What's On Last Night in Soho

8 Νοεμβρίου 2021 |

0

Last Night in Soho

Σκηνοθεσία: Έντγκαρ Ράιτ

Παίζουν: Τομαζίν Μακένζι, Άνια Τέιλορ Τζόι, Νταϊάνα Ριγκ, Ματ Σμιθ, Τέρενς Σταμπ

Διάρκεια: 116’

Ελληνικός τίτλος: «Συνέβη στο Σόχο»

 

Η Ελοΐζ είναι μία νεαρή κοπέλα που φεύγει από την περιφέρεια της Κορνουάλης για το Λονδίνο προκειμένου να σπουδάσει σχέδιο μόδας. Εμμονική με τα swinging 60s και φύσει μοναχική, εγκαταλείπει γρήγορα τη φοιτητική εστία για να μείνει μόνη στην καρδιά του Σόχο. Μόνο που στο νέο της δωμάτιο τα βράδια της αποδεικνύονται ιδιαίτερα έντονα, καθώς κάθε φορά που κοιμάται βλέπει σε «όραμα» την ιστορία της Σάντι, μίας κοπέλας που προσπαθεί να τα καταφέρει στο θορυβώδη κόσμο των λονδρέζικων nightclubs της δεκαετίας του 1960s. Σύντομα οι ενοράσεις θα λάβουν ιδιαίτερα σκοτεινή τροπή, στοιχειώνοντας και την απτή πραγματικότητα του παρόντος της.

Το «Last Night in Soho» ξεκινά με μία εισαγωγή σήμα κατατεθέν του κινηματογράφου του Έντγκαρ Ράιτ: Πανδαισία χρωμάτων στις ενδυματολογικές επιλογές και τον σχεδιασμό της παραγωγής, αξιομνημόνευτες σεκάνς που απεικονίζουν την εισβολή της Ελοΐζ στο παρελθόν με ένταση και σκέρτσο, ένα χαρακτηριστικά ονειρώδες μοντάζ. Η έκρηξη μελωδιών της δεκαετίας του 1960 (με ένα από τα ωραιότερα soundtracks που έχει μέχρι στιγμής επιλέξει ο δημιουργός) έρχεται να συμπληρώσει τη θεοποίηση του παρελθόντος, ενώ η τρομερή αποκαθήλωση της νοσταλγίας μέσα από την τροπή του love letter σε ταινία φρίκης και τρόμου μοιάζει να βρίσκεται καθ’ οδόν. Οι οπαδοί του αμετανόητου σινεφίλ Βρετανού κάθονται αναπαυτικά και αναμένουν τη συνέχεια που προδιαγράφεται σαν μία λαμπρή ταινία είδους από τον κατ’ εξοχήν ικανό προς τούτο δημιουργό.

Και εκεί που τίποτα δε φαντάζει ικανό να ματαιώσει τούτη την προσδοκία, η συνέχεια φαντάζει αναιμική μπροστά στην ενέργεια που εμφάνισε το φιλμ στο εισαγωγικό του μέρος. Δυστυχώς, δεν βρίσκει ποτέ τα πατήματά του ούτε ως ψυχολογικό θρίλερ α λα «Repulsion», ούτε ως giallo που ακολουθεί στις διδαχές του Αρτζέντο, ούτε ως ιδιόμορφο homage στα βρετανικά 1960s. Το στοιχείο του χιούμορ επανέρχεται ασκόπως ανά στιγμές, ενώ και τα jump scares, που δεν αποτέλεσαν ουσιώδες στοιχείο κανενός genre στο οποίο ο Ράιτ αποτίνει εδώ τον γνωστό φόρο τιμής, σωρεύονται αφειδώς. Βέβαια, υπάρχουν σεκάνς ανθολογίας, όπως μία σκηνή δολοφονίας που είναι από τα αρτιότερα δείγματα των δυνατοτήτων του, αλλά μοιάζουν περισσότερο με διάσπαρτες καλές στιγμές που ξεχωρίζουν παρά με μέρη ενός συνόλου που οδηγείται αρμονικά προς μία κατεύθυνση.

Βέβαια, η αποτυχία της φόρμας δεν είναι η μόνη που συναντάμε στο φιλμ, μολονότι για λόγους που άπτονται του χαρακτήρα της ταινίας ως genre film καλούμαστε να συγχωρέσουμε μία σειρά από προχειρότητες, όπως οι απόλυτα στερεοτυπικές απεικονίσεις των προσώπων των 60s και η αποτύπωση της ψυχικής διαταραχής στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας. Πέραν αυτού, η ταινία αδυνατεί να απαλλαγεί από την αίσθηση πως ο, τι συμβαίνει στη σφαίρα του παρελθόντος είναι έτη φωτός πιο ενδιαφέρον από τα τεκταινόμενα στο παρόν. Ενώ οι αντικατοπτρισμοί της μίας γυναίκας στην άλλη είναι εντυπωσιακοί στην όψη και σχηματοποιούν την οργανική ταύτιση των δύο γυναικών και των εποχών τους, παραμένουν ουσιαστικά άνευ πραγματικής σύνδεσης. Δεν αρκεί η συνεχής υπενθύμιση ότι το Λονδίνο είναι ένα διαχρονικά ζοφερό μέρος για να ενώσει τους κόσμους τις ταινίας αρμονικά.

Η μεγαλύτερη ένσταση απέναντι  στο φιλμ ωστόσο αφορά ένα ζήτημα ουσίας: ο σύγχρονος φεμινιστικός λόγος που αποπειράται με τόση επιμέλεια να αρθρώσει ο Έντγκαρ Ράιτ είναι αφελής και σχηματικός. Με τους απειλητικούς άνδρες να ορθώνονται σαν γλοιώδεις τύποι με σμόκιν στο παρελθόν και φαντάσματα (!) εγκλωβισμένα σε ένα καθαρτήριο στο παρόν (και πάλι, πόσες συμβάσεις καλούμαστε να αποδεχτούμε σε μία ταινία που δεν τοποθετείται καν στον σκληρό πυρήνα του genre). Μένοντας εκτός πραγματικότητας για το τι μπορεί να συνιστά σήμερα απειλή για τις γυναίκες, ο Ράιτ και η συσεναριογράφος του Κρίστι Γουίλσον-Κρέινς επιμένουν αχρείαστα πολύ στην ανδρική συμβολή στο όλο θέμα (εξοργιστικό το «save the boy» του τέλους). Τέλος, σε μία ταινία που πασχίζει τόσο πολύ να σταθεί στη σωστή πλευρά του διαλόγου για τη βία κατά των γυναικών, οι στερεότυπες αφηγήσεις δίνουν και παίρνουν («δεν είναι όλοι οι άνδρες ίδιοι»).

Βέβαια, για όσους και όσες ακολουθούν τη φιλμογραφία του Έντγκαρ Ράιτ, έναν δημιουργό που όλο του το έργο είναι αφιερωμένο σε μία ποπ νοσταλγική διασκευή του σινεμά είδους που λατρεύει να βλέπει, η αποκαθήλωση της νοσταλγίας εκ μέρους του ενέχει κάτι το εγγενώς ενδιαφέρον. Μέχρι πρότινος, οι ταινίες του λειτουργούσαν επιτυχώς ταυτόχρονα σαν εξομολογήσεις αγάπης, σαν παρωδίες και σαν αυτούσια genre films, κυρίως χάρη στην φοβερή ενέργεια με την οποία μετέφερε την αγνή σινεφιλία του στο πανί. Έχοντας διαβεί ο ίδιος ατέλειωτες λεωφόρους κινηματογραφικής νοσταλγίας, έρχεται με το «Συνέβη στο Σόχο» να επικρίνει την άνευ όρων παράδοση της σύγχρονης ποπ κουλτούρας στο παρελθόν, την αγιοποίηση τοξικών προτύπων, τον εξωραϊσμό συνθηκών ζωής και δημιουργίας που το κυριότερο τους προτέρημα είναι ακριβώς ότι είναι παρελθοντικές.

Αυτό που απομένει περισσότερο σαν αίσθηση μετά τη θέαση του φιλμ είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του δημιουργού να εκσυγχρονίσει ένα genre που του έχουν καταλογιστεί πολλά από φεμινιστικής σκοπιάς, ενδεικτική μίας ανασφάλειας που νιώθει ως σινεφίλ για τα σεξιστικά και μισογυνικά πρότυπα που συχνά παρέθεταν διάφορα έργα της εποχής. Αλλά η «μετάφραση» ενός φιλμικού κειμένου ώστε να συμπεριλάβει σημερινές προβληματικές είναι μία διαδικασία η οποία μπορεί πολύ εύκολα να στραβώσει. Στη συγκεκριμένη ταινία, μάλιστα, αυτή η διάθεση μοιάζει να απορρυθμίζει κάθε πτυχή του φιλμ. Δυστυχώς: το «Last Night in Soho», παρά την εντυπωσιακή του εκκίνηση, δεν είναι ούτε ένα αξιοσημείωτο giallo, ούτε ένα σημαντικό φεμινιστικό φιλμ, ούτε μία έκκληση για αποσύνδεση από την τοξική νοσταλγία που διαστρεβλώνει τα γεγονότα. Είναι ένα ανομοιογενές μείγμα που αποτελείται από μικρές ποσότητες όλων των παραπάνω.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑