Reviews The Man Who Would Be King (1975)

25 Αυγούστου 2022 |

0

The Man Who Would Be King (1975)

Σκηνοθεσία: Τζον Χιούστον

Παίζουν: Σον Κόνερι, Μάικλ Κέιν, Σαΐντ Τζάφρι, Κρίστοφερ Πλάμερ

Διάρκεια: 129’

Ο Ντάνιελ Ντράβοτ και ο Πίτσι Κάρναχαν, δύο δια βίου στρατιώτες και γεννημένοι τυχοδιώκτες, αναζητούν το δικό τους βασίλειο (εντός και εκτός εισαγωγικών) στις εσχατιές της Ασίας. Και όπως φανερώνουν τα πάντα πάνω τους, από τους μορφασμούς και την ομιλία μέχρι την αύρα και το αμίμητο φλέγμα, είναι Βρετανοί μέχρι το μεδούλι. Ο Σον Κόνερι και ο Μάικλ Κέιν είναι δύο σιαμαίοι brothers in arms, ενωμένοι με έναν ψυχικό δεσμό που ταξιδεύει πέρα από τα κοινά (και συνταρακτικά) βιώματα. 

Διότι ο Ντράβοτ και ο Κάρναχαν δεν είναι απλώς συμπολεμιστές και συνοδοιπόροι. Είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα, αμετανόητοι είρωνες ενός θεοπάλαβου κόσμου που δεν αξίζει την παραμικρή κατανόηση, αμφιβολία, μετάνοια ή πικρία. Πιστοί υπηρέτες μιας αυτοκρατορίας που χλευάζουν χωρίς καμία συστολή ή ντροπή, εκ πεποιθήσεως οπορτουνιστές, αλλά κατά βάση αγνοί ερασιτέχνες της περιπέτειας. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μολονότι έχουν ορκιστεί πίστη στο βρετανικό στέμμα, δεν έχουν υπάρξει τίποτα άλλο από δύο απάτριδες περιπλανώμενους, με μόνη πατρίδα τη φιλία και το μίσος απέναντι στη δειλία, στην ασφάλεια, στα λίγα και καλά.

Οι δυο σύντροφοι λοιπόν, καλοκουρδισμένα γρανάζια μιας στρατιωτικής υπερδύναμης που έχει αρχίσει να χάνει λάδια, αποφασίζουν να αυτονομηθούν, σνομπάροντας τις αόριστες υποσχέσεις ενός «τιμημένου» επαναπατρισμού. Μάλιστα, η κοσμοθεωρία τους μας γίνεται σαφής από την πρώτη στιγμή που εμφανίζονται μαζί στην οθόνη (μας έχουν συστηθεί ο καθένας μόνο του λίγο νωρίτερα), σε μια σκηνή χορογραφημένη με μετρονόμο – προσέξτε τις εναλλαγές του Χιούστον σε κοντινά και μεσαία πλάνα, καθώς και την εκφορά του λόγου σε αντίστιξη με τα cuts της κάμερας. Oι δύο αυτοί βετεράνοι δεν θα καταδεχτούν να γίνουν θέαμα και διάκοσμος για τα ξιπασμένα σαλόνια της αγγλικής αριστοκρατίας. Στο κάτω κάτω της γραφής, είναι εκείνοι που έκαναν όλη τη βρόμικη δουλειά για να χτιστεί ο φαντασιακός μύθος του αυτοκρατορικού μεγαλείου. Αναμφίβολα, αξίζουν κάτι περισσότερο, γιατί όχι ένα σκήπτρο και έναν θρόνο; Στην πραγματικότητα, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους επίσημους βασιλιάδες, τους πραγματικούς μακελάρηδες της ιστορίας.

Αληθινοί χαμαιλέοντες, εξίσου προικισμένοι με τα λόγια όπως και με τα όπλα, έτοιμοι να απεκδυθούν κάθε στολή και κάθε προκαθορισμένο ρόλο (όπως γίνεται φανερό από την καρναβαλική  μεταμφίεση στην αρχή της «εκστρατείας»), ορμούν για το άγνωστο, αναζητώντας τον τόπο εκείνο που θα έχει την τιμή και το προνόμιο να υποδεχτεί και να λατρέψει δύο αυτόκλητους και ουρανοκατέβατους βασιλιάδες. Ωστόσο, αυτοί οι δύο ηθικοί αμοραλιστές, που παραμένουν πεισματικά αναπολογητικοί για τα κρίματα και τις αμαρτίες τους, δεν προδώσουν ποτέ τον δικό τους προσωπικό κώδικα, ακόμη και όταν η αλαζονεία και οι ψευδαισθήσεις μεγαλείου πάρουν το πάνω χέρι. Στον δικό τους δυαδικό κόσμο, υπάρχει πάντα χώρος και ευκαιρία για συγχώρεση και εξιλέωση. 

Το The Man Who Would Be King (1975), που βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, θυμίζει κατά κάποιον τρόπο τον αληθινό χαρακτήρα του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Είναι μια ταινία γάργαρη και έξω καρδιά, βροντόφωνη και κορδωμένη, που διασκεδάζει με τον εαυτό της χωρίς την πρεμούρα να φανεί διδακτική. Και βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει για πολλά και διάφορα, χωρίς να φλυαρήσει ούτε στο ελάχιστο. Για τις ανεξόφλητες αμαρτίες του βρετανικού (και όχι μόνο) επεκτατισμού και τη χυδαία κουλτούρα (τόσο ως πρακτική όσο κυρίως ως δικαιολογητική βάση) της αποικιοκρατίας. Για το αναλώσιμο της ανθρώπινης ύπαρξης από κάθε είδους εξουσία. Για τον ιερό ρόλο που διατηρούν τα σύμβολα και οι αλληγορίες στον ανθρώπινο ψυχισμό. Για το πώς διαπλέκονται ανά τους αιώνες ο μύθος και η ιστορία. Πάνω απ’ όλα, ίσως, για το τραγικό παιχνίδι της ανθρώπινης μοίρας: θα είμαστε για πάντα καταδικασμένοι να πέφτουμε στις παγίδες που φτιάξαμε οι ίδιοι, να πιστεύουμε οι ίδιοι τα παραμύθια που επινοήσαμε.

Αρκετά πριν το φινάλε, προτού καλά καλά αρχίσει η κυρίως δράση, η ταινία αποκαλύπτει και συμπυκνώνει όλη της τη γοητεία σε μια σκηνή-ύμνο στη στωικότητα του ανθρώπου και στη ματαιότητα των πραγμάτων. Εκεί όπου ένα τρανταχτό γέλιο, που αρχικά μοιάζει με κατευόδιο πριν τον χαμό, θα χτίσει (στην κυριολεξία) το πέρασμα στον νέο κόσμο. Αν το γέλιο αυτό σας φέρει στο νου την τελευταία σκηνή από το The Treasure of the Sierra Madre (1948, επίσης σε σκηνοθεσία του Τζον  Χιούστον), η αναλογία είναι εκεί για όποιον θέλει να τη δει. Η δίψα του ανθρώπου για θησαυρούς και πλούτη είναι αιωνίως καταδικασμένη να σκορπίζεται σαν σκόνη στον άνεμο. Παρόλα αυτά, όπως και ο υπέροχος Σον Κόνερι, δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσουμε να τραγουδάμε. Ούτε καν προτού πέσουμε στο ατελείωτο κενό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑