Σκηνοθεσία: Κρίστι Πούιου
Παίζουν: Μίμι Μπρανέσκου, Ντάνα Ντογκάρου, Μπόγκνταν Ντουμιτράτσε
Διάρκεια: 173’
O Κρίστι Πούιου γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1967 και σπούδασε κινηματογράφο στην École Supérieure d’Arts Visuels της Γενεύης. H πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία Γερή μπάζα (2001) προβλήθηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες καθώς επίσης και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου τιμήθηκε με το βραβείο ανδρικού ρόλου καθώς επίσης και με το βραβείο της FIPRESCI. Η δεύτερη ταινία του Η Οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου (2005) διακρίθηκε με το βραβείο του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών. Τούτη εδώ είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Ο Λάρι οδηγεί το SUV του μάρκας BMW στους δρόμους του Βουκουρεστίου. Μαζί του είναι η γυναίκα του, η Λάουρα, με την οποία μιλούν επί παντός επιστητού. Ο Λάρι ήταν γιατρός και πλέον είναι πωλητής ιατρικών μηχανημάτων. Μόλις έχει επιστρέψει από το εξωτερικό και κατευθύνεται στο σπίτι των γονέων του προκειμένου να παραβρεθεί στο τρισάγιο για τα 40 από το θάνατο του πατέρα του, Εμίλ, τρεις μέρες μετά από την τρομοκρατική επίθεση στο περιοδικό Charlie Hebdo στο Παρίσι. Στο διαμέρισμα στήνονται οι τελευταίες λεπτομέρειες: τα κόλλυβα είναι έτοιμα και οι λαχανοντολμάδες θέλουν ακόμα 20 λεπτά ψήσιμο. Γεμάτο το σπίτι από συγγενείς και φίλους, πλήθος οι συζητήσεις… επί παντός επιστητού. Όσο δεν έρχεται ο παπάς που θα τελέσει το τρισάγιο, τόσο περισσότερες και πιο παράξενες γίνονται οι συζητήσεις, τόσο κανείς δεν τρώει φαγητό ενώ όλοι πεινάνε – ιδίως ο Λάρι – και τόσο βγαίνουν στη φόρα μυστικά και ψέματα…
Διάρκεια 173 λεπτά! Σχεδόν τρεις ολόκληρες ώρες. Και για παραπάνω από τις δυόμιση ώρες υπάρχει λόγος και διάλογος. Ακατάπαυστες ομιλίες! «Θα βαρεθούμε;» θα ρωτήσετε. «Όχι», θα σας απαντήσω ευθαρσώς. Γιατί για μένα ο Πούιου μας τοποθετεί σε μια κατάσταση την οποία έχουμε βιώσει όλοι μας! Μεγάλες οικογενειακές συγκεντρώσεις με κουβέντες, αστεία, μπηχτές, αθλητικά, γκομενιλίκια, το τέλος του κόσμου, δυνατές φωνές, παρεξηγήσεις κι αν ξεφύγει το πράγμα, να ‘σου και οι αποκαλύψεις. αυτό κάνει την ταινία του Πούιου ενδιαφέρουσα; Επειδή λέμε πολλά και δεν λέμε τίποτα! Μιλάμε δυνατά και κρύβουμε μια εκκωφαντική εσωτερική σιωπή! Ποζάρουμε τις βεβαιότητές μας όντας τρομερές αβεβαιότητες. Ανταλλάσσουμε «απόψεις» ακόμα και για πράγματα για τα οποία δεν ξέρουμε την τύφλα μας.
Ο Πούιου στη συντριπτική διάρκεια της ταινίας γυρίζει με την κάμερά του μέσα στο διαμέρισμα κι έχει και δύο σκηνές εκτός διαμερίσματος – οι οποίες συνοδεύονται από σκηνές μέσα σε αυτοκίνητο. Η πρώτη σκηνή είναι η εισαγωγική. Κρατάει αρκετά, δεν ακούμε τι λένε οι ηθοποιοί, βλέπουμε όμως τη λωρίδα που «τυλίγει» τα έργα που γίνονται στους στενούς δρόμους του Βουκουρεστίου: «προσοχή, κίνδυνος έκρηξης»! Τυχαίο; Δεν νομίζω. Όλα είναι σφιχτά, νιώθεις την ασφυξία: δεν χωράει να περάσει το αμάξι της DHL. Στο δρόμο για την οικογενειακή συγκέντρωση, μέσα στο αμάξι, η πρώτη μεγάλη κουβέντα ανάμεσα στον Λάρι και την Λάουρα.
Για τους ήρωες της Disney που έχουν προκύψει από παραμύθια. Για την εικόνα που έχουμε πάρει για αυτούς μέσω των ταινιών, εικόνα που έχει περάσει στο ασυνείδητο των πάντων και δεν χωράει καμία παρέκκλιση! Για το που θα πάνε διακοπές. Τέτοιες συζητήσεις, από αυτές που κάνουν τα παντρεμένα ζευγάρια. Μετά, έρχεται η ώρα του διαμερίσματος. Η κάμερα παρακολουθεί τα πάντα! Κινείται ευρισκόμενη σε μια γωνία, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Είμαστε εμείς οι θεατές, ο αόρατος επιπλέον επισκέπτης; Ή μήπως το φάντασμα του Εμίλ; Κι εδώ ασφυξία. Κι εδώ δεν χωράμε όλοι. Σφιχτά πλάνα, πολλοί άνθρωποι, σε κάποια στιγμή βρίσκονται στο διαμέρισμα 16 άνθρωποι!
Η Λάουρα πάει να ψωνίσει, ο παπάς αργεί να εμφανιστεί και στο μυαλό μας έρχονται δύο λατρεμένες ταινίες του Μπουνιουέλ: Ο εξολοθρευτής άγγελος όπου οι καλεσμένοι ενός δείπνου δεν μπορούν να φύγουν από το σπίτι και Το φάντασμα της ελευθερίας όπου οι καλεσμένοι ενός γεύματος δεν κατορθώνουν να φάνε καθώς πάντα κάτι συμβαίνει που τους διακόπτει! Η Λάουρα καλεί τον Λάρι: κάποιος την έχει κλείσει από πίσω στο χώρο που έχει παρκάρει. Πάλι εγκλωβισμός λοιπόν, πάλι αδυναμία διαφυγής, και μάλιστα αυτήν τη φορά υπάρχει αντιπαράθεση και απειλή βίας! Ο Λάρι ξεσπάει. Μέσα στο αυτοκίνητο και πάλι με τη γυναίκα του, της λέει μια ιστορία απίστευτου ψεύδους που είπε ο αδελφός του στον πατέρα του, τόσο απίστευτου που ο πατέρας του το πίστεψε! Ο πατέρας του, μεγάλος ψεύτης κι εκείνος, πίστεψε ένα απίστευτο ψέμα! Κι εδώ κάτι σαν να εξομολογείται ο Λάρι, κάτι για πιθανή δική του εξωσυζυγική σχέση.
«Θα σκεφτώ αυτά που μου είπες τις επόμενες μέρες και θα σου απαντήσω» του λέει η Λάουρα. Όλη η ουσία της ταινίας σε μια φράση. Αυτό θέλει ο Πούιου από τους θεατές του: να σκεφτούν όσα ακούν στην ταινία και να βγάλουν την ετυμηγορία τους αργότερα. Στο τέλος ο Λάρι λέει το κορυφαίο: «καλώς να ανταμώσουμε ξανά, να το ξανακάνουμε», με έντονη κωμική διάθεση. Γενικώς, ακόμα και στις πιο δραματικές σκηνές υπάρχει ένα υποδόριο χιούμορ που σε βγάζει ασπροπρόσωπο. Ο Πούιου φτιάχνει μια μεγάλη ταινία –τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Στο χέρι και στο μάτι των θεατών είναι να την εκτιμήσουν. Εμάς, πάντως, μας κέρδισε οριστικά και αμετάκλητα.