Η τέχνη απελευθερώνει, ναι. Αλλά απελευθερώνει απαιτώντας μια θυσία. Τη θυσία του Εαυτού. Αυτό υπονοούν οι συγκλονιστικές σκηνές με τους επίδοξους εραστές που εξαφανίζονται ακολουθώντας. Πέρα από την κοινότυπη ερμηνεία που θα έβλεπε σ’ αυτές τις επαναλαμβανόμενες ιεροτελεστίες μια συμβολική απεικόνιση του δίπολου «Έρωτας- Θάνατος», πρέπει να διακρίνουμε εδώ την σπαρακτική εξομολόγηση του καλλιτέχνη.
Ο ίδιος αδυνατεί να καταβυθιστεί. Αυτό είναι το δώρο αλλά ταυτόχρονα και η κατάρα του. Οδηγεί τον θεατή στο βάθος της Νύχτας, εκεί όπου το σώμα, κατακυριευμένο από την επιθυμία, αποσυντίθεται, παραδομένο στον απόλυτο εκμαυλισμό της Τέχνης, αλλά ο ίδιος είναι καταδικασμένος να παραμείνει έξω από την περιοχή αυτή. Το έργο τον έχει ανάγκη για να αναβλύσει στον κόσμο, από εκεί και πέρα όμως, δεν έχει θέση γι’ αυτόν. Πρέπει να κινείται ακατάπαυστα προς την κατεύθυνση ενός άλλου έργου, κι ύστερα ενός άλλου, ατέρμονα.
Αυτή η αδιάλειπτη παρατήρηση, αυτό το κενό βλέμμα, δε μαρτυρούν παρά ένα πράγμα: το υπαρξιακό τέλμα του δημιουργού, που είναι πάντα ένας “εξωγήινος”. Όχι γιατί η κοινωνία δεν τον αποδέχεται, αλλωστε οι τιμές και η αναγνώριση, αποδεικνύουν πως υπάρχει ανάμεσα στον καλλιτέχνη και την κοινωνία τουλάχιστον ένα υποκριτικό συμβόλαιο: οι άνθρωποι της εργασίας, της καθημερινής μέριμνας και των ατέλειωτων σκοπιμοτήτων, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του έναν εχθρό (ο καλλιτέχνης είναι πάντα ο Εχθρός, η κοινότητα δεν τον έχει ανάγκη, τον κοιτά με καχυποψία, αυτός δεν παράγει τίποτε το «χρήσιμο», είναι η πηγή του απόλυτα «άχρηστου», μέσα στο οποίο η πραγματικότητα γίνεται παρανάλωμα του πυρός) και καθώς βρίσκονται απέναντι σε μια δύναμη κατάργησης που εκείνος ενσαρκώνει, ορθώνουν τα τείχη μιας κατ’ επίφαση λατρείας που θαυμάζει και ταυτόχρονα κρατά σε απόσταση.
Αν ο καλλιτέχνης αδυνατεί να είναι ουσιαστικά “του κόσμου τούτου”, αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος δε μπορεί να βρει έναν τόπο να κατοικήσει, μέσα στις τάξεις του πραγματικού. Ο δημιουργός, ο κατ’ εξοχήν περιπλανώμενος, ο μοναχικός, ο ανέστιος, βρίσκει στο πρόσωπο ενός πλάσματος που ήρθε από άλλη διάσταση, το ακριβές αντίτυπο του προσώπου του. Μαζί παρακολουθούν το ανθρώπινο εγχείρημα σαν ένα παράλογο τσίρκο, μια επαναλαμβανόμενη κωμωδία που ντύνεται τον μανδύα του αυτονόητου (ή το δέρμα του, θα μπορούσε κανείς να πει) και πορεύεται. Μαζί θα προσπαθήσουν να το μιμηθούν, να το «γνωρίσουν», διαπιστώνοντας με πίκρα την αδυναμία μιας τέτοιας ταύτισης.
Το Under The Skin είναι το αριστουργηματικό ντοκουμέντο αυτής της αδυναμίας, αλλά και της μοναξιάς, της απόσχισης, της ερημιάς που είναι η συνθήκη κι ο κλήρος του δημιουργού. Γυμνό το σώμα της Johansson, γυμνή η ψυχή του Glazer, είναι ταυτόχρονα και η ιστορία μιας γύμνιας, υπαρξιακής. Ίσως έτσι όπως θα έμοιαζε κι ο βίος μας αν δε φροντίζαμε να τον καλύπτουμε διαρκώς με -κάθε είδους- πέπλα.