Μεταφρασμένος τίτλος: «Χιονάτη»
Σκηνοθεσία: Πάμπλο Μπέρχερ
Παίζουν: Μαριμπέλ Βερντού, Ντανιέλ Χιμένεθ Κάτσο, Μακαρένα Γκαρσία, Άνχελα Μολίνα
Διάρκεια: 104΄
Η αλήθεια είναι πως τελευταία η Χιονάτη είναι αρκετά της μοδός κι εδώ έχουμε ακόμα μια εκδοχή του περίφημου μύθου που έγινε διάσημος μέσα από τις πένες των αδερφών Γκριμ. Φυσικά προκειμένου να επιβιώσει ο μύθος και να κερδίσει εκ νέου το κοινό, επιβάλλονται προσαρμογές κι εμπνεύσεις, ώστε η κινηματογραφική Χιονάτη να αναπνεύσει αναζωογονημένη. Ο πρίγκιπας του 21ου αιώνα που φιλάει το πτώμα του μύθου της Χιονάτης είναι ο ικανότατος Ισπανός σκηνοθέτης Πάμπλο Μπέρχερ και η αλήθεια είναι πως τα καταφέρνει περίφημα.
Η ιστορία μεταφέρεται στη Σεβίλλη των αρχών του εικοστού αιώνα, υπέροχο σκηνικό ισπανικού γουέστερν για μια ιστορία πάθους, δολοπλοκίας, φιλοδοξίας, αγνότητας κι αίματος. Ο πατέρας της Χιονάτης είναι ένας παραπληγικός πρώην ένδοξος ταυρομάχος και η άπληστη κακιασμένη μητριά της (πιο κακιά πραγματικά δεν γίνεται) η νοσοκόμα που τον περιθάλπει ρουφώντας του τη ζωή και τη δόξα. Η μικρή Χιονάτη μεγαλώνει κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού και περνώντας στην ενηλικίωση χειραφετείται αντιμετωπίζοντας ταύρους σαν τον πατέρα της, παρέα με μια ομάδα νάνων… ταυρομάχων.
Η πρωτοτυπία του εγχειρήματος, όμως, δεν έγκειται μονάχα στο σαγηνευτικό τοπίο της Σεβίλλης και το άγριο έθιμο των ταυρομαχιών, αλλά κυρίως στην εξής αφηγηματική επιλογή: Είναι γυρισμένη στα πρότυπα του βωβού κινηματογράφου, ασπρόμαυρη, με απέριττες καρτέλες που αντικαθιστούν τα λόγια και συνεχή ροή ευφάνταστης μουσικής ισπανικών καταβολών. Οι ερμηνείες στηρίζονται στη γλώσσα του σώματος και τις ευτυχώς όχι υπερβολικές εκφράσεις του προσώπου.
Και γιατί αυτό; Διότι όσο υπάρχει το πέρασμα του χρόνου, άλλο τόσο θα υπάρχει η μνήμη και μαζί της η νοσταλγία. Τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου αντλούσαν ιστορίες κι αισθητική από το θέατρο και τη λογοτεχνία, αλλά πλέον μετά από 120 χρόνια ιστορίας, ο κινηματογράφος ωσάν ενήλικας που παλινδρομεί και νοσταλγεί, έχει αποκτήσει τη δυνατότητα αυτοαναφορικότητας που αρμόζει σε κάθε ολοκληρωμένη τέχνη. Και η αλήθεια είναι πως τα τελευταία είκοσι χρόνια αυτές οι τάσεις νοσταλγίας και ανανέωσης διά της ανασκευής του παρελθόντος πληθαίνουν, για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της ώρας.
Αν και οι τεχνικές του βωβού κινηματογράφου έχουν αναπαραχθεί και συνεχίζουν να αναπαράγονται πολλάκις από σπουδαστές σκηνοθέτες (εκτός των άλλων λόγω του χαμηλού προϋπολογισμού και της ευκολίας του μέσου), οι αντίστοιχες μεγάλου μήκους έχουν κάνει μονάχα τελευταία τη δυναμική επανεμφάνισή τους (βλέπε «La antena» και «The artist»). Το εγχείρημα δύσκολο και οι παγίδες πολλές. Κυρίως, όμως, πρέπει να απαντηθεί το εξής ερώτημα: «Πώς μπορείς να συγκρατήσεις το ενδιαφέρον ενός μπουχτισμένου κοινού και εξοικειωμένου στην καταιγιστική δράση, τα χρώματα και τα ηχητικά εφέ;».
Η απάντηση είναι εύκολη και δύσκολη ταυτόχρονα: Με φαντασία και ταλέντο. Εξαιρετικές ερμηνείες που αποφεύγουν τη γελοιότητα, ηθοποιοί με λαμπερά πρόσωπα (τόσο η αφοπλιστικά πανέμορφη Μακαρένα Γκαρσία στο ρόλο της Χιονάτης όσο και η Μαριμπέλ Βερντού ως κακιά μητριά είναι απολαυστικές), άφθονο χιούμορ με δόσεις παρωδίας (οι νάνοι δίνουν ρέστα), μοναδική μουσική, εντυπωσιακή σκηνογραφία, φωτογραφία που ανταγωνίζεται τις καλύτερες στιγμές του βωβού (κι όχι μόνο) κινηματογράφου, γοργός ρυθμός σύγχρονης αφήγησης κι ένα μαγευτικό ταξίδι σε μια Ισπανία πιο γοητευτική από ποτέ.
Η ταινία διόλου άδικα απέσπασε 10 βραβεία Γκόγια και αποτέλεσε την επίσημη ισπανική πρόταση για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αν και τελικά δεν επιλέχτηκε στις πέντε υποψηφιότητες. Τώρα το μόνο που εύχομαι είναι να μην ξαναδώ καμιά Χιονάτη για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια. Φτάνει… Αλήθεια… Φτάνει…