What's On Ready Player One

4 Απριλίου 2018 |

0

Ready Player One

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ

Παίζουν: Τάι Σέρινταν, Ολίβια Κουκ, Μπεν Μέντελσον, Λένα Γουέιδι, Τι Τζέι Μίλερ, Μαρκ Ράιλανς, Σάιμον Πεγκ, Φίλιπ Ζάο, Γουίν Μορισάκι, Χάνα Τζον-Κέιμεν, Ραλφ Ίνεσον, Σούζαν Λιντς

Διάρκεια: 140′

Το έτος 2045, οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν απ’ τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής τους, καταφεύγοντας στο ψηφιακό περιβάλλον του «Oasis», ενός εικονικού κόσμου όπου ο καθένας μπορεί να είναι όποιος θέλει και όπου τα μόνα όρια στις μεταμορφώσεις τα επιβάλλει η φαντασία του παίκτη. Λίγο πριν πεθάνει, ο κατασκευαστής αυτού του πελώριου σύμπαντος εικονικής πραγματικότητας, μια εσωστρεφής διάνοια της πληροφορικής, προσκαλεί όλους τους συμμετέχοντες του «Oasis» να πάρουν μέρος σ’ ένα ιδιότυπο κυνήγι θησαυρού, ο νικητής του οποίου θα αποκτήσει τον έλεγχο του δημιουργήματός του. Ένας τολμηρός νεαρός με πολλά οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα, θα πάρει μέρος στο παιχνίδι, αποφασισμένος να σώσει το «Oasis» απ’ τα χέρια ενός αδίστακτου κεφαλαιοκράτη που βλέπει στην πρόκληση αυτή μια τεράστια ευκαιρία να εξουσιάσει τον κόσμο.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, από τα πρώτα κιόλας λεπτά του «Ready Player One», ότι ο Σπίλμπεργκ ήθελε να κάνει, πρωτίστως, μια ταινία-ομολογία. Ομολογία αγάπης (στην ποπ κουλτούρα και το σινεμά –ειδικά το σινεμά έτσι όπως διαμορφώθηκε απ’ τη δική του εμφάνιση στο Χόλιγουντ και έπειτα), ομολογία πίστης (και πάλι στο σινεμά αλλά και στους ανθρώπους, κλασικά, τους οποίους θεωρεί ικανούς να επιστρέψουν στην πραγματική ζωή), ακόμα και ομολογία ενοχής, σ’ έναν βαθμό (το ξέρει ο Σπίλμπεργκ ότι έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του στην «πλαστικοποίηση» της κινηματογραφικής τέχνης). Η φαντασμαγορική περιπέτεια που είναι το εντυπωσιακό ένδυμα της τελευταίας του ταινίας, λειτουργεί ως «τυράκι» που θα πιάσει στη φάκα τα νεανικά κοινά και ορισμένους ανύποπτους. Μπορείς να σταθείς σ’ αυτό το πρώτο επίπεδο και πάλι να την απολαύσεις (αυτή, άλλωστε, ήταν πάντα η μαγεία του «λαϊκού» αμερικανικού σινεμά). Μπορείς, όμως, να πας βαθύτερα και να ανακαλύψεις ένα πιο σοβαρό φιλμ.

Λέω πιο σοβαρό, γιατί το «Ready Player One» με μια γρήγορη ματιά, εύκολα το χαρακτηρίζεις «η χαρά του παιδιού». Ακόμα περισσότερο η χαρά του θρεμμένου με ποπ κουλτούρα –ταινίες, βιβλία, κόμικς, μουσικές, video games- παιδιού. Είναι τόσες πολλές οι αναφορές του έργου, αρκετές εξ αυτών τόσο διακριτικές και έξυπνα κρυμμένες στο κάδρο (για παράδειγμα, η συμπλοκή στη ντισκοτέκ όπου οι δύο βασικοί ήρωες χρησιμοποιούν τα πολυβόλα των πεζοναυτών απ’ το «Aliens» και το πιστόλι του Deckard απ’ το «Blade Runner»), που από ένα σημείο και μετά έχεις περισσότερο την αίσθηση ότι παίζεις κάποιο παιχνίδι, παρά ότι παρακολουθείς μια κανονική κινηματογραφική ταινία.

Σαν να σε βάζει ο σκηνοθέτης στη διαδικασία να ανακαλύψεις όσο περισσότερα μπορείς, να εξασκήσεις τη μνήμη σου και να ακονίσεις την παρατηρητικότητά σου. Όλα αυτά είναι, σαφώς, διασκεδαστικά αλλά αν μείνεις εκεί, δεν θα πάρεις και πολύ στα σοβαρά το έργο. Τόσο λόγω θεματολογίας, όσο και λόγω εκτέλεσης, το «Ready Player One» μοιάζει να αποζητά τον υποτιμητικό όρο της ταινίας-video game. Προσέξτε, όμως, το κόλπο του Σπίλμπεργκ: ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε, κυριολεκτικά, μπουχτίσει από «κανονικές» ταινίες που, στην πιο βαθιά ουσία τους, είναι άψυχα video-games, εδώ έχουμε την περίπτωση ενός φιλμικού video-game που, με μια πανέξυπνη αντιστροφή όρων και προθέσεων, είναι κανονική ταινία. Κανονικότατη. Γιατί έχει ψυχή.

Βέβαια, δεν πρέπει να υπερβάλλουμε ως προς την παραπάνω διαπίστωση. Η αλήθεια είναι ότι το έργο του Σπίλμπεργκ πάσχει από χαρακτήρες. Κυκλοφορούν πέρα δώθε διάφορα στερεότυπα «καλών» και «κακών», ιδεαλιστές και κυνικοί, αθώοι μη προνομιούχοι νέοι με επαναστατικό όραμα και διεφθαρμένοι αρχικαπιταλιστές με σχέδια υποδούλωσης της ανθρωπότητας, κι αυτό είναι όλο σε επίπεδο χαρακτήρων. Το σενάριο από την άλλη μεριά, δεν καινοτομεί σημαντικά (σε αδρές γραμμές, φανταστείτε το «Matrix» να επισκέπτεται το «Tron» περνώντας μέσα απ΄τα χωράφια του «Avatar», και, λίγο πολύ, έχετε την κεντρική ιδέα), ακολουθεί μια μάλλον safe και προβλέψιμη αφηγηματική γραμμή, δεν παρεκκλίνει στιγμή απ’ τη στερεότυπη φόρμουλα της περιπέτειας φαντασίας και η όποια ιδιαιτερότητα του εξαντλείται στον τρόπο με τον οποίο εντάσσει στη δραματουργική αρχιτεκτονική, στοιχεία από βιντεοπαιχνίδια ρόλων που κάνουν θραύση στο διαδίκτυο (πράγμα που δεν το λες απαραίτητα καλό). Πού είναι λοιπόν η ψυχή του; Απαντάμε: στον τρόπο με τον οποίο ορθώνει, μέσα από όλον αυτό τον ψηφιακό και ολίγον μονοδιάστατο ορυμαγδό σημείων της μαζικής κουλτούρας, ένα τέμενος στην αθωότητα μιας ολάκερης γενιάς. Και υπάρχει μια αυθεντικότητα σ’ αυτό, ο Σπίλμπεργκ δεν υποκρίνεται.

Πολλά μπορείς να του προσάψεις, αλλά κυνικό δεν μπορείς να τον πεις. Μέσα στο εβδομηνταδυάχρονο σώμα του, αναμφίβολα πάλλεται ακόμα η ψυχή ενός μικρού παιδιού. Που κοιτά συγκινημένο τα παιχνίδια του και εύχεται αν μην χρειαστεί να τα εγκαταλείψει ποτέ. Ο Σπίλμπεργκ, εξακολουθεί να είναι ο ενθουσιώδης μπόμπιρας που δεν θέλει, επ’ ουδενί, να μεγαλώσει. Βλέπει, όμως, παντού γύρω του έναν κόσμο που ανήθικα κεφαλαιοποιεί τη διασκέδαση, που απογυμνώνει το παιχνίδι απ’ όλα τα δημιουργικά, ανθρώπινα χαρακτηριστικά του και το μετατρέπει σε ψυχρό προϊόν προς κατανάλωση, που ομνύει αποκλειστικά στο χρήμα και στο κίνητρο του κέρδους, που «σκοτώνει» το παιδί μέσα μας και το αντικαθιστά μ’ έναν καταθλιπτικό ενήλικα (ακόμα και μέσα στα ίδια τα παιδιά), ο οποίος δεν γνωρίζει άλλο μέσο απόδρασης από τη γκρίζα, στενάχωρη ζωή του, απ’ την κατάδυση στον πλαστό κόσμο της τεχνολογικής πρωτοπορίας που του πουλάνε διευθυντές πολυεθνικών –σε έναν κόσμο όπου μπορεί να είναι όποιος θέλει, αρκεί να μην είναι ο εαυτός του, γιατί αυτόν ακριβώς τον πραγματικό εαυτό, τον έμαθαν να απεχθάνεται. Σ’ αυτούς τους κόσμους, τον αποκαρδιωτικό πραγματικό και τον αμοραλιστικά ψεύτικό που προορίζεται να κάνει πιο ευχάριστη την ασχήμια του πρώτου, αντιδράει. Και η αντίδρασή του παίρνει τη μορφή μιας «παιδικής» ταινίας που μόνο παιδική δεν είναι.

Για παράδειγμα, στην μετα-ταραντινική εποχή είναι συνηθισμένο φαινόμενο οι ενδοφιλμικές αναφορές και τα σινεφίλ κλεισίματα του ματιού. Πέρα απ’ το γεγονός ότι αρκετές φορές γίνονται μ’ έναν ματαιόδοξο, επιτηδευμένο τρόπο (λες και κάποιοι σκηνοθέτες θέλουν να μας πούνε, «ρίξτε μια ματιά στην κινηματογραφική μου κατάρτιση»), το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν κάποια χρησιμότητα κι ότι η ύπαρξή τους δεν είναι παρά ένα νόστιμο γλάσο πάνω στο «γλυκό» του βασικού έργου. Εν ολίγοις, έχουν γίνει πολλές ταινίες με αναφορές στην ποπ κουλτούρα αλλά το «Ready Player One», ενδέχεται να είναι πρώτη σοβαρή ταινία που γίνεται για την ποπ κουλτούρα, ως φαινόμενο.

Η ποπ κουλτούρα ως πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, απέραντο αρχείο όπου καταγράφεται η κοινοκτημοσύνη ενός κάποιου πνευματικού παρελθόντος (μπορεί να μην βρίσκουμε τα λεγόμενα, μεγάλα κινηματογραφικά αριστουργήματα στην κιβωτό του «Ready Player One» -με εξαίρεση το προαναφερθέν, «Blade Runner», και φυσικά τη «Λάμψη», στην πιο «βλάσφημη», πρωτότυπη και απολαυστική σκηνή όλης της ταινίας- αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και τα «λαϊκά» έργα τέχνης δεν έχουν την αξία και τη σημασία τους για τη διαμόρφωση ενός κοινού τύπου ανθρώπου της μετα-νεωτερικότητας), εννοιολογικό πεδίο όπου ασκούνται διάφορες μορφές εξουσίας με τις –κατά Φουκώ- εστίες αντίστασης που τους είναι συμπληρωματικές κτλ. Στην πρώτη προβολή, αναπόφευκτα κοιτάς να εντοπίσεις όσο περισσότερες μπορείς απ’ τις αναφορές (ειδικά αν είσαι άνω των 30, έχεις πιθανότητες να πιάσεις ένα καλό σκορ –οι κάτω των 25, μάλλον θα τα βρουν «μπαστούνια»), στη δεύτερη, όμως, κατανοείς τι κρύβεται πίσω απ’ το εν λόγω κουίζ υπό τη μορφή κινηματογραφικής ταινίας. Τότε είναι που πραγματικά ανεβαίνει στην εκτίμησή σου το έργο. Όσο για την εκτίμηση στον άνθρωπο που το έφτιαξε, δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.

Είναι εντελώς εντυπωσιακό το πόσο φορμαρισμένος σκηνοθετικά παραμένει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, σ’ αυτή την ηλικία. Ίσως ο τελευταίος των μεγάλων αμερικανών moviemakers, που όσο περνούν τα χρόνια όχι μόνο δεν παρατηρείται κάποια κάμψη στις δημιουργικές του δυνάμεις αλλά το ακριβώς αντίθετο (ο Σκορσέζε, ας είμαστε ειλικρινείς, συγκρινόμενος με το ένδοξο παρελθόν του, δείχνει κάποια σημάδια κούρασης). Δυο μόλις μήνες μετά το εξαιρετικό «The Post», βγαίνει στις αίθουσες άλλη μια ταινία του, η οποία επιβεβαιώνει την σκηνοθετική του υπεροχή με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Μαζεύεις τα σαγόνια σου από το πάτωμα βλέποντας το «Ready Player One».

Το τι παπάδες κάνει πάλι ο άνθρωπος σε κατασκευαστικό επίπεδο, δεν περιγράφεται με λόγια• πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις. Στα χέρια ενός άλλου, πιθανότατα το συγκεκριμένο σενάριο να έδινε μια υπερφίαλη, ξεχειλωμένη, βαρετή ανοησία, αυτός όμως εφαρμόζει τα γνωστά μαγικά του κι έχουμε μια sci-fi περιπέτεια που κόβει την ανάσα, ίσως μια απ’ τις κορυφαίες της τελευταίας δεκαετίας (ας πούμε, έχω αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που να μπορεί να γυρίσει καλύτερα μια σκηνή δράσης). Αλλά υπάρχει και το «ζουμί» που περιγράψαμε παραπάνω, δεν είναι μόνο το –αποστομωτικό- θέαμα.

Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους νιώθεις μια ακατανίκητη επιθυμία να χειροκροτήσεις, βαράς προσοχή στον Σπίλμπεργκ που μοιάζει να έκανε όλη αυτή την απίστευτη δουλειά για να διασκεδάσει (άλλο που, κάνοντας το κέφι του, βάζει και τα γυαλιά στο 99% των συναδέλφων του που γυρίζουν blockbusters), κι έχεις περάσει a wonderful time at the movies. Τι παραπάνω να ζητήσεις;




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑