Σκηνοθεσία: Τζον Χιούστον
Παίζουν: Άλμπερτ Φίνεϊ, Ζακλίν Μπισέ, Άντονι Άντριους
Διάρκεια: 112’
H Μέρα των Νεκρών, που εορτάζεται στο Μεξικό (κατά κύριο λόγο στις κεντρικές και νότιες περιοχές) στις 2 του Νοέμβρη, συνδυάζει το πένθος και το μοιρολόι με την έκσταση, την αλεγρία και την έκρηξη χρωμάτων, με τη διάθεση αυτή να απηχεί τη βαθιά ριζωμένη λατινοαμερικάνικη αντίληψη περί ζωής και θανάτου, που έχει αποτυπωθεί ξανά και ξανά στις σελίδες του Μαγικού Ρεαλισμού. Ο θάνατος δεν είναι ποτέ το τελικό σύνορο. Είναι απλώς μια κουρτίνα που παραμερίζεις, για να εισέλθεις σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα ταξίδι που δεν είναι ποτέ χωρίς επιστροφή.
Οι νεκροί μουρμουρίζουν και σεργιανίζουν τις νύχτες, σιγοπατούν ενόσω κοιμούνται οι ζωντανοί, και μία φορά τον χρόνο, στις 2 Νοεμβρίου, πραγματοποιούν επίσημη επίσκεψη επικυρώνοντας ότι ο θάνατος και η ζωή διαπλέκονται σε ένα κουβάρι που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Στην κοσμοθεωρία του αυτόχθονου πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής, η έλλειψη συντεταγμένων στον άξονα του χρόνου οδηγεί στη σχετικοποίηση του θανάτου. Ο χρόνος δεν κινείται ποτέ γραμμικά, ούτε όμως κυκλικά, αντιθέτως ξαποσταίνει, πραγματοποιεί άλματα και πισωγυρίσματα, διπλώνεται και καταπλακώνει τα κεφάλια των ανθρώπων, σκάβει λαγούμια και εμφανίζεται μπροστά τους ενώ υποτίθεται πως βρίσκεται στο κατόπι τους.
Σε αυτή τη Μέρα των Νεκρών, όμως, δεν σουλατσάρουν μονάχα οι νεκροί για να συνομιλήσουν με τους ζωντανούς, αλλά βγαίνουν παγανιά και όσοι αναπνέουν θάνατο, όσων η καρδιά χτυπά στον κόσμο των ζωντανών, αλλά κατά βάθος λαχταρά να επισκεφτεί το βασίλειο των νεκρών. Σε αυτή εδώ την ημέρα τοποθετεί την πλοκή του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος ο αυτοκαταστροφικός και χρόνιος αλκοολικός Άγγλος συγγραφέας Μάλκολμ Λόουρι, ο οποίος πρόλαβε να δει μονάχα δύο μυθιστορήματά του να εκδίδονται ενόσω ο ίδιος βρισκόταν εν ζωή (ενώ πολλά έργα του εκδόθηκαν μετά θάνατον).
Το δεύτερο από αυτά, με τίτλο Under the Volcano (1947), ανατρέχει στην ημέρα όπου ο Λόουρι και η σύζυγός του κατέφθασαν στη μεξικανική πόλη Κουερναβάκα, σε μια απέλπιδα απόπειρα να περισώσουν τον γάμο τους, ο οποίος κλυδωνιζόταν από την άφεση του Λόουρι στους δαίμονες του ποτού. Όταν το ζεύγος Λόουρι κατέφθανε στο Μεξικό, το ημερολόγιο έγραφε -όπως πιθανώς ήδη να μαντέψατε- 2 Νοεμβρίου 1936. Μια ανατριχιαστική σύμπτωση, μια ταιριαστή συγκυρία για μια νεκρή ψυχή που περιπλανήθηκε ανάμεσα στους ζωντανούς, κόντεψε να αφήσει τα κόκαλά του στο ποτήρι, είδε τον γάμο του να διαλύεται αμετάκλητα και εν τέλει εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τη χώρα, σε κατάσταση προχωρημένης ψυχοσωματικής αποσύνθεσης, δύο χρόνια αργότερα.
Ο Τζον Χιούστον, στο δειλινό της σπουδαίας του καριέρας, τρία χρόνια πριν τον θάνατό του, μεταφέρει το Under the Volcano στη μεγάλη οθόνη, δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Άλμπερτ Φίνεϊ, ο οποίος χωρίς καμία υπερβολή, παραδίδει την πιο σπαρακτική ερμηνεία μέθυσου στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο Φίνεϊ ενσαρκώνει στα όρια της μέθεξης την ελεύθερη πτώση της μέθης (παρά το ότι δεν υπάρχει ετυμολογική συγγένεια των δύο λέξεων, η ηχητική τους γειτνίαση μοιάζει, στο δικό μου μυαλό, διόλου τυχαία), όπως περίπου την είχε αποκρυσταλλώσει ο Κωστής Παπαγιώργης στο Περί μέθης.
Μια ελεύθερη πτώση στο απόλυτο κενό που συναισθάνεται το τέλος, τη θνητότητα, τη ματαιότητα των πάντων. Ένα οργασμικό ντελίριο που βρίσκει το απόγειό του στην πτώση. Οι υψηλές στροφές και οι αγκυλώσεις του μεθυσμένου μυαλού, το τρέκλισμα του μεθυσμένου σώματος, το τρέμουλο της μεθυσμένης γλώσσας, η συγκινητική ανάγκη του μεθυσμένου για επικοινωνία. Στην πραγματικότητα, ο καθ’ έξιν μεθυσμένος συμμετέχει σε ένα μυστήριο πρωτόγονο και παγανιστικό, ξεφορτώνεται τις συμβάσεις της ευπρέπειας και τηε λογικής, επικοινωνεί στο θολωμένο του μυαλό με τον διάβολο και τον θεό, χάνεται ανεπιστρεπτί σε έναν αχαρτογράφητο κόσμο.
Ο Χιούστον, σε αντίθεση με σχεδόν κάθε άλλη απεικόνιση μεθυσμένων ηρώων στο σινεμά, δεν καταφεύγει σε κανένα οπτικό ή σκηνοθετικό τρικ, προκειμένου να αποδώσει τη θολούρα, το delirium tremens, τα σκοτάδια και την τρέλα. Αντιθέτως, ποντάρει όλες του τις μάρκες στο κεραυνοβόλο βλέμμα του και στη στεντόρεια φωνή του πρωταγωνιστή του. Ο Φίνεϊ ερμηνεύει όχι έναν σαρδανάπαλο μεθύστακα, αλλά μια χαμένη ψυχή που ξετρυπώνει τα τελευταία υπολείμματα αυτογνωσίας που διαθέτει. Και με έναν τρόπο μαγικό, η μόνη στιγμή παραπλάνησης και αντικατοπτρισμού που βιώνει (και εμείς μαζί του, καθότι η ταινία ξεδιπλώνεται κυρίως μέσα από το POV του Φίνεϊ) είναι όταν αντικρίζει τη σύζυγό του, που τον είχε εγκαταλείψει και για την οποία προσευχόταν να επιστρέψει.
Ο απατημένος Βρετανός αντιπρόξενος, έχοντας καθαιρεθεί από το αξίωμά του, βιώνει την επιστροφή της συζύγου του ως τελικό επιμύθιο, παρά ως λύτρωση. Αρνούμενος να τη συγχωρέσει επειδή κατά βάθος αρνείται να συγχωρέσει τον ίδιο του τον εαυτό, ξεκινά υποβασταζόμενος ένα αλλόκοτο και μυστηριακό ταξίδι προς το τελικό του πεπρωμένο. Έτοιμος για την πιο γενναία μάχη, αυτή του κερδισμένου, έστω και στιγμιαία, αυτοσεβασμού, ακριβώς τη στιγμή που όλα –εντός και εκτός- μοιάζουν ευτελισμένα και ευτελή.