Σκηνοθεσία: Αντονι και Τζο Ρούσο
Πρωταγωνιστούν: Κρις Εβανς, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Πολ Μπέτανι, Πολ Ραντ, Μαρίσα Τομέι, Τζέρεμι Ρένερ, Ελίζαμπεθ Ολσεν, Ντάνιελ Μπρουλ, Τομ Χόλαντ, Μάρτιν Φρίμαν, Τσάντγουικ Μπόσμαν, Αντονι Μακί
Διάρκεια: 147′
Για να καταλάβει κανείς τι εστί Marvel Universe για τη σημερινή κινηματογραφική πραγματικότητα, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ανατρέξει στους αριθμούς. Από το 2008, όταν ο Iron Man εγκαινίασε τη νέα περίοδο των υπερηρώων στο σινεμά, η Marvelμετρά 13 ταινίες. Συνολικό μπάτζετ: 2.43 δισεκατομμύρια δολάρια. Κέρδη: 9.35 δισεκατομμύρια δολάρια και 3 ταινίες ήδη στο top 10 του παγκόσμιου box office από καταβολής κινηματογράφου. Tο Captain America: Civil War είναι η πρώτη απόπειρα του σύμπαντος να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, βάζοντας τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες του να συγκρουστούν. Στο ένα στρατόπεδο, ο κυνικός πρωτοπόρος Αΐρον Μαν και στο άλλο, ο παλαιάς κοπής φύλακας άγγελος του καλού Αμερικανού Κάπτεν Αμέρικα.
Η ταινία ξεκινάει σαν ένα ακόμα διασκεδαστικό επεισόδιο των Avengers, καθώς η ελίτ των σωτήρων παρουσιάζεται αυτόκλητη στη Νιγηρία με σκοπό –πρωτοτυπία– να σώσει την ανθρωπότητα από κάποιον κακό. Τα πράγματα όμως στη συγκεκριμένη αποστολή πηγαίνουν στραβά και έτσι το σούπεργκρουπ βρίσκεται απολογούμενο στον υπουργό εξωτερικών της USA για τα δεκάδες θύματα που άφησε στο πέρασμά του. Ενώ, λοιπόν η προσπάθεια ελέγχου της δράσης των εκδικητών μοιάζει απαραίτητη από τη σκοπιά των κρατών, που αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δυνατόν να αφήνουν μια ομάδα ηρώων να ίπταται πάνω από τους θεσμούς, οι ίδιοι οι Εκδικητές υποδέχονται αυτή την ιδέα μουδιασμένοι και διχασμένοι. Από τις πρώτες αναγνωριστικές συζητήσεις, φαίνεται ότι η ρήξη μεταξύ Τόνι Σταρκ και Κάπτεν Ρότζερς θα είναι βαθιά και αυτό συνιστά την πρώτη αξιοσημείωτη τροπή της ιστορίας. Ενώ ο Σταρκ υπήρξε σε όλες του τις παρουσίες ο επικίνδυνος αντικομφορμιστής, εδώ υποτάσσεται αβίαστα στη θέληση των Ηνωμένων Εθνών, ενώ ο παραδοσιακός και πάντα by–the–book Κάπτεν Αμέρικα προτάσσει την ασπίδα του, θεωρώντας ότι η ομάδα πρέπει να κρατήσει την αυτοτέλειά της από οποιονδήποτε φορέα.
Στην υπογραφή της συνθήκης μεταξύ ΟΗΕ και Εκδικητών (πλην διαφωνούντων Λακεδαιμονίων), τα πράγματα εξελίσσονται εκ νέου στραβά, αφού όλα διακόπτονται από αιματηρή τρομοκρατική ενέργεια. Βασικός ύποπτος ο γνωστός Μπάκι, αδερφικός φίλος του Κάπτεν Αμέρικα, που στο πρώτο επεισόδιο ήταν συνοδοιπόρος του και στο δεύτερο ο απόλυτος εχθρός, μετά τη σοβιετική πλύση εγκεφάλου. Ο Κάπτεν, πεπεισμένος ότι ο φίλος του δεν είναι ο ένοχος, τρέχει να τον σώσει, θέτοντας εαυτόν πια εκτός νομιμότητας και βαθαίνοντας το ρήγμα στις σχέσεις των Εκδικητών, που πλέον πρέπει να διαλέξουν επιτακτικά στρατόπεδο ανάμεσα στον ιδεαλισμό του καταζητούμενου Καπετάνιου και την σύννομη συμπεριφορά του Σταρκ. Για να βγει βεβαίως και η κινηματογραφική ισορροπία, καταλήγουν μοιρασμένοι στα δύο.
Σχετικά με τα τεχνικά της χαρακτηριστικά, η ταινία εμφανίζεται διπολική. Στο πρώτο της μέρος, κυριαρχεί η εκβιαστική προσπάθεια για καινοτομία στη σκηνοθετική αντίληψη επί των σκηνών μάχης, η οποία δεν αποδίδει ποιοτικούς καρπούς. Η κάμερα των σκηνοθετών μοιάζει να είναι καρφωμένη σε καράβι εν ώρα τρικυμίας και τα ακροβατικά των Εκδικητών αποτυπώνονται με τρόπο που προκαλεί ναυτία. Η εναρκτήρια σεκάνς στη Νιγηρία υπακούει πλήρως στις εξωφρενικές επιταγές του 21ου αιώνα που θέλει να βλέπει τη δράση από διαφορετικές γωνίες λήψεις ανά δέκατο του δευτερολέπτου και ακολουθείται από ένα σχετικά μουδιασμένο διάστημα που προαναγγέλλει τον καβγά των ηρώων. Στη συνέχεια όμως, περίπου μετά από 1 κινηματογραφική ώρα, η ταινία συναντά τις πατροπαράδοτες αρχές του genreτης και οι σκηνοθέτες σταθεροποιούν επιτέλους την κάμερα στις σκηνές δράσης, ενώ παράλληλα διορθώνουν τα προβλήματα ρυθμού του πρώτου μέρους, αφήνοντας τον αναγκαίο χώρο στις δραματικές κορυφώσεις του έργου να αναπτυχθούν. Μάλιστα, δύο από τις σκηνές δράσεις, μαεστρικά σκηνοθετημένες, αποτελούν πραγματικά διαμάντια, που κάνουν τον καλόπιστο θεατή να ξεχνά το τι προηγήθηκε.
Δύο στοιχεία που αξίζει να προσέξει κανείς είναι το χιούμορ και ο κακός της ιστορίας. Ως προς το πρώτο, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του μύθου των Εκδικητών, εδώ κάνει την εμφάνισή του μετά τη μέση και με τρόπο αρκετά βεβιασμένο. Η κωμική ανακούφιση φαίνεται να καλείται ξαφνικά να περισώσει κάτι από το σκοτάδι της ιστορίας και έτσι, παρότι είναι πάντα εύστοχη, είναι λίγο παράταιρη προς το σύνολο. Ο δε αναγκαίος κακός, εκ των πραγμάτων περιορισμένος σε ρόλο κομπάρσου αφού η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τον εμφύλιο των εκδικητών, αδικείται ακόμα περισσότερο από την προσέγγιση της ταινίας και περιορίζεται σε ρόλο καταλύτη στην εξέλιξης της πλοκής. Τέλος, οι καινούριοι χαρακτήρες είναι απόλυτα στο πνεύμα του σύμπαντος και πιθανόν να αποτελέσουν αξιόλογες προσθήκες, ενώ οι δύο μεγάλες απουσίες των Θορ και Χαλκ είναι φανερές καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου.
Το ξεχωριστό στοιχείο της ταινίας σε σχέση με τα άλλα παιδιά του σύμπαντος είναι το σκοτεινό πέπλο που απλώνει στο περιεχόμενό της. Κατά μια ανάγνωση, ο εμφύλιος πόλεμος της Marvelείναι η προσπάθεια της να δημιουργήσει κάτι που μοιάζει στο «Dark Knight» και, σ’ έναν βαθμό, κρίνεται επιτυχημένη. Οι χαρακτήρες απεκδύονται το συνηθισμένο τους υπεράνθρωπο ύφος και καλούνται να αναμετρηθούν με εσωτερικά ερωτήματα, αφήνοντας να ξεπροβάλει η ανθρώπινή τους διάσταση, που είναι και αυτή που απειλεί να τους καταστρέψει. Για πρώτη φορά, η επιλογή των Εκδικητών δε βρίσκεται σε μονόδρομο, αλλά μπροστά σε σταυροδρόμι, και αυτοί οφείλουν να σταθμίσουν τις συνθήκες και τις ενδεχόμενες συνέπειες της εκλογής τους. Υποβιβάζονται σε γνήσιοι άνθρωποι, εκπίπτουν από τον παράδεισο των μεταφυσικών τους δυνάμεων. Η ανάπτυξή τους βέβαια είναι σύντομη, αλλά υπεραρκετή στο ρεαλιστικό πλαίσιο που θέτει το είδος της ταινίας.
Το μεγάλο κατόρθωμα των σκηνοθετών όμως είναι η ισορροπία ανάμεσα στο παραπάνω στοιχείο και το οπτικό υπερθέαμα. Σε αντίθεση με προηγούμενες συναφείς απόπειρες, εδώ οι χαρακτήρες δε μοιάζουν σοβαροφανείς αντί για σοβαροί και η δράση δε γνωρίζει ανυπόφορους περιορισμούς προς όφελος της σοβαρότητας. Αν δεν είχε επιτευχθεί αυτό, το έργο θα έμοιαζε με φαιδρό lovestoryτου Κάπτεν Αμέρικα και του Μπάκι, για χάρη του οποίου άλλωστε ο Κάπτεν διακινδυνεύει τελικώς τα πάντα. Τους δένει και το αλησμόνητο «I’m with you ‘till the end of the line» που ακούστηκε στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου. Φυσικά, στη συγκεκριμένη ταινία το σκοτάδι δεν είναι τόσο πυκνό και άψογα δημιουργημένο όπως στο προαναφερθέν έπος του Κρίστοφερ Νόλαν, αλλά είναι αρκετό ώστε να τοποθετήσει την ταινία ένα σκαλί πάνω από τα υπόλοιπα κοινά ή επί μέρους κινηματογραφημένα κατορθώματα των Εκδικητών. Το «Captain America: Civil War» είναι συνολικά ένα καλοζυγισμένο, εντυπωσιακό και πληρέστατο superhero movie και ταυτόχρονα, παρά τα όποια στραβοπατήματα του πρώτου μέρους, το μεγαλύτερο κατόρθωμα του σύμπαντος της Marvel, όχι μια ταινία που διαλύει τα δεσμά του κινηματογραφικού της είδους, όπως μαρτυρά και το επιβεβλημένο της φινάλε.
Κανένας λόγος περί μιας ταινίας που περιέχει τον Κάπτεν Αμέρικα δε θα μπορούσε να είναι ολοκληρωμένος χωρίς αναφορά στην προπαγάνδα. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή κάνει και εδώ την ηχηρή της εμφάνιση, αλλά όποιος δεν περίμενε προπαγάνδα στο συγκεκριμένο έργο μάλλον βρισκόταν σε ηθελημένη πλάνη. Η σύγκρουση των εκδικητών αποτελεί απεικόνιση της εσωτερικής διαμάχης της ίδιας της Αμερικής. Στη μια μεριά, οι φωνές που καλούν τη χώρα να αποτελεί κυρίαρχο αλλά όχι δεσπόζον κράτος, προσπαθώντας να υπερτονίσουν τις οδυνηρές συνέπειες που έχει εδώ και 70 χρόνια η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την άλλη, εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται για θεσμούς και συνθήκες, λογίζουν την Αμέρικα ως το σπουδαιότερο έθνος που έχει κάθε δικαίωμα, αν όχι χρέος, να επεμβαίνει όταν οι άλλοι ωχριούν και φαίνονται αναποτελεσματικοί, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου και επί οποιασδήποτε αφορμής, για να διαφυλάξει την ασφάλεια και την ειρήνη. Μαντέψτε ποιος επικρατεί. Τέλος, εξαιρετικό δείγμα προπαγάνδας, με βάση την τωρινή διεθνή συγκυρία, αποτελεί ο περιθωριακός χαρακτήρας του κακού: Ένας Γερμανός που μεταχειρίζεται σοβιετικές μεθόδους. Κάθε σκεπτόμενος θεατής οφείλει να βγάλει το καπέλο του για την ευρηματικότητα και μόνο.