Reviews Night of the Living Dead

16 Ιουλίου 2019 |

0

Night of the Living Dead

Μερικές φορές επιστρέφουν. Επιστρέφουν πίσω στη ζωή, από έναν άλλο κόσμο ολοκληρωτικά άγνωστο σε εμάς τους ζωντανούς, μόνο και μόνο για να μασήσουν με τα χαλασμένα τους δόντια εκείνα που έχουν περισσότερο ανάγκη, εκείνα που δεν κατάφεραν να γευτούν κατά τη διάρκεια της σύντομης πορείας της ζωής τους. Επιστρέφουν για να μπορέσουν να γεμίσουν τα σάπια στόματά τους με το δέρμα, τις σάρκες και τα κρέατα των ζωντανών, τα αίματα εκείνων που θα τύχει να βρεθούν στο δρόμο τους και να τους αντικρίσουν. Είναι αλήθεια, έχουν γευτεί πολλών ειδών τροφές και κάθε είδους κρέας στη πάροδο των λίγων χρόνων που τους δόθηκαν. Αλλά σαν το ανθρώπινο, καταλαβαίνουν πια, πως δεν υπάρχει κανένα. Όσο αποκρουστικό και ανεξήγητο κι αν φαίνεται κάτι τέτοιο, δεν είναι παρά μόνο η αρχή.

Μεγαλειώδης μέσα στην απλότητά της, αγωνιώδης μέσα στη σιωπή της πνιγηρής της ατμόσφαιρας και νεκρικά αποσυντιθέμενη μέσα στην ειλικρινή επιθυμία των ηρώων της για ζωή, η low-budget (όμως με high influence) Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών δεν είναι η πρώτη ταινία που ζωντανεύει τους νεκρούς στο κινηματογραφικό πανί. Είναι όμως η πρώτη ταινία που τους παρουσιάζει ασταμάτητα επιθετικούς και λαίμαργους, ορμητικά πεινασμένους για τη ζωντανή ανθρώπινη σάρκα που περιφέρεται ανυποψίαστη στους δρόμους των χωριών και των μεγαλουπόλεων. Άλλωστε, μέχρι εκείνη τη στιγμή της 1ης Οκτωβρίου του ’68, λίγο έξω από το Pittsburgh της Pennsylvania των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου κι έκανε πρεμιέρα η ταινία, οι νεκροί παρέμεναν στο έδαφος νεκροί, ενώ η pop κουλτούρα ήθελε λίγο χρόνο ακόμα ώστε να συνηθίσει και να αποδεχτεί τις βίαιες κινηματογραφικές αναστάσεις των πρόσφατα θανόντων.

Η ιστορία της ταινίας ξεκινάει όταν δύο αδέρφια, ο Johnny και η Barbra, επισκέπτονται το μνήμα του πατέρα τους σε ένα ερημικό και απομακρυσμένο νεκροταφείο. Κάπου εκεί, οι προθέσεις του Romero γίνονται άμεσα ορατές, αφού έξι μόλις λεπτά μετά την έναρξη, μία αναπάντεχη επίθεση ξεκινάει. Το πρώτο θύμα είναι πλέον γεγονός, τα αδέρφια δεν είναι πια αδέρφια (αν και στην πραγματική ζωή δε χρειάζεται κάποιος ακραίος θάνατος για να συμβεί κάτι τέτοιο), τα πάντα φαίνεται να αλλάζουν μονομιάς και για πάντα, ενώ ακόμα και ο μέχρι τότε ολόισιος ορίζοντας των κάδρων αρχίζει να γέρνει ανεξέλεγκτα.

Η σοκαρισμένη Barbra, επιζήσασα της πρώτης αυτής ανελέητης εμφάνισης των ζωντανών νεκρών, καταφεύγει σε ένα μοναχικό αγρόσπιτο της περιοχής όπου συναντά μια μικρή ομάδα τυχαίων ανθρώπων. Μια μικρή κοινωνία των επτά, εγκλωβισμένη σε ένα σπίτι-απομονωτήριο, ένα συνηθισμένο σύνολο ανθρώπων που μάταια προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει γύρω τους και γιατί αυτά τα πλάσματα που μοιάζουν άνθρωποι θέλουν τόσο πολύ και ασταμάτητα να τους κατασπαράξουν ζωντανούς.

Μπορεί η μακάβρια αυτή ιστορία να ανήκει εξ ολοκλήρου στη μυθοπλασία, ωστόσο εύκολα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει δείγματα ρεαλισμού, καμουφλαρισμένα πάντα με τον μανδύα του φανταστικού. Άλλωστε, ο κοινωνικός συμβολισμός του πανέξυπνου Romero είναι τόσο ευδιάκριτος που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί με τον πιο φρικιαστικό τρόπο την ανικανότητα ουσιαστικής επικοινωνίας των προσωρινά επιζώντων, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην κοινωνική αποσύνθεση, ενώ η οικογενειακή ενότητα δεν αλλοιώνεται, αφού, μεταξύ μας, ήταν εξαρχής απούσα.

Παράλληλα, η συμπωματική κυκλοφορία της ταινίας λίγο μετά τη δολοφονία του Martin Luther King σφαγιάζει το περίφημο όνειρο για εθνική ενότητα, ενώ με το μηδενιστικό φινάλε της προβάλλει έναν αντιρατσιστικό χαρακτήρα, ο οποίος, όπως λέγεται, ουδέποτε ήταν στις προθέσεις των δημιουργών. (αφού το σενάριο είχε ολοκληρωθεί πριν από το casting και η επιλογή του Duane Jones έγινε γιατί «ήταν ο καλύτερος ηθοποιός ανάμεσα στους φίλους μας»).

Υπό τη σκιά του ψυχρού πολέμου και με την απειλή της ατομικής ενέργειας που μπορεί με τη λάθος διαχείριση να μας καταστρέψει όλους, η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών αντικατοπτρίζει τον εφιάλτη της ανθρωπότητας για εσωτερική αλλοίωση, αποσύνθεση και θάνατο. Έναν εφιάλτη το ίδιο απειλητικό και στα χρόνια που ακολούθησαν και που, παρά την ασπρόμαυρη σαπίλα των κάδρων, μετατρέπει την ιστορία σε ένα διαχρονικό μεταμεσονύχτιο αριστούργημα. Ένα αριστούργημα, η φρίκη του οποίου καταξιώνει τον Romero ως έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της γενιάς του και εδραιώνει την ταινία ως την πιο αγωνιώδη, ανατριχιαστική και τέλεια νύχτα τρόμου στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.

Όσο η επίμονη αυτή φρίκη που αναβλύζει η ταινία παραμένει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, τόσο ο εφιάλτης θα στοιχειώνει τις γενιές που αναμένονται. Κι είναι αλήθεια, η οσμή της φρέσκιας σάρκας των ζωντανών που πλημμυρίζει τον αέρα της κάθε νύχτας που έρχεται, αφήνει την αίσθηση πως όταν οι νεκροί περπατήσουν τελικά στη γη θα ξεσκίσουνε τις σάρκες των ανθρώπων μέχρι το μεδούλι, μέχρι να σωπάσουν τα ουρλιαχτά και οι φωνές και, τελικά, να μην υπάρχει πια τίποτα που να θυμίζει άνθρωπο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑