What's On All the Money In the World

28 Δεκεμβρίου 2017 |

0

All the Money In the World

Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ

Παίζουν: Μισέλ Γουίλιαμς, Κρίστοφερ Πλάμερ, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Τίμοθι Χάτον, Ρομέν Ντουρίς, Τσάρλι Πλάμερ, Μάρκο Λεονάρντι

Διάρκεια: 133′

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ, έχοντας κλείσει αισίως τα 80, έχει καταφέρει κάτι που στην ανθρωποφάγο εποχή μας μοιάζει ακατόρθωτο. Δημιουργεί κατά μέσο όρο σχεδόν μία ταινία το χρόνο και, ενώ μετράει αρκετά παραστρατήματα (Τhe Counselor, Exodus: Gods and Kings και το φετινό Alien: Covenant), κανείς δεν ισχυρίζεται ότι πρέπει να συνταξιοδοτηθεί. Ίσως επειδή είναι σαφές, ακόμη και στις αδύναμες ταινίες του, ότι ο βετεράνος σκηνοθέτης έχει ανεξάντλητη όρεξη για δημιουργία. Διατηρεί το ίδιο πάθος το οποίο γέννησε τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Και κάπως έτσι ο κινηματογραφικός κόσμος χαμογελά με ειλικρινή αγάπη στο άκουσμα της είδησης ότι ο Ρίντλεϊ κάτι καινούριο ετοιμάζει.

Η δεύτερη ταινία λοιπόν του Βρετανού δημιουργού που κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 2017 αφορά μια διάσημη απαγωγή που έλαβε χώρα στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970. Θύμα της ο Τζον Πολ Γκετί ο τρίτος, εγγονός του μεγιστάνα Γκετί, ο οποίος απήχθη από Ιταλούς μαφιόζους που πίστευαν ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μυθικό ποσό των 17 εκατομμυρίων δολαρίων από τον παππού του ως λύτρα. Δεν υπολόγισαν όμως ότι ο βαθύπλουτος Γκετί, παρότι διέθετε όλα τα λεφτά του κόσμου, δεν έδινε ιδιαίτερα μεγάλη αξία στην ανθρώπινη ζωή.

Κεντρικό ρόλο στην ιστορία έχει η Γκέιλ (στο ρόλο της οποίας η Μισέλ Γουίλιαμς μοιάζει να προσπαθεί υπερβολικά), μητέρα του απαχθέντος Γκετί, πρώην νύφη του μεγιστάνα, η οποία μάχεται να πείσει τον πρώην πεθερό της να αποδεσμεύσει τα αναγκαία κεφάλαια ώστε να ελευθερωθεί ο γιος της. Η αφήγηση όμως ξεκινάει από τη στιγμή που ο νεαρός Γκετί ήταν ακόμα πολύ μικρός και η μητέρα του ακόμα παντρεμένη με τον γιο του κακότροπου κροίσου, ο οποίος δεν διατηρούσε καμία επαφή με τον πατέρα του. Όταν ακόμα έφεραν ως οικογένεια μόνο το όνομα Γκετί και δεν είχαν καμιά μερίδα στα κέρδη των πετρελαϊκών επιχειρήσεων. Ο Σκοτ αφιερώνει αρκετή ώρα στην προσπάθεια να φωτίσει τους χαρακτήρες πριν φτάσει στις κρίσιμες στιγμές της απαγωγής και το αποτέλεσμα που προκύπτει από τα συνεχή φλασμπάκ και τις χωρικές μεταβολές είναι αποσπασματικό, διατηρώντας βέβαια κάποια γοητεία χάρη στην ευφάνταστη σκηνοθετική προσέγγιση.

Όταν έρχεται τελικά η στιγμή της απαγωγής, η Γκέιλ είναι μία γυναίκα χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο εισόδημα ή περιουσία, καθώς έχει παραιτηθεί από κάθε της περιουσιακό δικαίωμα από το διαζύγιο με τον γιο Γκετί προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη κηδεμονία των παιδιών. Προστρέχει εξ απόλυτης ανάγκης στον αντιπαθή παππού του παιδιού της, ο οποίος δηλώνει μεν ότι αγαπά τον νεαρό, δεν προτίθεται όμως να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των απαγωγέων του και μάλιστα όχι από πραγματική αδυναμία. Ο Γκετί είναι εθισμένος στον πλούτο του και στον κυνισμό που υπήρξε και εξακολουθεί να δεσπόζει ως ο ηθικός του άξονας. Φτάνει στο σημείο να διαπραγματεύεται με τους απαγωγείς σαν να είναι πωλητές ενός ακινήτου που έχει βάλει στο μάτι αλλά δε θέλει να δώσει και τα χρήματα που αυτοί απαιτούν. Σημειωτέον, όλες οι συνεννοήσεις γίνονται μέσω του Φλέτσερ Τσέις, ενός υποτακτικού του τον οποίο έχει εξουσιοδοτήσει για την υπόθεση.

Στην ουσία, ο Σκοτ δημιουργεί μια ταινία σχετικά με την αποκτήνωση του ανθρώπου μπροστά στον αδιάσειστο θεό του, το χρήμα. Δεν είναι μόνο ο Γκετί που έχει εξαφανίσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς από την ψυχή του, αλλά και οι κανίβαλοι δημοσιογράφοι που εισβάλλουν στο δράμα της οικογένειάς του, όπως και οι απαγωγείς που επιζητούν το χρήμα με όχημα τον ανεπανόρθωτο ψυχικό και σωματικό τραυματισμό ενός αθώου εφήβου. Όποια πέτρα και αν σηκώσεις, λέει ο σκηνοθέτης, θα βρεις έναν άνθρωπο που το χρήμα τον έχει διαφθείρει.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, ο Βρετανός δημιουργός προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο δράμα και την αγωνιώδη ένταση που κλιμακώνεται όσο βαδίζει η ιστορία προς το τέλος της. Τα καταφέρνει με άνεση και χωρίς να αφήσει μετέωρη ούτε την εξέλιξη της πλοκής ούτε τους χαρακτήρες του. Βέβαια, το σενάριο είναι κάπως απλοϊκό και προβλέψιμο, αλλά την ενδεχόμενη αρνητική αίσθηση που αυτό προκαλεί ο Σκοτ καταφέρνει να την υπερκεράσει με τους εύστοχους διαλόγους και το ικανοποιητικό τέμπο που υιοθετεί.

Το μεγαλύτερο όμως προσόν της ταινίας είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται την αλήθεια της ιστορίας της. Ο αμερικανικός κινηματογράφος σήμερα βρίθει ταινιών βασισμένων σε αληθινά γεγονότα που καταλήγουν άνευρες εξιστορήσεις στις οποίες οι ουσιώδεις χαρακτήρες λάμπουν δια της απουσίας τους. Ο Σκοτ, ενώ πλάθει κάποιες σκηνές καθ’ ομοίωση της πραγματικότητας, ενδιαφέρεται να φτιάξει μια κινηματογραφική ταινία που δε χρειάζεται η υπενθύμιση της ιστορικής της βάσης για να αποκτήσει νόημα. Το έργο του στέκει αυτούσιο και ως προϊόν μυθοπλασίας, οι χαρακτήρες του έχουν πλούσιο υπόβαθρο και υφίστανται πλήρη ηθική ανάλυση και έτσι δεν ενδιαφέρει ούτε η τυχόν φυσιογνωμική ομοιότητα με τους αληθινούς ανθρώπους ούτε και η ακρίβεια στην παράθεση των γεγονότων και των πράξεων τους.

Είναι δεδομένο ότι αυτή η ταινία θα μείνει στην ιστορία για λόγους άσχετους της ποιότητάς της. Ο μύθος της δυστυχώς υπερβαίνει την αξία της. Και είναι όντως εντυπωσιακή η ταχύτητα και η ποιότητα της αντικατάστασης του Κέβιν Σπέισι από τον πολύπειρο Κρίστοφερ Πλάμερ, ο οποίος φέρει εις πέρας το καθήκον του με εκπληκτική ακρίβεια και δίνει μια ερμηνεία στην οποία θα άξιζε κανείς να αναφερθεί ακόμα και να δεν είχε λάβει χώρα υπό τις συγκεκριμένες αντίξοες συνθήκες. Πέραν όμως όλων αυτόν, το συγκεκριμένο έργο είναι μια αξιόλογη προσθήκη στην ήδη πλούσια φιλμογραφία του Σκοτ. Ο κινηματογραφικός κόσμος περιμένει εναγωνίως την επόμενη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑