Sleuth

Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Μάνκιεβιτς

Παίζουν: Λόρενς Ολίβιε, Μάικλ Κέιν

Διάρκεια: 138′

O Andrew Wyke, διάσημος συγγραφέας βιβλίων μυστηρίου, μας περιμένει στο πλέον ταιριαστό σκηνικό. Ακριβώς στο κέντρο του δαιδαλώδους κήπου της έπαυλής του, διαμορφωμένου κατάλληλα ώστε να σχηματίζει ένα λαβύρινθο, ο οποίος μοιάζει να διαθέτει μονάχα είσοδο, χωρίς καμία προφανή έξοδο. Αυτός ο κατ’ επάγγελμα σχεδιαστής γρίφων κι αινιγμάτων βρίσκεται εξ ορισμού στο στοιχείο του. Έχει στήσει ένα περίτεχνο και πολύπλοκο ιστό, περιμένοντας υπομονετικά, σαν φονική αράχνη, το θύμα να πέσει στην αγκαλιά του. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα βολευτεί με κάποιο άβουλο κολατσιό. Η αξία του αντιπάλου είναι που δίνει δόξα στον νικητή, όπως γνωρίζουμε, και η αξία του παιχνιδιού είναι αυτή που χαρίζει ηδονή σε δυο παίκτες που δεν νοιάζονται ακριβώς αν θα βγουν νικητές ή ηττημένοι.

Ο Milo Tindle είναι ο προσκεκλημένος και ανυποψίαστος (;) επισκέπτης που υποδέχεται ο βιτριολικός οικοδεσπότης. Στο πρόσωπό του συνοψίζονται όλες οι ιδιότητες που απεχθάνεται ο Wyke. Είναι Βρετανός μονάχα κατά το ήμισυ, η προφορά του είναι ανεπαρκής, τα ρούχα του δεν έχουν το απαιτούμενο κύρος, και μεταξύ όλων των άλλων, είναι και εραστής της γυναίκας του. Ο απατημένος σύζυγος δεν επιζητά όμως κάποια εκδίκηση, αλλά μια συνεχή αναμέτρηση.

Λαχταρά να στήσει στην εντέλεια ένα παιγνιώδες τελετουργικό, έναν σοβαρό τραγέλαφο που αντιμετωπίζει τη ζωή ως ένα θλιμμένο παιχνίδι όπου κανείς δεν βγαίνει ποτέ νικητής στην τελική αναμέτρηση με τον θάνατο. Είναι διατεθειμένος να ξεφορτωθεί τη γυναίκα του (εξάλλου, έχει κι αυτός μια εξωσυζυγική σχέση), αρκεί να είναι απόλυτα πεπεισμένος πως έχει όντως απαλλαγεί δια παντός από αυτήν.

Προτείνει, λοιπόν, στον Tindle να συμμετάσχει στη ληστεία των κοσμημάτων που έχει ενορχηστρώσει ώς την τελευταία λεπτομέρεια, ούτως ώστε ο ίδιος να εισπράξει το ποσό της ασφάλειας και ο Tindle να την σκαπουλάρει με τα κοσμήματα (και τη γυναίκα του Wyke, φυσικά). Στη «ληστεία», όμως, πρέπει να τηρηθούν διάφοροι φαινομενικά αχρείαστοι κανόνες. Μια μάσκα κλόουν, λίγος δυναμίτης, το στημένο σκηνικό ενός καυγά που δεν συνέβη ποτέ. Τη στιγμή που ο Tindle δέχεται να φορέσει τη μάσκα, όλα έχουν ήδη δρομολογηθεί. Οι ταυτότητες έχουν εξαλειφθεί κι η πραγματικότητα μοιάζει, κι αυτή με τη σειρά της, μια καλοστημένη φάρσα, που δεν παραπέμπει σε οτιδήποτε χειροπιαστό ή κατανοητό.

Οι Λόρενς Ολίβιε και Μάικλ Κέιν θα επιδοθούν σε ένα αδιανόητο ντεμαράζ εναλλαγής μεταξύ κωμικού και θανάσιμα σοβαρού, σε βαθμό που αυτός ο διαχωρισμός σταδιακά εξαϋλώνεται. Οικειοθελώς κι εκούσια, θα ανταλλάσσουν αδιάκοπα ρόλους, σε αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικιού, δοσμένοι ολόψυχα σε ένα νοσηρό ανταγωνισμό όπου η εξαπάτηση όχι απλώς επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται, αν δεν θέλεις να κατηγορηθείς για χλευασμό και υποτίμηση του αντιπάλου. Και πολύ σύντομα, τα κίνητρα των εκατέρωθεν εξωσυζυγικών σχέσεων και των χρημάτων όχι απλώς εξασθενούν, αλλά εξαφανίζονται από τον χάρτη της ιστορίας.

Ο Wyke είναι εμφανές, από σχεδόν την πρώτη στιγμή, πως αγαπά παθολογικά και εμμονικά κάθε είδους παιχνίδι, δείχνοντας όμως μια προτίμηση στα παιχνίδια υψηλής επικινδυνότητας. Εκείνα, δηλαδή, που περιλαμβάνουν τον ανθρώπινο παράγοντα, και μέσω αυτού, εμπεριέχουν αναπόφευκτα και εκ των πραγμάτων μια πληθώρα από θέλγητρα. Το στοιχείο της αναπάντεχης τροπής των πραγμάτων, τον θιγμένο εγωισμό, τις δηλητηριώδεις συγκρούσεις, τη σαρκαστική ειρωνεία, το εγκεφαλικό trash talking, τον συμπαίκτη- αντίπαλο, χωρίς τον οποίο το παιχνίδι απογυμνώνεται από τον καταστατικό του σκοπό. Σε αυτή την ατελείωτη τραμπάλα μυστηρίου, ίντριγκας και ανατροπών, σε αυτό το μπρα-ντε-φερ φλέγματος, στυλ, τρόπων και ιδεοληπτικής προσήλωσης, οι δυο παίκτες στοχεύουν στην καρδιά του λαβύρινθου, εκεί όπου θα έχουν την ευκαιρία να χάσουν ολοκληρωτικά τον εαυτό τους.

Το Sleuth (1972) αποτελεί το κύκνειο σκηνοθετικό άσμα του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, ο οποίος είχε αποδείξει 21 χρόνια νωρίτερα, στο απαράμιλλο Όλα για την Εύα, ότι γνωρίζει πώς να χορογραφεί, σε μανιασμένη εντέλεια, διαλόγους βιτριολικούς και ανεξέλεγκτους. Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο (1970) του Άντονι Σάφερ, που υπογράφει και το σενάριο της ταινίας, η οποία, παρά το ότι διαδραματίζεται σε περίκλειστο χώρο, με μονάχα δύο πρωταγωνιστές, δεν παραδίδεται στην παγίδα της εγγενούς θεατρικότητας.

Τόσο χάρη στη μουσική υπόκρουση του Τζον Άντισον (που επιβραβεύτηκε, επίσης, με μία οσκαρική υποψηφιότητα, όπως και οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας) όσο (κυρίως) στο αδιανόητα μελετημένο και δεξιοτεχνικά φινιρισμένο γκροτέσκο σκηνικό της ταινίας. Δωμάτια γεμάτα φαντάσματα παιχνιδιών σε αχρησία και ναθφαλίνη, τρομακτικές ανθρωπόμορφες κούκλες και μαριονέτες, αναρίθμητες στρεβλώσεις και υπενθυμίσεις του ίδιου βασικού διδάγματος. Η ζωή είναι ένα εγκεφαλικό παιχνίδι, που μόνο αν αποδεχτείς την τραγική και τρομώδη φύση του, μπορεί να σε αφήσει να παίξεις μαζί του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑