What's On Manchester by the Sea

16 Φεβρουαρίου 2017 |

0

Manchester by the Sea

Σκηνοθεσία: Κένεθ Λόνεργκαν

Παίζουν: Κέισι Άφλεκ, Μισέλ Γουίλιαμς, Κάιλ Τσάντλερ

Διάρκεια: 136’

Το Manchester by the Sea είναι μια ταινία για τα αβάσταχτα. Για τον θάνατο των αγαπημένων, γι’ αυτούς που μένουν πίσω. Άρα για την απώλεια και την διαχείριση του «παρακάτω». Όμως, αυτό που άλλος αποκαλεί «η ζωή συνεχίζεται», στο Manchester by the Sea μετατίθεται στο «πώς» συνεχίζεται. Αν συνεχίζεται.

Ο Λι, έξω απ’ το ότι πρέπει να ζήσει με την φριχτότερη απώλεια, πρέπει να αντέξει και το βάρος της, έστω από αμέλεια, ευθύνης του για την απώλεια αυτή. Ο Λόνεργκαν δεν κάνει το παραμικρό σκόντο στο δράμα του, χειρότερες από τις συνθήκες του έργου δεν γίνεται να συναντήσεις. Αυτό που κάνει είναι να κινηματογραφεί, με μια περίλαμπρη, έξοχη συμμετοχικότητα, στιγμές μιας διαδρομής προς ένα κάποιο φως. Λύτρωση με την παραδοσιακή έννοια δεν υπάρχει.

Απλά, με όπλο μια νοοτροπία και μια θέση έναντι των πραγμάτων (φυσικών και μεταφυσικών, παρόντων, απόντων και ανύπαρκτων – ο Λόνεργκαν δεν πιστεύει σε κανένα ανακουφιστικό επέκεινα) ο δημιουργός βρίσκει το χιούμορ της καθημερινής συναναστροφής, το ξέσπασμα της ενίοτε μέθης, το αδιόρατο μειδίαμα απέναντι στην ανθεκτική νεότητα – μα είναι καταπληκτικές οι σκηνές του Λι με τον ανηψιό και τα δύο του κορίτσια. (Όλα μα όλα τους εξυπηρετούνται αναντικατάστατα από τον Κέισι Άφλεκ, έναν δυνητικά μεγάλο ηθοποιό, μοναδικό εντελώς στην πρωταγωνιστική ιστορία του σινεμά στο κράμα υποδήλωσης και νευρικού χιούμορ.)

Μέσα από κτερίσματα του καθημερινού κι εκλάμψεις ενστικτώδους γελοιοποίησης του δραματικού (ο κλαυσίγελος μιας κηδείας είναι ένα παράδειγμα που ίσως γνωρίζουμε οι περισσότεροι από πρώτο χέρι), ο Λόνεργκαν, με παύσεις, περιθωριακές χειρονομίες και ημιτόνια συμπεριφοράς που αρκεί ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου και τα ‘χασες, χαρτογραφεί την περιοχή του πιο δυσβάσταχτου δρόμου. Είπα δυσβάσταχτου και βλέπω πως ξεκίνησα την αναφορά με το αβάσταχτα. Ναι, μάλλον εδώ, σ’ αυτήν την απόσταση, είναι το σινεμά του Manchester by the Sea, μιας ταινίας που αρνείται την παραδοσιακή, τελεολογική δραματουργία (αυτήν που θέλει κλασσικές καθάρσεις κι αριστοτέλειες οδούς) στην πιο εξαίσια αμετάφραστη σκηνή της – εκεί που η Ράντι θέλει «κάτι να πει» στον Λι, μια συγγνώμη, μια ανακούφιση, ένα αίτημα.

Από το σημείο που δεν έχει επιστροφή και μετά, κάποιοι άνθρωποι είναι καζάνια κοχλάζοντα μα κι αεροστεγώς κλεισμένα. Θαρρείς δυο λόγια και μια ειλικρίνεια απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη (είναι κι η άτιμη η Μισέλ Γουίλιαμς εδώ που σε σπαράζει και σε διαβεβαιώνει γι’ αυτό) θα αρκούσαν να σηκώσουν λίγο το καπάκι, να οξυγονωθεί ένας καημός άσβεστος. Δεν θα συμβεί τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά. Ένα γεγονός, μια ενοχή και το σφράγισμά τους, κάποτε υπερβαίνει ολότελα την δυνατότητα να διασωθείς. (Εδώ θα ‘ρθει ένας πιστός να σου πει πως βρίσκεται η αδυναμία του έργου).

Ο Λόνεργκαν, προσηλωμένος στον κόσμο του, τίμιος στους χαρακτήρες του (ίσως και λίγο σκληρός), δεν μπορεί βέβαια να δώσει αρθρωμένα λογύδρια αυτολύτρωσης στον ήρωά του. Θα του δώσει τις ελλείψεις του, τις υποδηλώσεις της άφατης ερήμωσης, την κατάστικτη αναμνήσεων του χαμένου παραδείσου ζωή του. Ο Λι δεν στοχάζεται στην τραγωδία του – όταν φτάνεις εκεί άλλωστε είσαι σωσμένος. Ο Λι την βιώνει ακατάπαυστα κι εξακολουθητικά, ξέροντας πως κάτι μέσα του που υπήρχε δεν υπάρχει πια και δεν θα ξαναγεννηθεί.

Και προχωρά. Παρακάτω. Η διάπυρη στάση του αμερικάνικου ήρωα, όπως τον θέλουν τα βιβλία και οι ταινίες του αμερικάνικου πνεύματος, είναι η δράση του, η κίνηση προς τα μπρος. Μόνο που τούτος δω, ο στα μάτια μου αξιαγάπητος άνθρωπος, πηγαίνει παρακάτω γιατί μια αυτοματική αυτοκτονία του απέτυχε, πηγαίνει παρακάτω γιατί τι άλλο υπάρχει να κάνεις, πηγαίνει γιατί (αυτή είναι η μικρή του, και μέγιστη, πρόοδος) οι αναμνήσεις και τ’ απότοκά τους (ένα ανήψι που, όσο μπορεί, αγαπά) παρέχουν ένα βασικό καύσιμο.

Είπα δυσβάσταχτα πριν και παρέκκλινα πάλι. Ο Λόνεργκαν ευτυχώς, σοφός και ακριβόλογος, μόνο μια παρέκκλιση επιτρέπει απ’ την ώρα αποκάλυψης του δράματος του: Πως από το «α» ως το «δυς» είναι ένας ολόκληρος δρόμος, κάποτε τρομερός και συχνά περίλυπος. Όμως πρέπει να περπατηθεί – ίσως και γιατί η ζωή κι η δυνατότητά της δεν είναι να περιφρονείται. Και την διαδικασία προς αυτό το φως περιγράφει αυτός ο μεγάλος δημιουργός – άθελά του ίσως καταλήγοντας τόσο ανθρωπιστής που να είναι και πιστός.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑