V/H/S

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μπρούκνερ, Τι Γουέστ, Γκλεν ΜακΚουέιντ, Άνταμ Γουίνγκαρντ κ.ά.

Παίζουν: Χάνα Φίρμαν, Κάλβιν Ρίντερ, Χέλεν Ρότζερς, Τζο Σουάνμπεργκ

Διάρκεια: 116΄

Μια ομάδα τελείως κάφρων νεαρών που αρέσκονται στο βανδαλισμό και στην παρανομία αναλαμβάνουν να εισβάλουν σ’ ένα σπίτι και να βρουν μια πολύτιμη βιντεοκασέτα. Το σπίτι είναι άδειο εκτός από ένα δωμάτιο στο οποίο υπάρχει ένας νεκρός, μερικές τηλεοράσεις και μια στοίβα από κασέτες. Θα δοκιμάσουν να δουν πέντε από τις κασέτες και κάθε μια από αυτές θα είναι ουσιαστικά και μια μικρού μήκους ταινία τρόμου, την οποία παρακολουθούμε μαζί τους. Μάλιστα κάθε επί μέρους επεισόδιο είναι σκηνοθετημένο από διαφορετικό σκηνοθέτη, με διαφορετικούς ηθοποιούς και τελείως διαφορετική αυτοτελή πλοκή. Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία συνοχή μεταξύ των πέντε ιστοριών φρίκης (κι αν υπάρχει, συγγνώμη αλλά δεν την κατάλαβα), εκτός από την όλη αισθητική και τεχνική, αφού ό,τι παρακολουθούμε υποτίθεται πως είναι τραβηγμένο από την κάμερα που οι ίδιοι οι ηδονοβλεψίες χαρακτήρες της ταινίας κουβαλούν μαζί τους καταγράφοντας (σχεδόν) τα πάντα.

Οι ταινίες τρόμου είθισται να έχουν χαμηλό προϋπολογισμό για πολλούς λόγους: δεν χρειάζονται γνωστοί ηθοποιοί, δεν χρειάζονται πολλά μέσα για να ξεγελάσεις το κοινό παρά μόνο πολλή σάλτσα και φαντασία, δεν χρειάζεται αρτιότητα, δεν χρειάζεται τίποτε, παρά μόνο μια ευθεία επίθεση στο νευρικό σύστημα του θεατή, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και οι τσόντες. Το να πετύχεις να τρομάξεις κάποιον είναι τόσο εύκολο όσο και να τον ερεθίσεις, εξού και η σχεδόν σίγουρη εμπορική επιτυχία των εν λόγω ταινιών σε σχετικούς κι όχι απόλυτους αριθμούς, δηλαδή αναλογικά με το πολύ χαμηλό κόστος τους. Όσο δύσκολο είναι, όμως, να μείνει σε κάποιον μια τσόντα αξέχαστη, άλλο τόσο (περίπου) είναι να θυμάται με ανατριχίλες μια ταινία τρόμου χαμηλού προϋπολογισμού. Πόσο μάλλον όταν οι δημιουργοί προκειμένου να ρίξουν τον προϋπολογισμό χρησιμοποιούν τερτίπια στιλ «Blair witch project», δηλαδή κάμερα στο χέρι, αδιαφορία για τη φωτογραφία και τις ερμηνείες, και κάνε την προσευχή σου.

Ευτυχώς, όμως, όπως σε όλες τις γενικεύσεις (οι οποίες μου αρέσουν ιδιαίτερα) έτσι κι εδώ υπάρχουν εξαιρέσεις. Διότι το μεράκι, το όραμα και η αγάπη για κινηματογράφο των νέων σκηνοθετών τρόμου δεν συγκρίνονται με τον κόσμο διεκπεραίωσης της πορνογραφίας. Κι αν στο μεράκι τους και την υπερφιλοδοξία τους προστεθεί και μπόλικο ταλέντο, τότε μπορούμε να έχουμε κάτι αληθινά καλό. Το «V/H/S» μπορεί να μην είναι κάτι αληθινά καλό, διότι είναι αρκετά άνισο και λείπει η συνοχή, αλλά σίγουρα είναι άκρως διασκεδαστικό κι έχει μερικές αληθινά καλές στιγμές. Κάποιες ιστορίες λειτουργούν πολύ καλύτερα και χρησιμοποιούν ευφάνταστα το μέσο της κάμερας στο χέρι καταφέρνοντας να φτιάξουν ένα κλίμα αλλοκοτιάς και τρόμου, κάποιες μένουν λίγο στη μέση, ενώ υπάρχει και μια που έπρεπε να κοπεί τελείως, αλλά μάλλον οι υπόλοιποι συντελεστές ήταν φίλοι, οπότε κάνανε τα στραβά μάτια.

Οι δημιουργοί του «V/H/S» γνωρίζουν κάτι πολύ καλά: τρελαινόμαστε να βλέπουμε εντόσθια να χύνονται στο χώμα, μυτερά δόντια να σουβλίζουν τη σάρκα και μικρά λευκοντυμένα κοριτσάκια να παραμονεύουν πίσω από κλειστές πόρτες. Γνωρίζουν επίσης πως για να συμπληρωθεί το παζλ του μοντέλου πατριαρχικού ηδονοβλεπτικού τρόμου πρέπει να προστεθούν και μερικές γυμνόστηθες κοπέλες να τεμαχίζονται. Ποντάρουν σε όλα τα παραπάνω κι ελπίζουν να βγουν κερδισμένοι. Κατά το ήμισυ τα καταφέρνουν.

sotirisdog@gmail.com




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑