Reviews Rashomon (1950)

6 Σεπτεμβρίου 2023 |

0

Rashomon (1950)

Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα

Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι

Διάρκεια: 88′

Ο επιστημονικός-ακαδημαϊκός όρος «Rashomon Effect» (που πήρε το όνομά του από την ταινία) περιγράφει τη συνθήκη στην οποία το ίδιο γεγονός αναπλάθεται με τελείως διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικούς αυτόπτες μάρτυρες. Κι όσο περισσότερες οι ερμηνείες τόσο αυξάνονται και οι παραλλαγές της δύσμοιρης πραγματικότητας, η οποία μοιάζει ξαφνικά να χάνει το αντικειμενικό της κύρος. Ούτως ή άλλως, η αλήθεια, από την ετυμολογική της κιόλας διάσταση, ταυτίζεται με ό,τι δεν εμπίπτει στη λήθη. Επομένως, είναι εξ ορισμού δέσμια ενός νοθευμένου μηχανισμού. Το μνημονικό μας δεν μπορεί ποτέ να μείνει ασάλευτο ή ανεπηρέαστο, ανάλογα με τα όσα επιτάσσουν οι εμμονές, οι τύψεις, οι ευσεβείς πόθοι, τα συμπλέγματα, οι ντροπές, τα κίνητρα και τα απωθημένα μας.

Κάπως έτσι, η πραγματικότητα που ζούμε, θυμόμαστε και αναπαράγουμε, ως μια κατεξοχήν ανθρώπινη κατασκευή, δεν μπορεί παρά να είναι γεμάτη ψεγάδια, ελαττώματα, παρεκκλίσεις και μαύρες τρύπες. Και το αληθινά εντυπωσιακό είναι ότι ο Ακίρα Κουροσάουα κατόρθωσε να συμπυκνώσει όλα τα παραπάνω, που σηκώνουν τόμους αναλύσεων, σε μόλις 88 λεπτά φιλμικού χρόνου. Το Ρασομόν, που απέσπασε Χρυσό Λέοντα στη Βενετία το 1951, τιμήθηκε με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1952 (ή τέλος πάντων με τον προπομπό αυτού του βραβείου, το οποίο καθιερώθηκε επισήμως το 1956) και χάρισε στον Ακίρα διεθνή ακτινοβολία, εκκινεί από την κατάργηση ενός άγραφου νόμου: η εικόνα, ο κατεξοχήν φορέας και καθρέφτης της αλήθειας, χάνει οριστικά και αμετάκλητα την αξιοπιστία της. Η εικόνα δεν είναι πλέον παντοδύναμη, ούτε ανεπίδεκτη αμφισβήτησης, είναι κι αυτή τρωτή και φθαρτή, γεμάτη τυφλά σημεία και θολά κίνητρα.

 

Στο Ρασομόν, το περιστατικό ενός διπλού εγκλήματος (φόνος και βιασμός) διαθλάται μέσα από τις αφηγήσεις που ξεδιπλώνουν οι τρεις άμεσα εμπλεκόμενοι. Κι όσο το νήμα ξεδιπλώνεται τόσο πυκνώνει ο λαβύρινθος. Ο ληστής (και βιαστής;), η γυναίκα του δολοφονημένου σαμουράι και το πνεύμα του νεκρού αφήτουνται ο καθένας τη δική τους εκδοχή από τα ίδια γεγονότα, υποπίπτοντας σε χίλιες μύριες αντιφάσεις. Μάλιστα, κατεδαφίζουν τον τέταρτο τοίχο (το 1950 δεν είναι και το πιο αυτονόητο τρικ) και μας ζητούν να επωμιστούμε τον ρόλο του ερευνητή-δικαστή. Το flashback, από μηχανισμός που αποκαλύπτει τα ψέματα και τις ανακρίβειες, βοηθώντας τον θεατή να μπαλώσει τα όποια λογικά και νοηματικά κενά, ξαφνικά μετατρέπεται σε εργαλείο που συσκοτίζει και μπερδεύει, προκαλώντας μονάχα σύγχυση και νέες απορίες.

Και οι τρεις πρωταγωνιστές κουβαλούν τη δική τους αλήθεια για τα όσα διαδραματίστηκαν, διαρρηγνύοντας οριστικά τον δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στον θεατή και στην κάμερα: ο φακός μάς περιπαίζει, προμοτάροντας χωρίς καμία ντροπή όποιον του κάνει τα γλυκά μάτια. Το βλέμμα της κινηματογραφικής μηχανής δεν είναι παρά το βλέμμα της αποπλάνησης και της ψευδαίσθησης, μας υπενθυμίζει ο σπουδαίος Ιάπωνας δημιουργός. Το ακόμη πιο συναρπαστικό σε αυτό το οδοιπορικό αναξιοπιστίας είναι ότι οι τρεις αμφιλεγόμενοι αφηγητές δεν έχουν ως απώτερο σκοπό την απαλλαγή τους από τις κατηγορίες, αλλά την ένδοξη ενοχοποίηση.

Οι τρεις παραλλαγές της ίδιας ιστορίας δεν ρίχνουν το φταίξιμο αλλού, δεν πασχίζουν να εφεύρουν ελαφρυντικά ή να αποσιωπήσουν τις συνέπειες, αλλά επιδιώκουν τη ματαιόδοξη δικαίωση της άγραφης τιμής. Όλα τα παραπάνω εκτυλίσσονται σε μια δίνη που μοιάζει με ατελείωτο όνειρο, όπου το εκτυφλωτικό φως (με πλάνα που έρχονται σχεδόν τετ-α-τετ με τις ακτίνες του ήλιου), η καταρρακτώδης βροχή και οι βαριές σκιές που ρίχνει το τροπικό δάσος στα πρόσωπα των ηρώων προετοιμάζουν το έδαφος για την είσοδο σε έναν τόπο όπου βασιλεύουν η ανακρίβεια και το διφορούμενο.

Λίγο πριν το τέλος, κι ενώ δεν ξέρουμε πλέον ποιον και τι να πιστέψουμε, ένας τέταρτος αυτόπτης μάρτυρας παρουσιάζει μια εναλλακτική βερσιόν που γκρεμίζει κάθε υπόνοια ηθικού μεγαλείου, αφήνοντας ένα αμείλικτο τελικό επιμύθιο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι διαχρονικά σύμφυτη με τον πόνο, τον φόβο, την ενοχή, τον εγωισμό και τον δισταγμό. Και όπως έχει αποδειχτεί ξανά και ξανά, ο ισχυρότερος συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι άλλος από τη διαχρονική μας αδυναμία να φανούμε γενναίοι και ειλικρινείς απέναντι στη μικροπρέπεια και στα σφάλματά μας.

Ωστόσο, το σχεδόν παραισθησιογόνο φινάλε θα αφήσει μια νότα αισιοδοξίας, καθώς ρίχνει μαύρη πέτρα στο επαίσχυντο παρελθόν, καταδικάζοντας τους τρεις αναξιόπιστους αφηγητές στην τιμωρία της λήθης (επομένως, παύουν να είναι α-ληθινοί). Εξάλλου, όλα όσα έχουν προηγηθεί είναι (και) μια μικρογραφία για τη νωπή φρίκη που μόλις είχε βιώσει η Ιαπωνία: οι τύψεις για τον πολεμοχαρή μιλιταρισμό, το άλγος της ήττας, ο όλεθρος της ατομικής βόμβας. Ο Ακίρα βυθίζεται στην απελπισία για τη φύση του ανθρώπου, έχοντας όμως ως τελικό προορισμό την ελπίδα. Στο τέλος του δρόμου, πίσω από τις φυλλωσιές του αδιαπέραστου δάσους, θα ξεπροβάλλει η πρώτη μέρα ενός καινούργιου κόσμου




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑