What's On Avengers: Infinity War

30 Απριλίου 2018 |

0

Avengers: Infinity War

Σκηνοθεσία: Άντονι και Τζο Ρούσο

Παίζουν: Όλοι. Περισσότεροι από όσοι νομίζαμε. Οι πάντες. Κι εμείς παίζουμε.

Διάρκεια: 149′

Το κινηματογραφικό σύμπαν της Μάρβελ αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά. Μοναδικός λοιπόν είναι και ο τρόπος που εμφανίζει τα σημάδια κόπωσης και κορεσμού. Μετά από περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια στο box office της υφηλίου και τη δημιουργία ενός στρατού από υμνητές που μάχονται σαν ορκ προς υπεράσπιση της ποιότητάς του, το franchise αναζητά συνεχώς τρόπο να ανανεωθεί με κάθε καινούρια ταινία. Στους Guardians of the Galaxy του 2014 πρωτοεισήχθη το χιούμορ σαν κυρίαρχος άξονας. Δύο χρόνια μετά, το Captain America: Civil War απαίτησε για πρώτη φορά μια πιο σοβαρή ανάγνωση. Τούτο εδώ το σημείο κορύφωσης αποπειράται το ανήκουστο: να συνδυάσει σχεδόν όλους τους ήρωες της Μάρβελ και μαζί όλες τις υφολογικές ιδιαιτερότητες των προσωπικών ταινιών τους, αναζητώντας έναν δικό του τόνο.

Μας συστήνει λοιπόν επιτέλους επίσημα τον Θάνος, έναν υπερκακό που παλεύει να μαζέψει όλα τα infinity stones προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή το ασύλληπτο σχέδιό του: την εξαφάνιση του μισού πληθυσμού του σύμπαντος προς αποκατάσταση της ισορροπίας. Ξεπερνώντας με χαρακτηριστική άνεση λοιπόν τον επώδυνο χωρισμό του προηγούμενου κεφαλαίου, οι Εκδικητές συνασπίζονται εκ νέου, με τη συνδρομή αυτή τη φορά και των υπολοίπων λαοπρόβλητων ηρώων του κινηματογραφικού σύμπαντος, και όλοι μαζί κινούν από τα πέρατα του κόσμου για να καταπολεμήσουν τη νέα απειλή.

Η κεντρική πλοκή χωρίζεται σε υποπλοκές, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στους σκηνοθέτες της ταινίας να μοιράσουν την εστίαση σε πολλούς χαρακτήρες ταυτόχρονα και να βασιστούν στην πολυμορφία πολλών διαφορετικών σκηνικών που εναλλάσσονται εντυπωσιακά. Το τοπίο μεταφέρεται συνεχώς από τη γη σε δεκάδες άγνωστους πλανήτες και από τη νηνεμία σε φλεγόμενα σκηνικά, μέχρι να φτάσει στην αναμενόμενη μητέρα των μαχών. Ο αμφιβληστροειδής του θεατή ερεθίζεται από το οργιώδες αποτέλεσμα εκρήξεων και εντυπωσιακού μοντάζ που παρακολουθεί και ο νους συμμετέχει μόνο φιλικά στην αποκωδικοποίηση των οπτικοηχητικών σημάτων αυτής της καλλίπονης και καλλιπρεπούς δημιουργίας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε, αφού για να κατανοήσει κανείς πλήρως τα τεκταινόμενα σε μία τόσο συγκεντρωτική ταινία και να αισθανθεί τη βαθιά συγκίνηση πρέπει να είναι απόφοιτος Μαρβελολογίας. Αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία (θα συνεχίσει να) διαπρέπει στις τάξεις των ορκισμένων φαν, ενώ εισπράττει μουδιασμένη αντίδραση από τους κριτικούς. Γενικά, σε αυτή την ταινία, αν δεν έχεις διαρκώς την ερώτηση «ποιος είναι αυτός» στα χείλη, είσαι αυτός που την απαντάει.

Το νέο πόνημα της υπερεπιτυχημένης εταιρίας είναι μεγαλύτερο, ηχηρότερο, ακριβότερο. Είναι ορκισμένα μαξιμαλιστικό και φορτωμένο με δεκάδες ετερόκλητα στοιχεία, σε μια προσπάθεια να κρύψει την κόπωσή του. Δυστυχώς όμως, η παρέλαση των επωνύμων σε τούτο των αγώνα της Εθνικής Μάρβελ δεν καταφέρνει να κρύψει την έλλειψη πρωτοτυπίας, που ξεκινά από την τετριμμένη, χιλιοειπωμένη ιστορία και φτάνει μέχρι τις σεναριακές ευκολίες. Ποιοτικοί ή λιγότερο ποιοτικοί ηθοποιοί που μπορούν πλέον να ερμηνεύσουν τους χαρακτήρες τους με κλειστά μάτια μένουν σε επιφανειακές ερμηνείες. Βέβαια, επιτέλους η ταινία περιλαμβάνει και έναν αξιομνημόνευτο κακό, καθώς ο Θάνος του Τζος Μπρόλιν (που τον ερμήνευσε με τεχνική motion capture) είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής της ταινίας και συνάμα ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Ένας φασιστοειδής, μεγαλομανής και παντοδύναμος τύπος, με συγκροτημένη, άρρωστη σκέψη. Ένας αυτόκλητος σωτήρας της ζωής, οπαδός της άνευ όρων εξαντλητικής συμμετρίας. Ένας χαρακτήρας που εισφέρει τα μέγιστα στην προσπάθεια διάσωσης του franchise από την κινούμενη άμμο της επαναληψιμότητας.

Κάποια σπιρτάδα εύκολα ανιχνεύει κανείς και στις επιμέρους σχέσεις των υπερηρώων, που συγκροτούν εν πολλοίς ενδιαφέρουσες υποομάδες. Εκεί κοστίζει μόνο η έλλειψη έμπνευσης στο χιούμορ, το επίπεδο του οποίου δείχνει κάθε φορά να θυσιάζεται χάριν του ύστατου σκοπού της στρατολόγησης έφηβου κοινού. Θετικό στοιχείο είναι και η διατήρηση, μετά την εμφάνισή του στο Civil War, ενός υποδόριου τόνου ματαιότητας στη γενναιότητα και την αυταπάρνηση των ηρώων. Μία υποψία ζόφου στην ατμόσφαιρα που γαργαλάει ελάχιστα τις συνειδήσεις του κοιμισμένου ενήλικου κοινού και παλεύει να βρει το χώρο της ανάμεσα σε ευφάνταστα easter eggs και εκρήξεις. Μία αίσθηση προκαθορισμένου μέλλοντος και ματαιότητας, μία υπόσχεση που παραμένει αμφίβολο αν θα τηρηθεί για δημιουργία ενός φιλοσοφικού μοτίβου στα διαλείμματα της υπερφυσικής και μεταφυσικής παράθεσης ηρωισμού που έπεται στο μαρβελικό μέλλον.

Ένα στοιχείο στο οποίο αξίζει κανείς να σταθεί αναλογιζόμενος την περί ης ο λόγος ταινία είναι η τηλεοπτικοποίηση της κινηματογραφικής ποπ κουλτούρας. Το συγκεκριμένο φιλμ μοιάζει με προτελευταίο μέρος ενός κύκλου action fantasy σειράς που θα λατρέψουν οι fans, δραματική κορύφωση πριν το φινάλε -που μπορεί να τελικά να μην έρθει καν. Ο κινηματογράφος της Μάρβελ έχει εθίσει το κοινό στο ανολοκλήρωτο, στην ασίγαστη επιθυμία για συνέχεια ως πολύτιμο στοιχείο συμμετοχής του θεατή στην ταινία. Το συνεχώς επιχειρούμενο «κλείσιμο ματιού», η αμφισημία όχι ως δραματουργικός αυτοσκοπός αλλά ως παράγοντας έντασης της αγωνίας για τη συνέχεια και η απουσία ενός συνολικού οράματος το οποίο αντικαθίσταται από τη μάταιη προσπάθεια διαρκούς αναδιάρθρωσης θυμίζουν τηλεοπτική σειρά και φέρνουν στο μυαλό την παράξενη ανταλλαγή ρόλων στην οποία επιδίδονται τελευταία ο αμερικανικός mainstream κινηματογράφος και η αμερικανική τηλεόραση.

Αντί επιλόγου, μια σκέψη για την πορεία του κινηματογράφου του φανταστικού. Μερικούς μήνες πριν την κυκλοφορία του Avengers: Infinity War, βγήκε στις αίθουσες η υπέροχη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, «Ready Player One». Με την εξαίρεση κάποιων σκηνοθετικών τεχνασμάτων που η δεύτερη διέθετε χάρη στην απίθανη φαντασία του γενειοφόρου μάστορα, η ταινία της Μάρβελ είναι πιο εντυπωσιακή, πιο μεγαλεπήβολη. Και όμως, η έκκληση του Σπίλμπεργκ για επιστροφή της ποπ κουλτούρας στα βασικά, η πρόταση για επιστροφή στην αθωότητα, φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Παρατηρώντας τον αισθητικά αξιοθαύμαστο κόσμο των δισεκατομμυρίων του MCU να βρίσκεται μεν στην αιχμή του δόρατος για το εμπορικό fantasy, να ανακυκλώνει όμως σε γενικές γραμμές τις ίδιες ιδέες και να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι αληθινά μεγάλη η ανάγκη για ανανέωση. Ωστόσο, πυξίδα σε αυτό μπορεί να αποτελέσει μόνο η εξωστρέφεια του κινηματογραφικού σύμπαντος, σαν αυτή που αποτολμά η εταιρία σε άλλα project της. Λόγου χάρη το ωμά αντικομφορμιστικό για τα δεδομένα του χιούμορ του Deadpool ή η ηθογραφία του Logan, σαν παραδείγματα που προέρχονται από την ίδια μήτρα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑